Φαγητό πολύπλοκο, μπελαλίδικο, της γιορτής, αλλά με εκπληκτική αίσθηση των διαφορετικών υφών του σε κάθε μπουκιά. Είναι ένας κεφτές γεμιστός με κιμά (!), με τα δύο κιμαδομείγματα να είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους σε γεύση και υφή. Το εξωτερικό κιμαδένιο περίβλημα ζυμώνεται με ωμό πλιγούρι, ενώ η γέμιση είναι καμωμένη από τηγανητό κιμά – ο τροφαντός κιοφτές βράζει έπειτα σε μπόλικο νερό. Φανταστείτε το ισλί κάπως σαν τον πλανήτη μας: εξωτερικά, ο φλοιός του από πλιγούρι, στη συνέχεια ο μανδύας του από κιμά και ο πυρήνας του πάλι από κιμά, αλλά τηγανισμένο και τραγανό. Το πλάσιμό του, σύμφωνα με τη Λαρίσα, πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά: «Δεν μιλάς, δεν κουτσομπολεύεις, δεν σκέφτεσαι άσχημα πράγματα ή περασμένα. Συγκεντρώνεσαι στο ισλί και το πλάθεις ήρεμα και συγκεντρωμένα, το χαϊδεύεις», συμβουλεύει και συμπληρώνει: «Αν φτιάξετε πολλά, μην τα κάνετε όλα μαζί, μονοκοπανιά, γιατί θα κουραστείτε και θα βγουν προβληματικά. Κάθε 10-12 κομμάτια, κάντε ένα διάλειμμα, ασχοληθείτε με κάτι άλλο, να ξεχαστεί το μυαλό, και συνεχίστε μετά».
Οι κεφτέδες αυτοί βράζουν απαραιτήτως απευθείας από την κατάψυξη, διαφορετικά θα διαλυθούν. Αυτό δίνει το πλεονέκτημα να φτιάξουμε μια μεγάλη ποσότητα, να τη διατηρήσουμε στην κατάψυξη σαν στοκ, για παραπάνω από επτά μήνες, και να μαγειρεύουμε μόνο όση ποσότητα χρειαζόμαστε. Οι Αρμένιοι σερβίρουν τον ισλί κιοφτέ καυτό, με ένα κομμάτι βούτυρο να λιώνει αργά πάνω του αμέσως μόλις βγει από την κατσαρόλα. Είναι ίσως το μοναδικό πιάτο που συνοδεύουν με λεμόνι (ένα άρτυμα που αποφεύγουν, γιατί, όπως υποστηρίζουν, ισοπεδώνει τη νοστιμιά κάθε ψητού), το οποίο στάζουν όταν κόβουν τον κιοφτέ στη μέση. Την τηγανητή, πιο τραγανή εκδοχή του ισλί κιοφτέ τη μαγειρεύουν κυρίως στην Κύπρο (κουπέπια) και στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή (κουμπέμπα).
Η συνταγή είναι της οικογένειας Ζατικιάν ιδιοκτητών του εστιατορίου Ρόδι. (Κρέοντος 163, Σεπόλια, Τ/210-51.54.376).