Στην οδό Ολύμπου ξεχώριζε από τα διπλανά του κτίρια, κυρίως μονοκατοικίες και δύο τρία διώροφα. Φαρδιά μαρμάρινα σκαλιά, διπλή ξύλινη πόρτα ει- σόδου, μια μεγάλη, καλοσχεδιασμένη ταμπέλα με άσπρα γράμματα σε μπλε βαθύ φόντο: 3ο Δημοτικό Σχολείο Δάφνης.

Αυστηρά συμμετρικό, από ένα ημιυπόγειο εκατέρωθεν της πρόσοψης και μια βαριά διπλή πόρτα από σφυρήλατο σίδερο σε κάθε γωνία του κτιρίου να οριοθετεί τους διαδρόμους που οδηγούσαν στο προαύλιο και άνοιγαν με το τελευταίο κουδούνι του εξαώρου. Μπαίνοντας στο κτίριο, υπήρχαν αριστερά και δεξιά από μία αίθουσα, καθεμία με τρεις σειρές ξύλινα διπλά θρανία στοιχισμένα προσεκτικά, μία έδρα στο κέντρο τους και έναν πίνακα που ήταν βαμμένος με ένα γαλακτώδες κυπαρισσί, όπως και τα θρανία. Μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε στους δύο επάνω ορόφους, με δύο αίθουσες πάλι ο καθένας και στον δεύτερο, επιπλέον, το γραφείο των δασκάλων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤο γιασεμί της ΣμύρνηςΤο γιασεμί της Σμύρνης

Όλες οι αίθουσες είχαν μεγάλα παράθυρα στην μπροστινή όψη του κτιρίου και τα θρανία, που είχαν το φως στην πλάτη, κοιτούσαν τον τοίχο με την έδρα και τον πίνακα, διασφαλίζοντας την απερίσπαστη προσοχή των μαθητών. Στο ισόγειο υπήρχε και άλλη μία, πίσω πόρτα, που οδηγούσε στη βεράντα της αυλής. Εκεί στέκονταν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες και έδιναν τα παραγγέλματα για στοίχιση, προσοχή, προσευχή, έπαρση και υποστολή της σημαίας, ανάπαυση. Ο ιστός της στεκόταν ακλόνητος και καμαρωτός στο κέντρο της βεράντας.

Πέντε σκαλοπάτια οδηγούσαν στην αυλή, που ήταν στρωμένη με τσιμέντο. Από την αυλή έμπαινε κανείς και στις δύο ημιυπόγειες αίθουσες, στις οποίες, όπως μου είχε πει η μάνα μου, που είχε τελειώσει και η ίδια το Δημοτικό εκεί, κατά τη διάρκεια της Κατοχής «φιλοξενούνταν» Ιταλοί αιχμάλωτοι των Γερμανών. Έτσι, η μάντρα της αυλής ήταν στο πάνω μέρος της σπαρμένη με σπασμένα γυαλιά, ώστε να αποτρέπει επίδοξους φυγάδες και αργότερα επίδο- ξους κοπανατζήδες.

Στο τρίτο Δάφνης βρέθηκα και εγώ γεμάτος ενθουσιασμό, καθώς δεν είχα πάει, όπως κανένα από τα παιδιά της γειτονιάς, νηπιαγωγείο. Η πρώτη μέρα της «ακαδημαϊκής μου πορείας». Έκτοτε δεν νομίζω πως έχει περάσει μία μέρα χωρίς εκπαίδευση. Ακολούθησαν γυμνάσιο, λύκειο, σχολές και πολλές και διάφορες δουλειές, άλλες απλήρωτες και κάποιες κα- λοπληρωμένες. Κάποιες από αυτές τόσο καλά σχολεία ήταν, που θα έπρεπε μάλλον να πληρώνω.

Και να που ήρθε η ώρα να κρεμάσω τα παπούτσια μου, να εγκαταλείψω τα θρανία του τελευταίου μου σχολείου, που δεν είναι άλλο από τον «Γαστρονόμο». Δεκαέξι χρόνια πέρασαν από τη μέρα που συμφώνησα να συνεργαστώ και, παρά το ότι αποτελεί τη μακροβιότερη επαγγελματική μου σχέση, το σίγουρο είναι πως δεν σκέφτηκα ποτέ να κάνω κοπάνα, πως κάθε μέρα γύριζα σπίτι μου νιώθοντας κερδισμένος. Όλα τα καλά έχουν ένα τέλος. Έτσι κι εγώ θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους αυτούς και αυτές με τους οποίους συμπορεύτηκα, συνεργάστηκα, συν-μορφώθηκα και μοιράστηκα αγωνίες, χαρές και λύπες. Αυτούς και αυτές που αποτελούν πια μέλη της μεγάλης μου οικογένειας. Και με τη θετική τους αύρα αρωγό θα επιχειρήσω να συνειδητοποιήσω το δεύτερο μεγάλο αίνιγμα της ζωής μετά τη γέννηση, το γιατί και το πώς εγώ βρέθηκα εδώ τώρα.

Έχετε γεια.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 197.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών