Στο τραπέζι μου έχω έναν φάκελο με τα εισιτήρια της επιστροφής, αμοργιανή ξινομυζήθρα, κοπανιστή και μελίπαστο κι ένα καραφάκι με ρακή. Κάθε φορά τα ίδια. Βαλτοί είναι, σκέφτομαι, και κάπως αρχίζει στο μυαλό μου να περιπλέκεται η κατάσταση.
Μήπως να καθίσω μία μέρα ακόμα; Μήπως να πάω και για ένα μπάνιο στη Γραμβούσα, που δεν πρόλαβα; Κι αν όμως βγάλει καιρούς και ξεμείνω όπως την προηγούμενη φορά, που έδεσαν τα πλοία για τέσσερις ημέρες συνεχόμενες, κι ύστερα δεν βρήκα εισιτήρια κι έμεινα κι άλλο…
Φάκα είναι το μαγαζί του Πρέκα. Συμπαιγνία αμοργιανή. Μα πού το έχεις ξαναδεί πρακτορείο εισιτηρίων και καφενές και ζυθεστιατόριο μαζί; Κάθε φορά οι ρακές πληθαίνουν, τα τυριά τα διαδέχονται ρεγκοσαλάτες, χταπόδια, κεφτεδάκια, καβουρμάδες και μουσακάδες, αρχινάνε ιστορίες για μωσαϊκά που στρώθηκαν το ’65, για τον Κώστα Πρέκα, τον μορφονιό εξάδερφο του Νίκου, για τον θρυλικό καπετάν Σκοπελίτη, για βιολιά και λαγούτα.
Κάθε φορά αλλάζουμε τα εισιτήρια, τα πλοία έρχονται και φεύγουν, και στο τέλος, κάθε φορά, μεθάμε και κολλάμε απ’ τα ρακόμελα.