κεφτέδες, ψαράκια ως μεζέ για το ούζο και κάποια μαγειρευτά.
Τα παλιά λατομεία στα νταμάρια του Γαλατσίου έδωσαν δουλειά σε πολλούς κατοίκους της επαρχίας που έρχονταν να βρουν την τύχη τους στην Αθήνα μεταπολεμικά. Οι γειτονιές εκεί κοντά, στην πραγματικότητα σκόρπια σπίτια μπροστά σε χωματόδρομους, έγιναν συνοικίες από νησιώτες, έπιανε ένας σπίτι, έστελνε γράμμα ότι τακτοποιήθηκε και έφτανε κι άλλος συντοπίτης, νοίκιαζε απέναντι, κι ύστερα άλλος, και ούτω καθεξής. Εκεί, ανάμεσα σε χαμηλά σπιτάκια, δύο ξαδέρφια από την Άγρα της Λέσβου, ο Βασίλης και ο Δημήτρης Ταστάνης, έφτιαξαν το καφενείο τους το 1965. Το μαγαζί είχε δουλειά, αλλά δεν στέριωνε με κανέναν από τους ιδιοκτήτες που το λειτούργησαν μέχρι το 1987. Τότε περνάει ξανά σε Λέσβιους από την Άγρα. Ο Παναγιώτης Κακαρώνης το παίρνει μαζί με τον Στράτο Κιουβρέκη και αρχίζουν να σερβίρουν τα βασικά:





|
|
γαύρος και μαριδάκι ήταν τα σίγουρα, ενώ τρεις φορές την εβδομάδα έβαζαν ψησταριά για χταπόδι και σαρδέλες για τους πελάτες τους που ήταν –μέχρι πρόσφατα– αποκλειστικά άνδρες, οι οποίοι έβλεπαν μπάλα και έπαιζαν τάβλι και κανένα χαρτάκι, καφενείο κανονικό. Σήμερα τα τραπέζια στο «Λέσβιον» είναι γεμάτα από κάθε λογής κόσμο, πολυμελείς οικογένειες με παιδιά και παππούδες που θα έρθουν για το φρέσκο ψάρι τους, παρέες με πιτσιρικάδες που έρχονται για ούζο και μεζέ, ζευγάρια που έχουν βρει εδώ το καταφύγιό τους. Η ίδια η γειτονιά έχει αλλάξει, τις μονοκατοικίες αντικατέστησαν πολυώροφες πολυκατοικίες, το πάρκινγκ είναι δύσκολο, οι κατηφοριές σχεδόν κάθετες. Και όμως, εκεί, ο μαέστρος στο τηγάνι και στη σχάρα Παναγιώτης και γιος του Περικλής, που χαμογελάει θερμά και ζεσταίνεται η σάλα, έχουν βρει τον τρόπο τους και μέχρι και το χταπόδι στεγνώνουν στις ηλιαχτίδες που ξετρυπώνουν ανάμεσα στα μπετά.
Δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια όταν στη δουλειά μπήκε και ο Περικλής, γιος του Παναγιώτη, που βοηθούσε από 15 χρονών τα βράδια στο μαγαζί. Το τηγάνι δεν έλειπε καθημερινά:

![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |


Με εγκάρδιο καλωσόρισμα, σβέλτη εξυπηρέτηση και σταθερά καλό φαγητό, μαγειρεύουν σε μια κουζίνα λιλιπούτεια. Η σουπιά εκτός από ψητή γίνεται και κοκκινιστή με μελιτζάνα, φοβερό πιάτο. Καλαμάρι και θράψαλο αξίζει να τα δοκιμάσετε και στο τηγάνι αλλά και ψητά. Δεν έχει κάθε μέρα μεγάλα ψάρια, αλλά σχεδόν πάντα βρίσκουμε μεσαίου μεγέθους στο τηγάνι. Τα μπαρμπουνάκια και τα κουτσομουράκια τους είναι ένα γλύκισμα. Ακόμα κάνουν γίγαντες και ρεβίθια, βάζουν στο τηγάνι μικρά, τριζάτα ψαράκια της ιχθυόσκαλας, φτιάχνουν τα περίφημα λεσβιακά παστά –σαρδέλες, λακέρδα με ρίκια και παλαμίδες. Η λακέρδα τους είναι χοντροκομμένη, μια ευμεγέθης φέτα, απαλή, σαν να τρως αλμυρό βούτυρο. Ψήνουν στα κάρβουνα απίθανο χταπόδι, απέξω τραγανό και μέσα όλο χυμούς, αλλά ψήνουν και λαδοτύρι από την Άγρα. Από το χωριό τους παίρνουν και τη φέτα. Βρίσκουμε περισσότερες από 23 ετικέτες σε ούζο, 8 τσίπουρα, από τη Λήμνο μέχρι το Μέτσοβο, ενώ λημνιακό είναι και το κρασί τους, Μοσχάτο Αλεξανδρείας. Εδώ, δίπλα στα σκληρά νταμάρια, θα μαλακώσει η καρδιά σας με την ευγένεια και την αλήθεια τους.