ΠΡΟΣΩΠΟ

Ο ρεμπέτης Βαγγέλης Κορακάκης μάς ξεναγεί στην «Κρύπτη» του

Συναντήσαμε τον λαϊκό τραγουδοποιό στο μαγαζί του, την «Κρύπτη», στην Καισαριανή, την παλιά «Μαγιοπούλα», όπου εμφανίζεται δεκαετίες τώρα με μικρά διαλλείματα.

28.03.2023| Updated: 16.02.2024
Κώστας Μπαλαχούτης
Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα
Ο ρεμπέτης Βαγγέλης Κορακάκης μάς ξεναγεί στην «Κρύπτη» του

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΟ Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες τουΟ Γιώργος Μαργαρίτης έχει τη δική του καρέκλα στον Μίστερ Λουκιδέλη Ότι είχε επιστρέψει από το εξοχικό του, στη Νέα Μάκρη, φορτωμένος με μια τσάντα φρεσκοκομμένα μυρωδάτα λεμόνια. «Ένα ταπεινό σπιτάκι είναι, που έχω φτιάξει, απ’ τον πατέρα μου το βρήκα. Το ρεμπετόσπιτο, έτσι το αποκαλώ, έτσι το ξέρουν οι φίλοι μου. Χωρίς να σου πω ποιο είναι, θα το βρεις. Ξεχωρίζει για την απλότητα του. Έχω μια ξυλόσομπα… κι ένα μπουζουκάκι μέσα. Κάνουμε ωραία γλέντια. Μαγειρεύω εκεί. Κατσικάκι στον φούρνο με πατάτες. Κι ο πατέρας μου, Σμυρνιός, απ’ τον Μπουτζά, τα ίδια έκανε. Το κυνηγούσε το γλέντι, να ανάψει φωτιά, να ψήσει, να καλέσει τη γειτονιά. Βέβαια την ταλαιπωρία την τράβαγε η μάνα μου, απ’ τη Σέριφο η καταγωγή της, τής άρεσε όμως κι εκείνης αυτό το σκηνικό. Είχα πάει να φυτέψω μια βερικοκιά. Έχω άλλη μία. Όμορφο πράγμα, να απλώνεις το χέρι, να κόβεις τον καρπό, δίχως φάρμακα, να μοσχοβολάει, να τον βάζεις στο στόμα».

Λόγια μεστά, καθάρια από έναν ιδιαίτερο δημιουργό που γράφει και τον στίχο και τη μουσική των πονημάτων του. Ανάμεσα τους κι ένα ζεϊμπέκικο που συνοψίζει την κοσμοθεωρία του:

Η ευτυχία στη ζωή, δυο φυλλαράκια δυόσμος, ένα ποτάμι είναι ο καημός, μια θάλασσα ο πόνος

 

Γέννημα θρέμμα της Καισαριανής, ο Κορακάκης δέθηκε με τον τόπο και τους ανθρώπους της, και σε καιρούς που οι ταυτότητες έχουν χάσει τη σημασία και την αλήθειά τους, εκείνος συνεχίζει τη ρότα του στην τέχνη και τη ζωή, τηρώντας τα πατροπαράδοτα. «Είναι μια συνοικία με γερή ρίζα. Αν περπατήσεις στα στενά της θα βρεις ακόμα χνάρια απ’ το χθες. Για μένα είναι το οχυρό μου. Εδώ μεγάλωσα, εδώ κατάλαβα τη ζωή, εδώ μένω, εδώ παίζω και τραγουδάω. Εδώ καβάλησα τη μηχανή του πατέρα μου. Μεταφορές έκανε, στα Σφαγεία, στην Αγορά στο Ρέντη. Ήταν χοντρός. Καφέ δεν έπινε το πρωί. Αυγά τηγάνιζε με παστουρμά. Στα μάτια μου έχω την εικόνα να κουβαλάει γουρονοκεφαλές για να κάνει πηχτή η μάνα μου, κι εκείνη να τραβάει τα μαλλιά της. Την έφτιαχνε όμως και ήταν πεντανόστιμη. Τα σαλάμια τά ‘χαμε με τα μπαστούνια, τα τυριά με το κεφάλι. Πλούσιοι δεν είμαστε αλλά πέρασα χαρούμενα χρόνια. Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε στη Νέα Μάκρη, με την τρίκυκλη. Βάζαμε πίσω καρέκλες στην καρότσα, και μόλις φτάναμε άναβε φωτιά στην τεράστια ψησταριά… Πρέπει να ‘χει ψήσει όλη τη Νέα Ζηλανδία. Ήταν τότε το αρνάκι της το κατεψυγμένο, περιζήτητο. Πανηγύρι σωστό, κόσμος πολύς. Ακόμα και σήμερα που σκαλίζω το χώμα, βρίσκω θαμμένα αρνίσια κόκκαλα. Απίστευτο αλλά αληθινό. Θυμάμαι, για να μας μαζέψει να φάμε, είχε μια μπετόβεργα που τη χτυπούσε δυνατά σε μια άδεια μπουκάλα του γκαζιού. Αυτό ήταν το σύνθημα για τη μάσα. Τρεις μήνες περνούσαμε εκεί. Σε μαξιλαρομάνα κοιμόμασταν όλοι οι πιτσιρικάδες, αδέλφια, ξαδέλφια, έξω, στρωματσάδα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΜαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά;Μαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά; Πίνουμε καφέ ελληνικό σε ένα απ’ τα τραπεζάκια της «Κρύπτης». Αφήνει το φλιτζάνι, σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα της μικρής αλλά πεντακάθαρης κουζίνας. Τα μέταλλα γυαλίζουνε, επικρατεί απόλυτη τάξη. Βλέπει την έκπληξη στα μάτια μου και με ρωτάει: «Ξέρεις πόσο ξίδι χαλάμε την εβδομάδα;». Μόνος του δίνει την απάντηση χαριτολογώντας: «Τόνους ολάκερους». Φοράει γάντια, ετοιμάζεται να ζυμώσει αλλά και να ψήσει τα περίφημα μπιφτεκάκια του. Τέσσερα από αυτά στολίζουν την ποικιλία κρεατικών που σερβίρουν στο μαγαζί μαζί με φιλέτο κοτόπουλο, χοιρινά μπριζολάκια και λουκάνικα. Το κόστος της, ίσως πιο χαμηλό κι από εκείνο μιας απλής ταβέρνας. Κι εδώ μιλάμε για μαγαζί με μουσική με πρωταγωνιστές τον ίδιο, τη «φωνάρα» Ασπασία Στρατηγού, τον γιο του και μουσικούς διαμάντια. Ο Κορακάκης ξεκαθαρίζει τα πράγματα: «Θέλω να περνάει ο κόσμος καλά, ανθρώπινα. Όπως φροντίζω το τι θα ακούσει, έτσι νοιάζομαι και για το τι θα φάει μαζί με το κρασί του. Υπόψιν, εγώ δεν παριστάνω ούτε τον σεφ, ούτε τον μάγειρα. Ταβερνιάρης είμαι. Μυστικά δεν υπάρχουν, μόνο μεράκι και αγάπη. Κιμά παίρνω μοσχάρι, ελιά. Έχω μια φάρμα που τα μοσχαράκια ακούνε Τσαουσάκη και είναι λουκούμι». Ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, κι αυτός μαζί μας.


Επανερχόμαστε στην τάξη: « Έχω δυο-τρεις χασαπάδες. Πηγαίνω, βλέπω και αγοράζω το κομμάτι που μου αρέσει. Το κρεμμυδάκι το αφήνω στο νερό να βγάλει την αψάδα του, να μην είναι βαρύ το μπιφτέκι. Ψωμάκι, μαϊντανό, ξίδι, αλάτι, ρίγανη και πιπέρι. Παίζει ρόλο και το ψήσιμο. Τώρα τα βάζω στο σχαροτήγανο για να μη λερώσω την κουζίνα, κι έρθουν αύριο οι ψήστες και δεν βρουν τα πράγματα όπως πρέπει» (σημ. είναι Πέμπτη βράδυ, η «Κρύπτη» λειτουργεί Παρασκευή και Σάββατο βράδυ).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΧρήστος Χωμενίδης: Τα ΚανάριαMε τον Χρήστο Χωμενίδη στα Κανάρια για γαρίδες-σούπερ σταρ Για ορεκτικό αλλά και συνοδευτικό κόβει τυριά και βρέχει παξιμάδια. «Και το πλατώ με τυριά και αλλαντικά που έχουμε είναι εκλεκτό. Προϊόντα επώνυμα, ένα κι ένα» προσθέτει. Βγάζει κασέρι Λεβέτι και γραβιέρα ηπειρώτικη του Καράλη. «Παίρνω μπαστούνι» εξηγεί «γιατί είναι πιο πρακτικό στο κόψιμο». Γαρνίρει την πιατέλα με φύλλα μαρουλιού κατσαρού και κομματάκια ξερό σύκο. Πλένει συνέχεια τα χέρια του, αλλάζει γάντια. «Βάζουμε ακόμη καπνιστό, μπλε τυρί και μαρμελάδα» συμπληρώνει. Ήρθε η ώρα της δοκιμής. Τα μπιφτεκάκια του, αφρός στο στόμα, ζουμερά, μοσχοβολιστά και με γεύση παιχνιδιάρικη, μαγνήτης για το κόκκινο κρασί που μας κερνά. «Μπιφτέκι που θερίζει» αναφωνεί ευχαριστημένος. Ο λόγος πάλι κατάδικός του. Νερό που επιστρέφει στην πηγή: «Όταν απολύθηκα, απ’ το Στρατό, περίπου το 1982, έπρεπε κάτι να κάνω. Απέναντι από εδώ (εννοεί την «Κρύπτη»), εκεί που τώρα γίνεται πολυκατοικία, βρισκόταν η ξακουστή ταβέρνα του «Μαρινάκη». Και δίπλα μας ακριβώς η ταβέρνα του «Καλοφαγά». Το οίκημα αυτό το αγόρασε ο γαμπρός μου που τότε σήκωνε οικοδομές. Μου λέει: “θα χτίσω σε 7-8 μήνες, θες μέχρι τότε να το δουλέψεις;” Είχε μέσα κάτι τραπέζια, μαχαιροπήρουνα… Εγώ ήμουν και είμαι γεννημένος για τις ταβέρνες. Πήρα λοιπόν το μαγαζί, το μετονόμασα σε «Μακάμι» και έβαλα μέσα τη μάνα μου να μαγειρεύει. Εκεί μπήκα στο γκεζί να μάθω πέντε πράγματα κοντά της για να τη βοηθάω. Ήταν καλή μαγείρισσα, όπως και η μάνα του πατέρα μου που της είχε μάθει αρκετά κόλπα. Έκανε σπλήνα γεμιστή, σουτζουκάκια, γίγαντες, τας κεμπάμπ. Εγώ έπαιζα μπουζουκάκι. Μετά όμως το μαγαζί αναγκαστικά γκρεμίστηκε. Φορτώσαμε τα πράγματα και τα πήγαμε στη Νέα Μάκρη. Ήμουν σε φρικτή κατάσταση τότε και μού ‘ρθε η ιδέα να ρωτήσω ποιος είχε το γωνιακό διπλανό σπίτι… τη σημερινή «Κρύπτη» δηλαδή. Τελικά βρίσκω την άκρη, το παίρνω και το κάνω νέα ταβέρνα… Ξανά «Μακάμι», όπως λέμε δηλαδή τους δρόμους του μπουζουκιού. Και ξεκινάμε… Γίνεται ο χαμός του χαμού. Έβγαλα μια δυο σεζόν, φεύγω όμως και παίζω σε άλλα στέκια. Κυρίως όμως βρίσκομαι στο σουβλατζίδικο που έχουν ανοίξει η μάνα μου με τον πατέρα μου κάτω απ’ την πλατεία της Καισαριανής. Είχε κι ένα καμαράκι που χωνόμουν, απομονωνόμουν και έγραφα τραγούδια. Τα καλύτερα τραγούδια μου είναι φτιαγμένα εκεί. Περνάνε μερικά χρόνια, το ’86–’87 και ξανανοίγουμε το παλιό «Μακάμι» που το λέμε πια «Μαγιοπούλα». Γνωρίσαμε δόξες μεγάλες. Άλλαξε χέρια, εγώ έφευγα κάποιες χρονιές, μια με τον Μητροπάνο, μια στο «Περιβόλι τ’ Ουρανού». Με την κρίση έκλεισε. Πήρα την απόφαση να το κάνω αυτό που έγινε. «Κρύπτη» Κράτησα όμως και την παλιά ταμπέλα της Μαγιοπούλας».

Η συνομιλία με τον Βαγγέλη είναι απολαυστική αλλά βαδίζει προς το τέλος της. Ο ίδιος αισθάνεται χορτάτος από όσα έχει ζήσει: «Δεν είμαι ευχαριστημένος, ευτυχισμένος είναι η σωστή λέξη. Ασχολούμαι με το πάθος μου, έχω την οικογένεια μου, τον Βασιλάκη που ακολουθεί τα χνάρια μου, την κόρη μου, τη γυναίκα μου, τι άλλο να ζητήσω;».
Καλλιτεχνικά όμως παραμένει πεινασμένος: «Το ανικανοποίητο δεν τελειώνει ποτέ». Μόλις ολοκλήρωσε το νέο μουσικό του έργο «Η φλόγα κρύβει βάσανο» σε ενορχήστρωση του Δημήτρη Παπαδημητρίου με ερμηνεύτρια τη Βερόνικα Δαβάκη. «Το σκεφτόμουν από χρόνια πως θα ήταν τα τραγούδια μου ενορχηστρωμένα από τον Δημήτρη που τόσο πολύ θαυμάζω. Για πρώτη φορά στη ζωή μου υπήρξα ακροατής των τραγουδιών μου στο στούντιο αφού δεν μπορούσα να συμμετέχω στην ηχογράφηση παίζοντας το μπουζούκι μου διότι δεν ξέρω να διαβάζω νότες. Τα τραγούδια μου τα έπαιξε ο γιος μου» λέει με καμάρι. Όσον αφορά το μέλλον του λαϊκού τραγουδιού ο Κορακάκης είναι υπεραισιόδοξος: «Σε αυτό είμαι βέβαιος 100%. Έναν αιώνα αντέχει, δεν είναι τυχαίο. Όσο κι αν το απομονώνουν και θέλουν να δώσουν κάτι διαφορετικό εκείνο αντέχει, οι μόδες περνούν. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε τα οργανοποιεία πληθαίνουν και ανθίζουν. Το μπουζούκι αγαπιέται από νέους καθημερινά. Λέω ένα παράδειγμα με το παξιμάδι, τον ντάκο, που εκεί που το είχαμε ξεχάσει εντελώς, σήμερα είναι σε όλα τα εστιατόρια, ταπεινά αλλά και γκουρμέ. Το ίδιο και το τσίπουρο».

«Κρύπτη», Βρυούλων και Οδεμησίου 9, Καισαριανή, Αττική. Ανοιχτά με ζωντανή μουσική και φαγητό κάθε Παρασκευή και Σάββατο, Τ/213-04.57.179. 

Για κρέας

Μαγειρεία - Ταβέρνες

Αθήνα

Καισαριανή

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών