Χάνομαι συχνά στα στενά γύρω από τη μυρμηγκοφωλιά της πλατείας Ομονοίας. Απολαμβάνω μνήμες από εικόνες σαν από σινεμασκόπ, τη μία πάνω στην άλλη. Στο αχανές των κοσμοδιαδρομών, μικρές οάσεις απολαύσεων, τότε που, ναι, η Ομόνοια για μας της επαρχίας ήταν όλος ο κόσμος.
Κάνω pause γωνία Σωκράτους και Θεάτρου. Δέκα σκαλοπάτια, δύο για κάθε δεκαετία έως τα χρόνια του ’60, μια κατάδυση που αξίζει. Είναι όμορφα στο Δίπορτο, το νιώθεις καθώς με τη ματιά σου χαϊδεύεις ένα προς ένα όλα όσα συνθέτουν το απαράμιλλο σκηνικό που σου φανερώνεται: κουζινάκι, ερμάρια, πάγκοι από ξύλο και μάρμαρο, τραπέζια και καρέκλες, βαρέλια… αιωνόβια, κατσαρολικά, 4-5 πιάτα ημερησίως, οι πλούσιες μερίδες, ο τρόπος που όλα αυτά τρέχουν στον χώρο, έως κι αυτός ο συνονόματός μου Ευβοιώτης ιδιοκτήτης, με τη λευκή του πουκαμίσα εργασίας. Όλα!
Αν αφεθείς, αν για παράδειγμα κλείσεις το κινητό σου και πιάσεις τον μίτο της κουβέντας από εκεί που τον είχες αφήσει, πριν από χρόνια με την παρέα των παλιών σου συμμαθητών, Στέργου από τη Ρόδο και Ισίδωρου από τη Σκόπελο, ίσως και να έχεις τη χαρά να απολαύσεις την εμπειρία του Δίπορτου. Όσο λαϊκή, ανθρώπων του μεροκάματου, πιθανόν κι από τα γύρω μαγαζιά της Αγοράς, ή όσο διανοούμενη, πιο ψαγμένη κι αν είναι η παρέα, πάντα από το πλαϊνό τραπέζι ή κι από το ίδιο, αφού συχνά το μοιράζεσαι με άλλους, θα έρθει παρεμβολή. Συνήθως για την πολιτική και την αθλητική επικαιρότητα ή σαν, όπως έλαχε σ’ εμάς από την κυρία δίπλα, που μπήκε τραγουδώντας Άντζελα Δημητρίου με τη φίλη της, με μια διόρθωση επί της σοβαροτάτης συζήτησής μας, που αφορούσε, νομίζω, γιατί εγώ δεν είμαι από δω, τη σχέση του Πυλάδη με τον Ορέστη του Ευριπίδη. Ναι!
Όλα αυτά, που μάθαμε να τα λέμε «sharing» στην καθομιλουμέ- νη, τα τραπέζια και τα πιάτα, έως και τα ίδια τα χόρτα που κάνουν sharing το βαθύ τους πιάτο στο τραπέζι με μία χούφτα ελιές θρού- μπες, μισό κρεμμύδι χοντροκομμένο στα τέσσερα και τρία κομμά- τια πιπεριά κέρατο. Θαρρώ ετούτο είναι (αν μου επιτρέπεται) το signature dish του μαγαζιού. Τη λες και «Σαλάτα Δίπορτο» δηλαδή. Αν όμως τα φέρει και ξανακατέβεις τα δέκα σκαλοπάτια και σου τύχει φάβα με το ίδιο sharing: θρούμπες, πιπεριά, κρεμμύδι, να θυ- μηθείς ότι αυτό έτσι είναι. Ένας θρίαμβος για το φαγάκι της γιαγιάς μου της Κατερ’νώς, 40 χρόνια φευγάτης πια. Τι άλλο; Ψιλό γοπί στη σχάρα με σκέτο αλάτι, ένα ξέχειλο βαθύ πιάτο με σούπα ρεβίθια, μισό καρβέλι ζυμωτό ψωμί και μία κανάτα κρασί, χύμα εννοείται.
«Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη»**, πάντα ενικός αριθμός, η μνήμη των γεύσεων!
Τις ηλιόλουστες μέρες, ένα ζεστό φως από τον δρόμο χαϊδεύει τα σκαλοπάτια και καθώς αντανακλάται γύρω, όλα όσα αγγίζει για μία ακόμα φορά η ματιά σου, ένας θεός σκηνοθέτης, ο Χρόνος ίσως, μοιάζει να τα φυλάει υπό την σκέπην του. Φτιάχνουν το κάδρο της πλατείας, πάλι. Εύχομαι να μείνει χώρος μέσα του να μπούνε άνθρωποι, μαγαζιά, ο νέος χαρακτήρας της σύγχρονης πολυπολιτισμικής και συνάμα εθνικής μας πλατείας.
* Διονύση Σαββόπουλου, «Τσάμικο» ** Κικής Δημουλά («Το λίγο του κόσμου», 1971) «Ο πληθυντικός αριθμός»