ΕΛΛΑΔΑ

Αγιάννης Κυνουρίας, ένα πανέμορφο χωριό γεμάτο νοστιμιές

Ο ιστορικός Αγιάννης Κυνουρίας είναι ένα καταπράσινο ορεινό χωριό όμορφο χειμώνα-καλοκαίρι, γεμάτο καφενεία, τυροκομεία, ταβέρνες και ανθρώπους με μεράκι.

19.10.2023| Updated: 16.02.2024
Κώστας Μπαλαχούτης
Φωτογραφίες: Γιάννης Κολλιός
Αγιάννης Κυνουρίας, ένα πανέμορφο χωριό γεμάτο νοστιμιές

Δυόμισι ώρες από την Αθήνα και 20 λεπτά από το φημισμένο Παράλιο Άστρος βρίσκεται ένας μικρός πέτρινος παράδεισος μέσα στα βουνά του Πάρνωνα, πνιγμένος στο πράσινο, πλημμυρισμένος από αμέτρητες κελαρυστές πηγές, σε μια πλαγιά στα 700 περίπου μέτρα, που του εξασφαλίζουν ιδανικό κλίμα. Αυτός είναι σε λίγες γραμμές ο Άγιος Ιωάννης Κυνουρίας, που αρκετοί από τους κατοίκους και τους επισκέπτες του αποκαλούν «μικρό Παρίσι», λόγω της μοναδικής ομορφιάς του αλλά και της κοσμοπολίτικης αύρας του. Είναι το μόνο χωριό της περιοχής που διαθέτει πολλαπλές πλατείες (πλατώματα) με αντίστοιχες εκκλησίες, καφενεία, τυροκομεία, ξενώνες, ταβέρνες και ένα μπαράκι που το καλοκαίρι σφύζει από ζωή. Και το σημαντικότερο, έχει πλούσια και ιδιαίτερη ιστορία που πηγάζει απ’ την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν οι Αιγινήτες αναγκάσθηκαν σε μετοίκηση στη Θυρέα (αρχαία ονομασία περιοχής της Βόρειας Κυνουρίας που περιλαμβάνει το Άστρος, το Παράλιο Άστρος, τη Μελιγού, το Χάραδρο, τον Πλάτανο και τον Άγιο Ιωάννη). Από τον 9ο και 10ο αιώνα μ.Χ. η Κυνουρία γίνεται «μικρογραφία του Αγίου Όρους» με αμέτρητα ξωκλήσια, προσκυνητάρια, και φημισμένα μοναστήρια.

Τον 19ο αιώνα ο Αγιάννης ήταν το κεφαλοχώρι της περιφέρειας. Οι κάτοικοι κατέβαιναν στα χειμαδιά, στον κάμπο της Θυρέας, μόνο για το μάζεμα της ελιάς και την παραγωγή του λαδιού. Παραχείμαζαν, λοιπόν, στα αγροτικά πρόχειρα καλύβια τους στη θέση του σημερινού Άστρους, γνωστού και γι’ αυτό το λόγο ως «Αγιαννίτικα Καλύβια». Σταδιακά μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους η χειμερινή παραμονή στα καλύβια αρχίζει να κερδίζει έδαφος και το Άστρος «γεννιέται» στη θέση τους, με αποτέλεσμα ο Άγιος Ιωάννης να μετονομαστεί και σε «Απάνω Άστρος» ή «Ορεινό Άστρος». Νωρίτερα, από τις 22 Αυγούστου έως και την 1η Οκτωβρίου του 1822 στον Αγιάννη στεγάστηκε το Κυβερνείο της Επαναστατικής Κυβέρνησης.

To καταπράσινο χωριό βρίσκεται δυόμισι ώρες από την Αθήνα.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Ξεκινώντας από το Άστρος και τις μεγάλες και μαγευτικές παραλίες του, ακολουθώντας τον ανηφορικό και φιδωτό δρόμο που σκαρφαλώνει στους πρόποδες του Μαλεβού (Πάρνωνα), αντικρίζεις μια εκπληκτική θέα όπου τα βουνά κι ο κάμπος σμίγουν με τη θάλασσα. Περνώντας τη Μονή της Παλιοπαναγιάς, που χτίστηκε τον 13ο αι., με χορηγία του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, και στη συνέχεια την ορεινή Μελιγού, ένα όμορφο χωριουδάκι, καλοφροντισμένο αλλά σχεδόν έρημο από κατοίκους ακόμη και το καλοκαίρι, φτάνεις στον Αγιάννη.

Τυροκομεία, ταβέρνες και… προσωνύμια

Στην είσοδο του χωριού συναντάς την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και προσπερνώντας το νεκροταφείο ανταμώνεις το σύγχρονο και ονομαστό τυροκομείο του Φούντα, όπου ζυμώνονται οι ομώνυμες φέτες, γραβιέρες και μυζήθρες. Εδώ στεγαζόταν παλιά το συνεταιριστικό τυροκομείο αλλά για παράδοξους λόγους, όχι και τόσο σπάνιους στη δημόσια ζωή του τόπου μας, η δουλειά δεν περπάτησε. Τότε το ανέλαβε ο ευρηματικός παντοπώλης-ταβερνιάρης «Φούντας» και η κατάσταση άλλαξε εντυπωσιακά. Τον είχα γνωρίσει τον γέρο-Φούντα, είχα αγοράσει και γευτεί τις ωραίες πραμάτειες του. Μέχρι και σήμερα την παράδοση συνεχίζει ο γιος του Τάκης. Δεν είναι εύκολη δουλειά. Αλλά υπάρχει αγάπη και μεράκι. Και, βέβαια, σταθερή ζήτηση. Ο Τάκης διατηρεί και την ομώνυμη ταβέρνα και τον παραδοσιακό ξενώνα με τα ιδιαίτερα φροντισμένα δωμάτια, κάθε ένα από τα οποία έχει τη δική του ονομασία και τη δική του ξεχωριστή διακόσμηση.

Με ταβέρνα, ξενώνα και τυροκομείο, ο Φούντας είναι ιδιαίτερα γνωστός στην περιοχή.
Απέναντι απ’ το χώρο του δίπατου εστιατορίου-ξενώνα βρίσκεται το παλιό παντοπωλείο –πλέον πωλητήριο τυριών– με τη μαγική βεράντα του.
Η ταβέρνα διαθέτει και τζάκι για τα βράδια του χειμώνα.

Στο εστιατόριο του ξενώνα οι νοστιμιές δίνουν και παίρνουν, το ίδιο και το κρασί από το μεγάλο βαρέλι του. Εκεί, χειμώνα και θέρος στήνονται μεγάλα γλέντια, μιας και ο ίδιος ο Φούντας είναι γλεντζές με δική του κοψιά. Το φετινό βράδυ της Παναγίας είχε έρθει μουσικό συγκρότημα και στον δρόμο στήθηκαν τραπέζια και χοροί. Μιλάμε για την βασική οδό που οδηγεί στο διάσημο Μοναστήρι της Μαλεβής, με μόνιμο θρησκευτικό τουρισμό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και συνεχίζει για το κεφαλοχώρι του Άγιου Πέτρου, σε υψόμετρο περίπου 1.000 μέτρων. Από εκεί η στράτα αυτή κατηφορίζει και οδηγεί προς την Τρίπολη. Μερικά αυτοκίνητα που τόλμησαν να περάσουν όχι μόνο δεν διέκοψαν τη γιορτή, αλλά περίμεναν υπομονετικά τις αναγκαίες «μετακινήσεις». Οι επιβάτες τους γεύτηκαν μεζέ και κρασί και ύστερα από αρκετό διάστημα συνέχισαν τη διαδρομή τους.

Το τυροπιτάρι του Φούντα.

Η χορταστική χωριάτικη και το τζατζίκι δεν λείπουν από κανένα τραπέζι.

Τα κρεατικά δίνουν και παίρνουν.

Να τρως καλοψημένα κρέατα, αγορασμένα από χασάπικα της ευρύτερης περιοχής, και να απλώνεται μπροστά σου η πράσινη γαλήνη του βουνού. Παϊδάκι κοτόπουλο και αρνί, μπριζόλες της ώρας, λουκάνικο χοιρινό καπνιστό και λουκάνικο προβατίνας, χωριάτικη χορταστική, πατάτα χειροποίητη, τηγανόψωμο, τυροπιτάρια και βέβαια τυριά… Ο «Φούντας» αρνιέται πεισματικά να κάνει τη γραβιέρα του σαγανάκι. Το θεωρεί ιεροσυλία. «Δεν ξέρω πως μας κόλλησαν το… Φούντας. Το όνομά στην πέτρινη επιγραφή του ’50 είναι Αλουπογιάννης. Όμως στην περιοχή τα παρατσούκλια δίνουν και παίρνουν. Αν μας φωνάξεις με το κανονικό μας επίθετο, δεν θα συνεννοηθούμε ποτέ. Δεν θα γυρίσει άνθρωπος να σε κοιτάξει.», λέει ο Τάκης, εξηγώντας το όνομα και συνεχίζει: «Ο πατέρας μου δραστηριοποιήθηκε εδώ απ’ εκείνα τα χρόνια, όταν το χωριό έσφυζε από ζωή. Συνέχισε κι έφτασε να τον… αναφέρει ακόμη κι ο “Ακάλυπτος”, ο Αντώνης Καφετζόπουλος –να, τα παρατσούκλια που λέγαμε– στη σειρά “Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή”. Εγώ απέκτησα εμπειρίες στην εστίαση δουλεύοντας σε καφετέριες και μπαρ του Άστρους και σιγά σιγά, μεστώνοντας, ανέβηκα προς τα πάνω, εδώ στα ψηλά. Έχουμε σταθερή πελατεία στον ξενώνα, στην ταβέρνα αλλά και στο τυροκομείο. Στον ξενώνα καταλυτικό ρόλο είχε η πρώην σύζυγός μου Αθανασία. Έρχονται για κυνήγι, για τα μοναστήρια, τα μονοπάτια του Πάρνωνα, για τους διπλανούς, στα τέσσερα χιλιόμετρα περίπου, καταρράκτες της Λεπίδας, είναι ονειρεμένο μέρος. Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον καλοκαιρινό Αγιάννη. Όμως δεν μπορείς να φανταστείς τη μαγεία του χειμώνα σε ένα τέτοιο μέρος».

Η περίφημη ταβέρνα του Καραματζάνη.
Το κρέας που ψήνουν στα κάρβουνα έρχεται κατά κύριο λόγο από τα δικά τους κοπάδια.
Το αρνίσιο παϊδάκι είναι αναμφισβήτητα η σπεσιαλιτέ, υπάρχουν όμως πολλές ακόμη επιλογές σε κρεατικά.

Κολλητά με το μπαλκόνι του Φούντα υπάρχει ο ξακουστός Καραμαντζάνης. Παντοπωλείο-ταβέρνα με τέσσερα πέντε τραπεζάκια, παλιό αλλά αποτελεσματικότατο ψυγείο-βιτρίνα και ξυλόσομπα, και δίπλα απλόχερη η αίθουσα με το μαγειρείο-ψησταριά. Στο λειτουργικό κατώι, ο Γιάννης, η ψυχή του μαγαζιού, άνθρωπος που σε κερδίζει με την ηρεμία, την εξυπηρέτηση, τη γενναιοδωρία και την καλή καρδιά του, τεμαχίζει τα κρέατα. Όσο για τον εξωτερικό χώρο, είναι ατελείωτος και ανεπανάληπτος: ένα πλάτωμα που χωράει ίσαμε 200 και 300 ακόμη άτομα, μες τα δέντρα, δίπλα στην εκκλησία και το νεόχτιστο συντριβάνι. Γάμοι, βαφτίσια, πανηγύρια αλλά και πένθιμα τραπεζώματα γίνονται εκεί. Ο Καραμαντζάνης έχει ό,τι και ο Φούντας, αλλά και κάμποσα ακόμη κομβικά εξτρά. Πρώτα απ’ όλα τα αρνιά και κατσίκια είναι δικά του. Τα υπόλοιπα είναι συνεργατών βοσκών. Κερδίζει τη μάχη με τον Φούντα στο αρνίσιο αλλά χάνει στο κοτόπουλο παϊδάκι, ειδικά όταν το τελευταίο είναι από μπούτι. Μη λησμονήσω να αναφέρω πως στη σχάρα «κεντάει» ο έμπειρος πολυμάστορας Μιχάλης Άρχοντας.

Αυτή η ταβέρνα του Αγιάννη διαθέτει το βραστό που σε κάνει αθάνατο. Ζουμί με ντελικάτο λάδι, έντονο θυμάρι και ρίγανη στο βαθύ πιάτο, κρέας σαν αφρός μεστός για να παραχορτάσεις στην πιατέλα. Το μελωμένο μεδούλι δεν ξεχνιέται με τίποτα, ενώ έχει και χοντρό κοκκινιστό που το συνοδεύεις με πατάτα ή μακαρόνι τρυπητό καθώς και λεμονάτο χοιρινό. Ο Καραμαντζάνης όχι μόνο δεν απαρνιέται το σαγανάκι αλλά το ‘χει και καύχημά του. Βλέπετε μιλάμε για τον πιο δυνατό τυροκομικό παίκτη της ευρύτερης ζώνης. Το τυροκομείο του διοχετεύει τα καλούδια του και στα υπόλοιπα χωριά καθώς και σε επιλεγμένες γωνιές της πατρίδας μας, ενώ διαθέτει και πρατήριο στο Άστρος αλλά και στο Βύρωνα στην Αθήνα. Κάθε γραβιέρα, κάθε μυζήθρα έχει την ημερομηνία της. Ειδικά οι «αναπαμένες» ανταγωνίζονται ανάλογες εγχώριας και παγκόσμιας κλάσης και φήμης. Υπάρχει και φρέσκια μυζήθρα και γιαούρτι… γιαούρτι!

Στο ψυγείο του Καραμαντζάνη στέκονται στη σειρά τα δικά του τυριά, τα οποία έρχονται και μέχρι την Αθήνα.
Το πλάτωμα όπου στήνει τα καλοκαίρια τα τραπέζια του ο Καραμαντζάνης, ανάμεσα στα δέντρα.

«Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκινήσαμε. Μικρό το μαγαζάκι, ταπεινή η ποσότητα στα τυριά και φτάσαμε εδώ που είμαστε», λέει ο Γιάννης Καραμαντζάνης. «Ο αδελφός μου ο Γιώργος στο τυροκομείο, εγώ στο μαγαζί και όχι μόνο. Βήμα βήμα, μέρα τη μέρα, επεκταθήκαμε. Ζήτηση υπάρχει, χέρια δεν υπάρχουν… Συμβαίνουν και τα απρόοπτα, όπως όταν ξεκινήσαμε να επεκταθούμε σε πιο μεγάλες αλυσίδες και καταλήξαμε να πληρώνουμε κι απ’ την τσέπη μας στο τέλος. Ευχαριστημένοι είμαστε, προσωπικά δεν θα άλλαζα τίποτα σε αυτή την πορεία. Μας εκτιμάει ο κόσμος, μας σέβεται, μας προτιμάει, το ίδιο κι εμείς. Είναι ανταποδοτική η σχέση. Αν δεν δώσεις, πως θα πάρεις;» Συνεχίζει μιλώντας για τον τόπο του: «Το χωριό αυτό είναι ευλογημένο. Η θέση του, το κλίμα του το φανταστικό. Όσοι έρχονται κολλάνε… Τα περισσότερα σπίτια είναι “ξένων” που το ερωτεύτηκαν. Και οι ντόπιοι όμως φροντίζουν τη ρίζα τους και τις κληρονομιές τους. Και θα έρθουν και θα τηρήσουν τα πατροπαράδοτα. Το χειμώνα έχουμε λίγους μόνιμους αλλά οι έκτακτοι είναι πάρα πολλοί, γι’ αυτό και κάμποσες ημέρες την εβδομάδα είμαστε ανοικτά, ακόμα και σε ζόρικες συνθήκες. Το καλό φαγητό και το καλό κρασί ήταν και θα είναι πάντα ζητούμενο για καλοφαγάδες και όχι μόνο».

Ο Καραμαντζάνης φροντίζει και για το δικό του κρασί. Παράλληλα φτιάχνει και τσίπουρο και παλαιωμένο απόσταγμα για τους «μυημένους». Ομοίως και ο «Φούντας». Ο Γιάννης και ο Τάκης άλλωστε είναι φίλοι. Κατά τη διάρκεια της κάθε βραδιάς ο ένας πετάγεται στον άλλον για ένα σφηνάκι –τσίπουρου φυσικά– και δυο κουβέντες-στιγμές αποσυμφόρησης.

Παίρνω τον δρόμο προς τα πίσω… Σε αντίθετη κατεύθυνση, κολλητά με τον ξενώνα-εστιατόριο του Φούντα βρίσκεται το «Αγιαννίτικο». Μέσα κι έξω αίθουσα με σουβλάκι τυλιχτό, πατάτα σπιτική αλλά και άλλους μεζέδες που ποικίλλουν ανά βραδιά. Εντύπωση μου έκανε η σαλάτα με μανούρι…  Στρίβω αριστερά, κατεβαίνω τα πέτρινα σκαλιά, συνεχίζω στο πέτρινο δρομάκι, και μπροστά μου απλώνεται η Πλατάνα –όνομα και πράγμα–, στην κεντρική πλατεία με το μεταβυζαντινό ναό του Άη Γιώργη, που στολίζεται στο εσωτερικού του με τις τοιχογραφίες του Αγιαννίτη ιερέα και ζωγράφου Γεωργίου Κουλιδά. Ταβέρνα στη μια μεριά, η Πλατάνα, και μπαράκι στην άλλη, ο Σούπας –δεν γλιτώνουμε από τα προσωνύμια– κάτω απ’ τη δροσιά των μεγάλων πλατανιών, προσεγμένοι μεζέδες, τσίπουρα, μπύρες και κρασί αλλά και καλαμάκια το βράδυ για τους μικρούς και όχι μόνο φίλους αλλά και μαγειρευτά και ό,τι λαχταρά η καρδιά σου. Αν σε όλα αυτά προσθέσεις την όλη φάση μέσα στα βουνά τότε αντιλαμβάνεσαι γιατί η Πλατάνα και το μπαράκι του Σούπα είναι γεμάτα κόσμο, πρωί – βράδυ. Μάλιστα, το τελευταίο το καλοκαίρι, κινείται και ως «after hours» στέκι αποτελώντας τόπο συγκέντρωσης για νεολαία, μερακλήδες και ξενύχτηδες.

Το Αγιαννίτικο είναι μια ακόμη ταβέρνα του χωριού.

Είμαι σε δίλημμα. Να κατηφορίσω ή να ψευτοανηφορίσω; Τελικά παίρνω τον δεύτερο πλακόστρωτο δρόμο με κατεύθυνση προς το Άστρος. Στα «σκάρτα» 80 μέτρα πέφτω πάνω στο Κουτρί, ένα αλσύλλιο μοναδικής ομορφιάς, με σπάνια μαύρα πεύκα, γήπεδο μπάσκετ και παιδική χαρά με χορηγία του ιδρύματος Αθανασίου & Μαρίνας Μαρτίνου. Εδώ γίνονται οι καλοκαιρινές αθλητικές εκδηλώσεις με την επιμέλεια της γυμνάστριας Γεωργίας Αλουπογιάννη και την αρωγή του συζύγου της Δημήτρη Μανταλόβα που μαγνητίζουν πιτσιρακαρία, εφηβεία και μεγαλύτερους επιβλέποντες. Στον χώρο αυτό δίνονται και λαϊκές συναυλίες, όπως πριν λιγοστά χρόνια αυτή του Γιώργου Μαργαρίτη.

Διακρίνεται η εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή της περίφημης Σχολής Καρυτσιώτη που μόνη αυτή σώθηκε μετά την πυρπόληση του Ιμπραήμ στις 30 Ιουλίου του 1826. Η Σχολή είχε ιδρυθεί από τον Δημήτριο Καρυτσιώτη, ευεργέτη της περιοχής, ξενιτεμένο στην Τεργέστη, που διέπρεψε στο εμπόριο. Λειτουργούσε ως διδακτήριο – οικοτροφείο και από το 1798 με μαθητές από ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ως παράρτημα της Σχολής του Αγιάννη το 1805 ιδρύθηκε δεύτερη Σχολή στα Αγιαννίτικα Καλύβια (Άστρος) όπου σήμερα στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους.

Στο Κουτρί λειτουργούσε καφετέρια – μεζεδοπωλείο ιδιοκτησίας Νίκου Γαρδικιώτη, γνωστού κατά την Αγιαννίτικη νόρμα ως «Καβούρη». Κάποια στιγμή, σχετικά πρόσφατα, πέρασε χωρίς να ευδοκιμήσει στα χέρια ενός άλλου Νίκου, του Διαμαντόπουλου, ο οποίος είναι και τραγουδοποιός αλλά και ιδιοκτήτης του πολύχρονου γνωστού καφέ μπαρ Καταφύγιο στο Παράλιο Άστρος, που κατά στιγμές λειτουργεί και ως μουσική σκηνή, φιλοξενώντας σημαντικούς καλλιτέχνες. Ο Γαρδικιώτης πάντως μας υποσχέθηκε ότι του χρόνου το Κουτρί θα ξανανοίξει. Υπόψιν, εκεί έχουν δώσει παραστάσεις ονόματα όπως ο Ανδρεάτος, ο Μπαλάφας μέχρι και ο «πολύς» Μαργαρίτης, αλλά και τζαζ σχήματα ενώ φιλοξενούνταν και κινηματογραφικές προβολές.

Τα τραπέζια της Πλατάνας.

Απέναντι ακριβώς είναι ο ξενώνας Άμπελος με πέτρινα δωμάτια και διαμερίσματα. Άλλωστε όλος ο Αγιάννης είναι γεμάτος από αναπαλαιωμένα πέτρινα κτίσματα. Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ για μια ακόμη στιγμή στην αντίστροφη πορεία. Ξανά Πλατάνα και Σούπας και δρομολόι κατηφορικό αυτή τη φορά.

Δροσίζω τα χείλη μου στην καμαρόσκεπη πηγή Πηγαδάκι και φτάνω στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου με τα θεόρατα υπεραιωνόβια πλατάνια και το άφθονο νερό, που ρέει κάτω από την τετρακάναλη πηγή και καταλήγει σε μια μεγάλη στέρνα και ποτίζει τα περιβόλια. Μέχρι και το 1960 περίπου κινούσε τέσσερις νερόμυλους, γεγονός ενδεικτικό της ζωής και της κίνησης που είχε ο τόπος. Εδώ, μέσα στα πλατάνια και τα νερά, κάποιες χρόνιες έκανε τη μουσικοχορευτική του εκδήλωση ο Πολιτιστικός Σύλλογος του Αγιάννη.

Ξαναπιάνω την ανηφόρα, δροσίζομαι στην πηγή Σουληνάρι, και φτάνω στην πλατεία απ’ όπου περνά ο κεντρικός δρόμος που διασχίζει την περιοχή. Εδώ είναι χτισμένος ο Ναός της Παναγίας, πάνω στα θεμέλια παλαιότερου που κατέστρεψε ο Ιμπραήμ. Η θέα από αυτό το σημείο είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Ένα τελευταίο τσίπουρο στην «κολλητή» ταβέρνα του Καραμαντζάνη και… πάλι από την αρχή!

Μαγειρεία - Ταβέρνες

Σουβλάκια

Αρκαδία

Πελοπόννησος

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών