Μετά και την εφαρμογή «φόρου ζάχαρης» στα αναψυκτικά από το βρετανικό υπουργείο Υγείας, εντείνεται ο πόλεμος που έχουν κηρύξει γιατροί, ιδρύματα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στις τροφές και στα ροφήματα που περιέχουν υψηλά ποσοστά ζάχαρης.
Σε πολλά από τα συσκευασμένα τρόφιμα που αγοράζουμε περιέχεται ζάχαρη, και μάλιστα σε κάποια που ούτε καν το περιμένεις: στο ζαμπόν, στο ψωμί, στα κριτσίνια, σε σάλτσες, σε προϊόντα με χαμηλά λιπαρά. Δεν έχουν όλα την ίδια περιεκτικότητα σε ζάχαρη, σε ορισμένα η ποσότητα είναι σχεδόν αμελητέα. «Πρωταθλητές» όμως αποδεικνύονται τα αναψυκτικά: ένα κουτάκι 330 ml περιέχει περίπου 7-10 κουταλάκια του γλυκού ζάχαρη! Και μάλιστα οι θερμίδες που αντιστοιχούν σε αυτά τα κουταλάκια είναι «κενές», δίνουν δηλαδή την ενέργεια χωρίς όμως να περιέχουν θρεπτικά στοιχεία, όπως βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, κ.τ.λ. Δεν μιλάμε βεβαίως για τα light αναψυκτικά ή γι’ αυτά με τις μηδέν θερμίδες.
Το βρετανικό υπουργείο Υγείας επέβαλε από τον Απρίλιο φόρο ζάχαρης: για όσα αναψυκτικά περιέχουν πάνω από 5 γραμμάρια ανά 100 ml οι εταιρείες παραγωγής θα πληρώνουν 18 πένες το λίτρο, ενώ για όσα περιέχουν πάνω από 8 γρ./100 ml θα πληρώνουν 24 πένες το λίτρο. Η ανακήρυξη του μέτρου το 2016 είχε ως αποτέλεσμα πάνω από το 50% των εταιρειών παραγωγής αναψυκτικών να αναδιαμορφώσουν τη σύνθεση των ροφημάτων, αντικαθιστώντας τα σάκχαρα με άλλες γλυκαντικές ουσίες. Και η Ένωση Ευρωπαϊκών Συνδέσμων Βιομηχανιών Αναψυκτικών ανακοίνωσε ότι δεσμεύεται να μειώσει τα προστιθέμενα σάκχαρα στα προϊόντα κατά 10% μέχρι το 2020. Μικρότερες συσκευασίες, αναδιαμόρφωση της σύνθεσης και προώθηση των προϊόντων με λίγες ή καθόλου θερμίδες είναι ανάμεσα στις πρωτοβουλίες που θα πάρουν οι βιομηχανίες αναψυκτικών.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει εκδώσει εδώ και χρόνια οδηγία, σύμφωνα με την οποία τα σάκχαρα δεν πρέπει να ξεπερνούν το 10% της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων: αν δηλαδή ένας οργανισμός τρέφεται με 1.600 θερμίδες, δεν θα πρέπει να παίρνει πάνω από 160 θερμίδες τη μέρα από σάκχαρα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια συνιστά να μην ξεπερνούν το 5% της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων. Την ίδια «επίθεση» είχαν δεχτεί τη δεκαετία του ’80 και τα λιπαρά, με αποτέλεσμα διάφορους περιορισμούς, αλλά και την ευρεία κυκλοφορία προϊόντων με χαμηλά λιπαρά. Σε πολλά από αυτά τα προϊόντα αντικαταστάθηκαν τα λιπαρά με σάκχαρα για να ισοσταθμίσουν τη γεύση, με αποτέλεσμα πολλά light προϊόντα να μην έχουν λιπαρά, αλλά να έχουν αρκετές θερμίδες.
Η «τρέλα» εναντίον της ζάχαρης δεν έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις –ακόμα τουλάχιστον– στη χώρα μας. Ίσως και να μην υπάρχει λόγος, μας λέει ο καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αντώνης Ζαμπέλας. Οι διατροφικές συνήθειες από χώρα σε χώρα διαφέρουν, και στους Έλληνες δεν παρατηρείται τόσο συχνή και ευρεία κατανάλωση αναψυκτικών σε σχέση, για παράδειγμα, με τον αμερικανικό πληθυσμό. Βέβαια, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό, αλλά θα πρέπει να αναγνωρίζουμε όχι μόνο τί, αλλά και πώς, πού και πότε τρώμε – να αναγνωρίζουμε δηλαδή τις συνολικές διατροφικές συνήθειες και πώς αυτές μας επιβαρύνουν ή μας βοηθούν να τρώμε υγιεινά. Το «μέτρον άριστον» σε ό,τι αφορά λίπη και σάκχαρα, η μεσογειακή διατροφή και η άσκηση παραμένουν τα βασικά και αδιαπραγμάτευτα όσον αφορά τη σωστή διατροφή.
Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες τον Αντώνη Ζαμπέλα, καθηγητή Διατροφής του Ανθρώπου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον Βάιο Καραθάνο, καθηγητή Φυσικοχημείας και Μηχανικής Τροφίμων στο Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, και τον Γεώργιο Μπόσκου, επίκουρο καθηγητή επίσης στο Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.