Προ τεσσάρων δεκαετιών και κάτι ψιλά, με έστειλαν παιδάριο σε καλοκαιρινό σχολείο στην Αγγλία, για να μάθω τη γλώσσα. Ο αρχικός ενθουσιασμός, χάρη στις λιχουδιές, όπως π.χ. τα kit kat που δεν υπήρχαν τότε στην Ελλάδα, έδωσε τη θέση του στην οργανοληπτική δυσφορία, αρχής γενομένης από το πρωινό. Αυτό περιλάμβανε ζεστές, μουλιασμένες, ψητές και εντελώς άνοστες ντομάτες, μία συφοριασμένη φέτα τοστ και μία γενναία κουταλιά από ταγκισμένα baked beans κονσέρβας, που μόνο αηδία προκαλούν σε οποιονδήποτε Έλληνα λάτρη της αυθεντικής εθνικής φασολάδας. Την γκάμα συμπλήρωναν δύο φέτες λιγδερό και μαλθακό μπέικον και ένα τρισάθλιο τσάι με γάλα. Όπως είχε γράψει ο περίφημος George Mikes, «το τσάι αρχικά ήταν από μόνο του ένα πολύ καλό ρόφημα. Για τον λόγο αυτόν μια ομάδα επιφανών Βρετανών επιστημόνων έκαναν πολύπλοκα πειράματα για να βρουν τον καλύτερο τρόπο να το χαλάσουν. Έτσι κατέληξαν στην πρόταση ότι το τσάι πρέπει να πίνεται με λίγο κρύο γάλα χωρίς ζάχαρη, με αποτέλεσμα το κάποτε αναψυκτικό, αρωματικό ρόφημα εξ ανατολών να μετατραπεί επιτυχώς σε ένα άχρωμο και άγευστο νεροζούμι, το οποίο άξαφνα έγινε το εθνικό ποτό της Αγγλίας και της Ιρλανδίας».

Το μόνο που κάπως τρωγόταν από το σχολικό πρωινό ήταν τα corn flakes, εκτός από την ημέρα που για πλάκα τούς έριξα ξίδι, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι ακριβώς πίσω μου στεκόταν ο δάσκαλος, ο οποίος, αφού με ρώτησε με περισσή ευγένεια εάν μου αρέσουν, με έβαλε να τα φάω. Η γενικότερη βρετανική γαστρονομική υστέρηση συνυπάρχει με πολλά παράδοξα ονόματα πιάτων, όπως το «toad-in-the-hole», ήτοι «βάτραχος στην τρύπα», που ευτυχώς δεν κυριολεκτεί, αφού στην πραγματικότητα αποτελείται από λουκάνικα σφηνωμένα σε μια Yorkshire Pudding, η οποία, καίτοι «πουτίγκα», δεν είναι ευτυχώς γλυκιά. Το νόστιμο αυτό πιάτο συνοδεύεται από ένα gravy (θα λέγαμε σος από τα ζουμιά του ψητού), το οποίο είναι πανταχού παρόν στην εκεί κουζίνα, με διαφορετικά κατά περίπτωση ποσοστά ευστοχίας. Αντίστοιχα οι «κιμαδόπιτες» (mince pies) δεν περιέχουν ίχνος κρέατος, αλλά ξερά φρούτα και hélas ζωικό λίπος και είναι μεταξύ των γλυκών που συνηθίζονται στις γιορτές. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η Christmas pudding, που γίνεται περίπου με τα ίδια υλικά της γέμισης των mince pies και αποτελεί τη χαρά των οδοντιάτρων, γιατί αφαιρεί εξαιρετικά αποτελεσματικά τυχόν ετοιμόρροπα σφραγίσματα.

Μπορεί τώρα η συμμετοχή της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο να κρέμεται από μια κλωστή, τυχόν όμως αποχώρηση θα απαλλάξει τη χώρα από τη ρετσινιά των Haggis. Πρόκειται για το εθνικό πιάτο της Σκωτίας, το οποίο παρασκευάζεται από ψιλοκομμένες καρδιές, συκώτια και πνεύμονες προβάτου, ανακατεμένα με αλεύρι βρώμης, που σιγοβράζουν μέσα σε στομάχι προβάτου για περίπου τρεις ώρες. Σε αντίθεση με τον –υπέροχο– καθ’ ημάς τζιεροσαρμά, το συγκεκριμένο πιάτο ανήκει στις λεγόμενες «acquired tastes», αδοκίμως μεταφραζόμενο ως «επίκτητες γεύσεις», δηλαδή κάτι που τρως μόνο εάν το έχεις συνηθίσει εξ απαλών ονύχων. Μεταξύ αυτών είναι και η φρικτή Marmite, ένα καφετί κατάλοιπο μαγιάς, το οποίο –όπως συνήθως ισχύει για τα πράγματα που δεν τρώγονται– λέγεται ότι είναι υγιεινό. Τουλάχιστον κανείς δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο για το Patum Pepperium ή την «απόλαυση των τζέντλεμεν», που αποτελείται από λιωμένες αντζούγιες και βούτυρο και είναι τόσο αλμυρό, που θα έπρεπε να χορηγείται συνοδεία αντι-υπερτασικών. Μπορεί τώρα η συνεισφορά της Γηραιάς Αλβιώνος να μην υπήρξε καταλυτική για το διεθνές γαστρονομικό γίγνεσθαι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο Λονδίνο, όπου εδρεύουν ορισμένα από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, μπορεί να φάει κανείς καταπληκτικά.

To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Ιανουαρίου, τεύχος 177.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών