Για καιρό νόμιζα πως η κυρία Ρίτσα και η κυρία Βάσω ήταν το ίδιο πρόσωπο. Και με τις δύο χαιρετιόμασταν κάθε φορά που περνούσα από το μανάβικο της Απόλλωνος και πρόσχαρες μου γέμιζαν τις τσάντες με φρούτα και λαχανικά, πάντα με στρατηγική τοποθέτηση στη σακούλα – «Κούκλα μου, πρόσεχε αυτό μην πατηθεί! Το αβοκάντο πάνω!». Με τον καιρό κατάλαβα ότι δεν ήταν μία, αλλά δυο αδερφές που μοιάζουν σαν δίδυμες και μοιράζονται τις βάρδιες στο –μάλλον- κεντρικότερο μανάβικο της Αθήνας. Η κυρία Ρίτσα βρίσκεται εκεί το πρωί και η κυρία Βάσω από το απόγευμα μέχρι τις 2 μετά τα μεσάνυχτα.Δυό βήματα απ’ τη πλατεία Συντάγματος, ανάμεσα στα ασιατικά και τα άλλα τα μοδάτα εστιατόρια της Απόλλωνος, οι δυο τους κρατούν τα τελευταία 25 χρόνια το μικρό κατάστημα με την μεγάλη ποικιλία.
Έκτακτη ανάγκη για ντοματίνια, μπρόκολο, λάιμ ή passion fruit στις 2 τα ξημερώματα; Η «Απόλλωνος» είναι εκεί, με τη πραμάτεια απλωμένη στο πεζοδρόμιο. Τελείωσες τη δουλειά σου ή βγήκες για ποτό και στον δρόμο του γυρισμού θυμήθηκες ότι το ψυγείο σου είναι άδειο; Η Ρίτσα και η Βάσω είναι εκεί, ευγενικές και χαρωπές, πανέτοιμες να σε εξυπηρετήσουν και να σου φτιάξουν τη διάθεση, με τα κοσμητικά επίθετα να πέφτουν βροχή καθώς συστήνουν τα οπωροκηπευτικά: «Μανταρινάκια απ’ το Άργος, πεντανόστιμα. Λωτοί της Μακεδονίας, καταπληκτικοί. Ωραίο αβοκάντο, Κρήτης. Φοβερά ντοματίνια-βελανίδια, κι αυτά Κρήτης. Tο κάτι άλλο! Νόστιμα αχλάδια από τον Βόλο και τον Τύρναβο, μήλα από τη Ζαγορά, πορτοκάλια Λακωνίας. Και φρούτα του δάσους – βατόμουρα, ράσμπερι, μπλούμπερι. Και κάστανα Κρήτης, που ξεφλουδίζονται πανεύκολα. Τα βράζεις ή τα ψήνεις, κάνεις μία και φεύγει η φλούδα. Φανταστικά!».
Θα σου πιάσουν ωραία κουβέντα, γρήγορη και γλυκιά. Και όσο κοζάρεις και διαλέγεις τα φρούτα σου, το πιθανότερο είναι ότι θα πετύχεις κάποιον μάγειρα που πετάχτηκε φουριόζος για πέντε ματσάκια μαϊντανό, λίγα μανιτάρια ή ό,τι άλλο τελείωσε ξαφνικά στην κουζίνα του.
«Η επιχείρησή μας είναι οικογενειακή», εξηγεί η κυρία Ρίτσα. «Ο άντρας της αδερφής μου, της Βάσως, είναι από μικρό παιδί στη λαχαναγορά του Ρέντη. Κληρονόμησε το μαγαζί από τον πατέρα του και ξέρει καλά παραγωγούς απ’ όλη την Ελλάδα, ξέρει πού βγαίνουν τα καλύτερα στο κάθε είδος και ποια εποχή». Δεν είναι όμως αυστηρές με την εποχικότητα. Απ’ όλα φέρνουν. Έχουν και τα απλά, αλλά και τα «παράξενα», για να εξυπηρετούν τους πελάτες του κέντρου και τους επαγγελματίες της περιοχής. Κινέζικο λάχανο, μπρόκολο ρομανέσκο, μανιτάρια shimeji, φρέσκες λεντινούλες, φρέσκια βαλεριάνα, σχοινόπρασο, μάνγκο, φρούτο του πάθους… Έχουν κι ένα κατάστιχο όπου γράφουν τα ασυνήθιστα ονόματα και ανατρέχουν σ’ αυτό όταν τα ξεχνάνε.
Όσο για το ασυνήθιστο ωράριο, η κυρία Ρίτσα εξηγεί: «Παλιά κλείναμε στις επτά, όπως όλα τα μαγαζιά. Βλέπαμε όμως ότι, επειδή εκείνη την ώρα σχόλαγε ο κόσμος, η δουλειά αυξανόταν. Οπότε, αλλάξαμε το ωράριο. Είμαστε ανοιχτά από τις επτά το πρωί μέχρι τις δύο το βράδυ. Ξεκινάει η μία και το απόγευμα συνεχίζει η άλλη», λέει. Τα «ξεχασιάρικα» μπαρ έπαιξαν κι εκείνα ρόλο στη μεταμεσονύκτια λειτουργία του μανάβικου. «Η Βάσω κάνει τη βραδινή βάρδια. Συνεχώς τα μπαρ ζητάνε λάιμ, ξεμένουν από passion fruit και από δυόσμο. Μας τηλεφωνούν ακόμα και τα μεσάνυχτα. Κλειδώνει τότε η Βάσω στα γρήγορα, παίρνει το μηχανάκι και τους πηγαίνει ό,τι χρειάζονται», περιγράφει.
Στο μανάβικο-αφτεράδικο ψωνίζει όμως και απλός κόσμος τις μικρές ώρες. «Μια κυρία με τον άντρα της ήρθαν και έκανα τα ψώνια τους κανονικά στις 2 τη νύχτα. Πριν από την πανδημία περνούσαν και πολλά νέα παιδιά και αγόραζαν μπίρες, γιατί έχουμε και κάποια προϊόντα παντοπωλείου. Έτσι είναι το κέντρο. Βλέπεις τα πάντα και μας αρέσει πολύ», καταλήγει.