«[…] Καταραμένε κάπελα / και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί / και πίνω απ’ το ξανθό και πίνω από το κόκκινο / κι από το γιοματάρι κι από το σώμα το τραχύ / πίνω και δεν μεθώ […]» γκρίνιαζε ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1924) στο ποίημά του Νερωμένο κρασί. Αλλά και ο κυρ Αλέξανδρος (1851- 1911), ο συγγραφέας που συνδέθηκε όσο κανείς άλλος με τη ζωή της αθηναϊκής ταβέρνας, μας χάρισε κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του γράφοντας πάνω σε χαρτιά περιτυλίγματος στην μπακαλοταβέρνα του Καχριμάνη στου Ψυρρή. Στο διήγημά του Ο Αμερικάνος, που πρωτοδημοσιεύθηκε τα Χριστούγεννα του 1891, περιγράφει όχι μόνο τις αναμενόμενες «περιποιήσεις» του κάπελα, αλλά και τις συνθήκες εργασίας του μικρού παιδιού που εκτελούσε χρέη σερβιτόρου: «Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχη ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι».

«Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπό τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπό ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου […]».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤο κατάστημα διαθέτει ζωντανή μουσικήΤο κατάστημα διαθέτει ζωντανή μουσική Πρωτοπόρος στην εποχή του κι ο Δημοσθένης Βουτυράς (1879-1958), στο διήγημά του Ο θησαυρός ζωντανεύει την παθολογία του κατατρεγμένου μπεκρή αλλά και του αδιόρθωτου γλεντζέ: «Για τον Παλούκη η ταβέρνα του Καρότη ήτανε ο παράδεισος. Εκεί όταν βρισκότανε, ενώ ήτανε σκυθρωπός, αμίλητος, άλλαζε, το σκυθρωπό χανότανε απ’ τη μορφή του, η ματιά του η άψυχη έπαιρνε ζωή και γινόταν όλος γέλιο και ομιλία. […] Και όσο ερχόταν η μισή γεμάτη απ’ το κιτρινωπό κρασί, τόσο η ευθυμία δυνάμωνε, και μόνο κάποτε, σα να ξυπνούσε ή να έβγαινε έξω απ’ την ευτυχία του, του ερχότανε λύπη πως αύριο, όλη την ημέρα, θα ήτανε μακρυά απ’ εκεί, απ’ την ταβερνούλα […]».

Μια ταβέρνα εκκλησιά για τους αυτόχειρες Λαπαθιώτη (1889-1944) και Καρυωτάκη (1896-1928) ήταν αυτή του Γιώργη Μιχαλάκου, του επιλεγόμενου κουλού, στα Εξάρχεια, όπου ο Λαπαθιώτης σύχναζε για το κρασί ή για λίγη ζεστασιά στα τελευταία του. «Για τον ποιητή!» σήκωναν τα ποτήρια τους και τον κερνούσαν οι θαμώνες, αυτόν που κάποτε είχε ευεργετήσει με την περιουσία του τη φτωχολογιά κι αυτός μπορεί και να σιγομουρμούριζε το ποίημά του Νυχτερινό κέντρο: «Τώρα που παίζει το βιολί κι έχομε πιει τόσο πολύ, που μ’ έναν έρωτα τρελό σα να ’μαστε δεμένοι, σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά να ζαλιστώ, μέσ’ στ’ όνειρό σου να κλειστώ. Το μόνο που μου μένει. Γιατί αν λείψει το κρασί και φύγεις άξαφνα κι εσύ και βουβαθεί και το βιολί με τον γλυκό βραχνά του, μεσ’ στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σα τον ουρανό, θ’ ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου».

Κι ίσως στο ίδιο ταβερνάκι να εμπνεύστηκε ο Καρυωτάκης το πολύ γνωστό στιχάκι από το ποίημά του Σε παλαιό συμφοιτητή: «Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο / που επίναμε για να ξαναζητήσω. Θα λείπεις, το κρασί τους θα ’ναι αλλιώτικο, /όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω […]».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΓράμμα σε έναν νέο ταβερνιάρηΓράμμα σε έναν νέο ταβερνιάρηΙερός ο τόπος της ταβέρνας και για τις λογοτεχνικές συντροφιές, είτε μιλάμε για του Ψαρά είτε για τον Πλάτανο στην Πλάκα, έξω στις μυρωδάτες με τα γιασεμιά αυλές, αλλά και στριμωγμένοι στα πατάρια με λίγο μεζέ, ρετσίνα και κοκκινέλι: Σεφέρης, Θεοτοκάς, Παπανούτσος, Κατσίμπαλης, Καραντώνης, Πικιώνης και τόσοι άλλοι. Όμως, όσο και να πληθαίνουν οι μεταπολεμικές μαρτυρίες γι’ αυτά τα περιώνυμα στέκια, τόσο λάμπει διαμάντι αχάρακτο το απόσπασμα από τη Χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (1911-1980) για εκείνο το «καρβουνιάρικο του Θανάση», που μπορεί να είναι και το ξακουστό Δίπορτο στη Βαρβάκειο, όπου σύχναζε ο Βάρναλης, αλλά και κάποιο άλλο κολωνακιώτικο στέκι, γιατί πού αλλού θα έμενε μια Φλώρα; Η Φλώρα!

«[…] όταν κατέβηκα τα πρώτα σκαλοπάτια του καρβουνιάρικου, η δροσιά του, που μύριζε κρασίλα και δαδί, μου φάνηκε βάλσαμο […]», κι αφού χαιρέτησε τον Βάρναλη με έναν μοιραίο τρόπο, ένας από τους μοιραίους κι αυτός, αναγνώρισε «[…] δυο γυναικεία πόδια που […] φορούσαν κάτι ξεχειλωμένες παντόφλες, και είπα λάθος κάνω. Ήμουν κόντρα στο φως και δεν μπόρεσα να δω λεπτομέρειες […]. Ήταν η Φλώρα. Τυλιγμένη σ’ αντρικό αδιάβροχο, με παντόφλες, ξεμαλλιασμένη, και κρατώντας μια νταμιτζάνα. Εγώ πάγωσα. Εκείνη έφτασε στο πρώτο σκαλοπάτι, το φως κατέβαινε από την πόρτα και το παράθυρο και την έλουζε ολόκληρη […], γύρισε καταπάνω μου ένα πρόσωπο ζαρωμένο από τον πόνο, άνοιξε ακόμα πιο πολύ τα βουρκωμένα μάτια της, μέσα τους σάλεψε σαν αστραπή μια υποψία τρέλας κι απέραντη απορία. Γύρισε τη ράχη κι άρχισε ν’ ανεβαίνει αργά και με κόπο σφίγγοντας στην αγκαλιά της, σα να κρατούσε μωρό, την νταμιτζάνα […]» *.

Κι αν θα θέλαμε να πούμε την ιστορία μας κι αλλιώς, στα χνάρια του ταβερνόβιου Θωμά Γκόρπα, τότε λοιπόν ο ταβερνιάρης θα κατέβαζε τον δίσκο με τον Τσαουσάκη από το πικάπ, θα έπιανε μια καρέκλα και ένα κιλό κρασί και θα καθόταν στο τραπέζι μας. «Από τα ανοιχτά πορτοπαράθυρα έμπαιναν δροσιά κι ήχοι μακρινοί των παιδικών μας χρόνων […]» **. Ο επιλοχίας θα μοίραζε έναν γύρο τσιγάρα και θα άρχιζε να λέει. Να λέει την ιστορία μας από την αρχή και εις υγείαν!

* Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, δέκατη έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 216-219.
**Θωμάς Γκόρπας, Όπως τα είπε ο μόνιμος επιλοχίας, διήγημα από τη συλλογή Περνάει ο Στρατός, Εκδόσεις Πορεία.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 203.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών