ΑΓΟΡΑ

Μισεγιάννης: Το πιο όμορφο καφεκοπτείο της Αθήνας άνοιξε το 1914

Το πρώτο καφεκοπτείο που σύστησε τον γαλλικό και τον εσπρέσο στους Αθηναίους λειτουργεί ακόμα και κάνει το Κολωνάκι να μοσχοβολάει.

17.12.2021| Updated: 06.10.2023
Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη
Μισεγιάννης: Το πιο όμορφο καφεκοπτείο της Αθήνας άνοιξε το 1914

Από τα πιο ιστορικά καφεκοπτεία της πόλης, ο Μισεγιάννης άνοιξε το 1914 και μέχρι σήμερα συνεχίζει να καβουρδίζει και να αλέθει ποιοτικό καφέ, με τις μυρωδιές του να απλώνονται μέχρι το επόμενο τετράγωνο. Πρώτα το μάτι σου θα πέσει στην παλιού τύπου κομψή επιγραφή της τζαμαρίας. Με επαγγελματισμό, ευγένεια και στυλ, η οικογένεια Μισεγιάννη λειτουργεί τα τελευταία εκατό και βάλε χρόνια το καφεκοπτείο. Ο Μισεγιάννης ήταν αυτός που σύστησε πρώτος στους Αθηναίους τον γαλλικό και τον εσπρέσο. Έγινε αγαπημένο σημείο συνάντησης συγγραφέων, πολιτικών και καλλιτεχνών. Έζησε όλη την πρόσφατη ιστορία της Αθήνας και προμηθεύει ακόμα τους κατοίκους της με την πρώτη ύλη για το αγαπημένο τους ρόφημα.

Ο ήχος από τους κόκκους του καφέ που πέφτουν και αλέθονται αρχίζει και σταματάει συνεχώς. Είναι το soundtrack στη γωνία Λεβέντη και Ηροδότου. Σε κεντρική θέση βρίσκεται ο επιβλητικός μεγάλος μύλος του ’50, που αλέθει με πέτρα τον ελληνικό. Εκατόν σαράντα κιλά μπορεί να χωρέσει! Αριστερά και δεξιά, δοχεία φύλαξης με κόκκους διαφορετικών προελεύσεων, χάλκινα κουτιά, γυάλινα δοχεία, τσουβάλια, όλα γεμάτα καφέ. Παραπέρα μηχανές καφέ-αντίκες με λουλουδάτες πορσελάνες και οι παλιοί ελβετικοί μύλοι Ditting για εσπρέσο και φίλτρου. Πίσω από τον ξύλινο πάγκο ο καφές χαρμανιάζεται για κάθε πελάτη και οι παραγγελίες ετοιμάζονται επί τόπου.

Ο κ. Γιώργος Μισεγιάννης, εγγονός του ιδρυτή του καφεκοπτείου, αφηγείται την ιστορία του: «Ο παππούς Γεώργιος Μισεγιάννης ξεκίνησε το μαγαζί. Ήταν από την Πέργαμο, Μικρασιάτης, και ήρθε το 1914 στην Αθήνα διαισθανόμενος μάλλον τι θα ακολουθούσε. Μαζί με έναν συνέταιρο άνοιξαν καφεκοπτείο στην οδό Σκουφά 3, στην Πλατεία Κολωνακίου. Μέχρι τότε, τόσο τα καφενεία όσο και οι νοικοκυρές προμηθεύονταν ωμό τον καφέ από καταστήματα γενικού εμπορίου, τον καβούρδιζαν σε ειδικά τηγάνια ή περιστρεφόμενους κυλίνδρους και τον άλεθαν σε χειροκίνητους μύλους ή τον κοπανούσαν. Τα πρώτα εξειδικευμένα καφεκοπτεία ξεκίνησαν τότε, στη δεκαετία του ‘10», λέει. Ο Μισεγιάννης έμεινε στη Σκουφά λίγα μόνο χρόνια, για να μεταφερθεί στην Πατριάρχου Ιωακείμ 4. Όταν το εκεί κτίριο -που άνηκε στην τραγουδίστρια της όπερας Αλεξάνδρα Κοτζιά-Τριάντη- κατεδαφίστηκε, το καφεκοπτείο μετακινήθηκε στη διεύθυνση όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Ο παππούς Γιώργος είχε ανήσυχο εμπορικό πνεύμα. «Τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, μετά από διαπραγματεύσεις και προσφέροντας την καλύτερη δυνατή ποιότητα καφέ, έγινε προμηθευτής των ξενοδοχείων Μεγάλη Βρεταννία και Κινγκ Τζωρτζ, του καφενείου του Ζαχαράτου -γνωστού σαν «μικρή Βουλή»- του ζαχαροπλαστείου Ζαβορίτη, του καφέ Γιαννάκη της οδού Πανεπιστημίου, του καφενείου Βυζάντιο της Πλατείας Κολωνακίου και πολλών άλλων. Την περίοδο εκείνη, αρχικά κυρίως μέσα από τη συνεργασία του με τα ξενοδοχεία, γνώρισε στην ελληνική αγορά τον γαλλικό και τον αμερικάνικο καφέ, που έπιναν στην υπόλοιπη Ευρώπη και την Αμερική», αναφέρει. «Στο Κολωνάκι υπήρχε εξωστρέφεια, μια τάση για το καινούργιο. Έρχονταν οι ξένοι στα ξενοδοχεία και επειδή έπιναν γαλλικό καφέ, κάπως έπρεπε να βρεθεί τέτοιος. Δεν υπήρχαν τότε οι εταιρείες με τα έτοιμα πακέτα και ο παππούς μου ήταν πιθανότατα ο πρώτος που έφτιαξε χαρμάνι για γαλλικό».

Και τις επόμενες δεκαετίες όμως, όταν πια το κατάστημα είχε αναλάβει ο Μιχάλης Μισεγιάννης, οι πρωτιές συνεχίστηκαν: «Τη δεκαετία του ’60 κυκλοφορούσαν εδώ πολλοί Έλληνες που είχαν πάει στην Ιταλία για σπουδές και είχαν γνωρίσει τον εσπρέσο. Ο πατέρας μου πλέον, γιατί ο παππούς είχε πια βγει στη σύνταξη, έφτιαξε χαρμάνια για εσπρέσο. Αργότερα, στη δεκαετία του ’80, πληροφορήθηκε από γνωστή του έμπορο καφέ στην Αμερική για τη μόδα του αρωματισμένου καφέ -με βανίλια, σοκολάτα κ.λπ.- και ήταν και πάλι ο πρώτος που έφερε αρωματισμένο καφέ από τη Νέα Υόρκη, το ’89», συμπληρώνει.

Μαζί με την πόλη, το καφεκοπτείο πέρασε και δύσκολες εποχές. «Το ’41, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, η ζωή άλλαξε δραματικά. Έλειπαν ακόμα και τα βασικά αγαθά. Καφές, φυσικά, δεν υπήρχε και διάφορα υποκατάστατά του, όπως το ρεβύθι και το κριθάρι, ήταν σπάνια και υπερ-πολύτιμα για την επιβίωση. Έπρεπε να βρεθεί κάποιο άλλο υποκατάστατο που να μη χρησιμοποιείται ως τρόφιμο. Τη λύση βρήκε ο Γεώργιος Μισεγιάννης, χρησιμοποιώντας το λούπινο, καρπό που ως τότε χρησιμοποιούνταν μόνο για ζωοτροφή – χοιροτροφή ως επί το πλείστον. Μετά από παρατεταμένο ξεπίκρισμα με νερό, αποξήρανση, καβούρδισμα και άλεσμα, διαπίστωσε ότι ήταν πιο κοντά στη γεύση του καφέ από οποιοδήποτε άλλο καρπό. Ξεκίνησε λοιπόν την παραγωγή. Εκείνες τις δύσκολες μέρες δεν υπήρχαν υπάλληλοι, αφού δεν υπήρχαν και χρήματα για να πληρωθούν. Στήριγμα ήταν η οικογένειά του.

Το σπίτι του στον Βύρωνα μετατράπηκε σε εργαστήρι. Όλοι βοηθούσαν: αδερφές, παιδιά, ανίψια. Το ίδιο και στο μαγαζί. Κατά διαστήματα το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία έβρισκε ωμό καφέ και τον εμπιστευόταν στον καφεκοπτείο μας για επεξεργασία, ψήσιμο και άλεσμα. Το άρωμα του καφέ που ψηνόταν ξεσήκωνε τους κατοίκους του Κολωνακίου που συχνά μαζεύονταν γύρω από το μαγαζί, παρακαλώντας ή και απαιτώντας μερικές φορές μια μικρή ποσότητα. Το να τους εξηγήσεις πως ο καφές δεν ήταν του μαγαζιού, ήταν μάταιος κόπος», αφηγείται ο κ. Γιώργος, ανακαλώντας τις ιστορίες που έχει ακούσει από τον πατέρα του. «Τότε, για να μπορέσει να κρατηθεί η επιχείρηση πουλούσε διάφορα άσχετα είδη, όπως λάδι και σαπούνι, ενώ για 3-4 μέρες το μήνα ο μεγάλος μύλος του καφέ μετατρεπόταν σε αλευρόμυλο που άλεθε σιτάρι, καλαμπόκι και άλλα δημητριακά που οι πελάτες προμηθεύονταν από την επαρχία».

Με την έλευση του ’60 οι συνθήκες καλυτέρευσαν και η πελατεία αυξήθηκε ραγδαία. «Οι πιο γνωστοί λογοτέχνες, πολιτικοί, ηθοποιοί και γενικά άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και επιχειρηματίες, πέρασαν την πόρτα του καταστήματος. Πελάτες του πατέρα μου ήταν η Κυβέλη, που έπαιρνε τηλέφωνο για να κάνει παραγγελία με τη χαρακτηριστική της φωνή, Ο Κώστας Βάρναλης, ο οποίος, αφού έπινε τον καφέ του στο απέναντι καφενείο του Θ. Φωστιέρη ερχόταν και έπαιρνε καφέ για το σπίτι, ο Μυράτ, ο Μάνος Κατράκης, η Άννα Σικελιανού, ο Ηλίας Βενέζης, ο Καραγάτσης. Ο Μάνος Χατζιδάκις, πριν πάει στο Βυζάντιο για να πιει τον καφέ του μαζί με γλυκό του κουταλιού, περνούσε να πάρει για το σπίτι τον πολύ μαύρο καφέ που του άρεσε. Χαρακτηριστική ήταν επίσης η παρουσία του Κώστα Ταχτσή και του Παύλου Μάτεσι. Υπήρχαν στιγμές που το μαγαζί θύμιζε λογοτεχνικό καφενείο». Και θρύλοι του κινηματογράφου, όμως, από τον Γιάννη Βόγλη και τον Νίκο Ρίζο μέχρι τη Μάρθα Καραγιάννη και την Ξένια Καλογεροπούλου, έκαναν εδώ τα ψώνια τους.

Ο κ. Γιώργος ο νεότερος ανέλαβε το καφεκοπτείο το ‘97: «Σπούδασα στο Πολυτεχνείο, Χημικός Μηχανικός. Όταν όμως ο πατέρας μου θα έβγαινε στη σύνταξη, κατάλαβα ότι έπρεπε να συνεχίσω εγώ». Ο ίδιος φρόντισε να το αναπαλαιώσει για να κρατήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. «Διατηρούμε το παλιό στυλ, αλλά συμβαδίζουμε με τις νέες ανάγκες, καθώς έχουμε και νεαρό κοινό μαζί με τους παλιούς πελάτες», λέει.

Ο ελληνικός καφές τους είναι από τους καλύτερους που μπορεί κανείς να βρει στην Αθήνα. «Ο ελληνικός πρέπει να γίνει πολύ ψιλός και ταυτόχρονα δεν πρέπει να καεί. Επειδή μάλιστα είναι πιο ξανθός, λιγότερο ψημένος, είναι και πιο σκληρός. Κανονικά ο κόκκος όσο καβουρδίζεται τόσο φουσκώνει και μαλακώνει. Για να τον αλέσεις λοιπόν ψιλό, πρέπει να εφαρμόσεις ακόμα μεγαλύτερη πίεση. Αν προσπαθήσεις να τον τρίψεις με μέταλλο, θα αναπτυχθεί υψηλή θερμοκρασία και θα τον κάψεις. Γι’ αυτό και τον τρίβουμε με πέτρα», εξηγεί και συνεχίζει: «Φέρνουμε γενικά καφέ Arabica, που έχει χαμηλότερο ποσοστό καφεΐνης, πιο έντονο άρωμα και πιο ωραία γεύση. Συνδυάζουμε Βραζιλία με Αιθιοπία για τον ελληνικό και Βραζιλία με Κολομβία για τον σκούρο ελληνικό, που πολλοί τον παίρνουν και για αραβικό καφέ με κάρδαμο. Για καφέ φίλτρου κάνουμε χαρμάνια επί τόπου από διάφορες προελεύσεις.

Έχουμε ένα απαλό με Κολομβία και Ονδούρα, που είναι γενικής αποδοχής. Καφέ από τη Γουατεμάλα, τη Νικαράγουα, την Κόστα Ρίκα, την Κούβα, organic από το Μεξικό. Αφρικανικούς -από Αιθιοπία, Τανζανία, Μαλάουι κ.α.- με πιο “άγριες” γεύσεις. Έναν ιδιαίτερο καφέ από την Κένυα, πολύ πικάντικο, με μεγάλη οξύτητα. Ασιατικούς από Νέα Γουινέα, Ινδονησία, Παπούα…». Και η λίστα συνεχίζεται.

Μια από τις πιο ξεχωριστές προελεύσεις που διαθέτει ο Μισεγιάννης είναι ο καφές Υεμένης, που μοσχοβολάει σοκολάτα. «Η Υεμένη είναι η πατρίδα του καφέ. Ανακαλύφθηκε στην Αιθιοπία, αλλά στην ουσία η πρώτη καλλιέργεια για εμπορική χρήση έγινε στην Υεμένη. Η μόκα, λέξη που έχει συνδυαστεί με το καφέ είναι πόλη της Υεμένης. Από το λιμάνι της Μόκα έφυγε το πρώτο εμπορικό φορτίο καφέ. Είναι ένας εξαιρετικός καφές, αν και πολύ ακριβός. Είμαστε από τους λίγους που τον φέρνουμε και τον προτείνουμε για εσπρέσο». Το κατάστημα είναι επίσης επίσημος αντιπρόσωπος του φημισμένου καφέ Jamaica Blue Mountain, ίσως του πιο ακριβού στον πλανήτη.

Το πραγματικό βασίλειο του Μισεγιάννη βρίσκεται όμως στο υπόγειο, στο εργαστήριο όπου φυλάσσονται τα τσουβάλια και γίνεται το καβούρδισμα. Μέσα από ένα σύννεφο καφέ, χαζεύουμε τη φωτιά που καίει και τους φρεσκοψημένους κόκκους που αναδεύονται για να κρυώσουν. Η ειδική πατέντα, ένας ανεμιστήρας σαν αντλία, στέλνει τους έτοιμους κόκκους από το υπόγειο στον επάνω όροφο κάνοντας φασαρία, μοσχοβολώντας μέχρι τη πλατεία.

Καφεκοπτείο Μισεγιάννης

Λεβέντη 7 & Ηροδότου, Κολωνάκι

*Οι τιμές και το μενού των εστιατορίων είναι αυτά που ίσχυαν κατά τη χρονική περίοδο συγγραφής και δημοσίευσης του άρθρου και ενδέχεται να έχουν αλλάξει.

*Τα ρεπορτάζ αγοράς και τα προϊόντα που προτείνουμε στον Γαστρονόμο είναι επιλογές των συντακτών και δεν έχουν εμπορικό σκοπό ούτε αποφέρουν διαφημιστικό έσοδο.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών