Το κέντρο έχει απ’ όλα, λένε. Ε, από τότε που ξεκίνησα να μένω στο κέντρο δεν πολυσυμφωνώ με αυτά που λένε. Υπάρχουν πολλές πιο «γαστρονομικές» επιλογές, με αντίστοιχα ανεβασμένο λογαριασμό, υπάρχει ωραίο street food (Λευτέρη, φιλιά), υπάρχουν και πάρα πολλά εστιατόρια πιο μαζικά, χωρίς πολλή ψυχή και, δυστυχώς, χωρίς πολύ ωραίο φαγητό. Για όποιον κινείται στο Σύνταγμα, την Ομόνοια και τα πέριξ και θέλει να κάτσει με τους φίλους του σε ένα μαγαζί με νόστιμα, οικονομικά πιάτα, ένας μικρός γρίφος ξεκινά. Από προσωπική εμπειρία προτείνω μερικά που με ξελασπώνουν συνήθως.
210-38.14.525). Όταν πρωτοάνοιξε, το 1970, ήταν στέκι για τους Λέσβιους της πόλης. Ένα είδος καφενείου-ουζερί μαζί με πρακτορείο (εκεί πήγαιναν οι νησιώτες για να παραλάβουν τα δέματα από την ιδιαίτερη πατρίδα τους) και κέντρο εύρεσης εργασίας (ο γνωστός είχε κάποιον γνωστό κ.ο.κ.). Πλέον το πελατολόγιο της Λέσβου είναι πολύ πιο ευρύ. Την προτιμάμε για τα παστά και τα μαρινάτα της, τους, το λαδοτύρι απ’ τον Πολύχνιτο, τις σουπιές και τις κουτσομούρες στο τηγάνι και, πιο πολύ, γι’ αυτά τα κολοκυθάκια με τη σκληρή, χρυσαφί κρούστα. Στα Εξάρχεια πάλι, η Λόντζα της Γειτονιάς (Χαριλάου Τρικούπη 76, Εξάρχεια, Αθήνα, Τ/210-36.12.334) είναι ένα φιλικό, σύγχρονο ταχυφαγείο όπου άγνωστες παρέες πιάνουν εύκολα κουβέντα μεταξύ τους τρώγοντας απλά φαγητά, όπως κεφτεδάκια με πατάτες, τηγανητά αυγά ή κακαβιά. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται και το Αθηναϊκόν (Θεμιστοκλέους 2, Ομόνοια, Τ/210-38.38.485) με τη φημισμένη ψαρόσουπα και το παλαιάς κοπής, ευγενικό και αποτελεσματικό σέρβις.
Η Λέσβος των Εξαρχείων (Εμμανουήλ Μπενάκη 38, Εξάρχεια, Τ/Τα τάκος του Poncho (Πλατεία Αγίου Γεωργίου Καρύτση 10, Αθήνα, T/210-33.17.538) τρώγονται δυο-δυο, σε χάρτινο πιατάκι, με μπόλικο στυμμένο λάιμ και μπίρα από δίπλα. Πίσω από τη μικρή τακερία της πλατείας Καρύτση βρίσκεται ο Μεξικανός Poncho Alvarez, που παλεύει από νωρίς κάθε πρωί για να ετοιμάσει φρέσκες τορτίγιες από καλαμπόκι που επεξεργάζεται και αλέθει μόνος το. Προς το Σύνταγμα, σταθερή στάση είναι ο Τριαντάφυλλος (Λέκκα 22, Σύνταγμα, T/ 210-32.27.298) που σερβίρει στη στοά φρέσκα μικρόψαρα και ωραία σαλάτα με βραστά λαχανικά, χόρτα και μαυρομάτικα μαζί. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, το Granello (Περικλέους 18, Σύνταγμα, Τ/210-32.26.542) ψήνει στον ξυλόφουρνο πίτσα ναπολιτάνικου στυλ, με φυσική προζύμη. Έχει μόνο 3-4 τραπέζια πάνω στο πεζοδρόμιο και βολεύει για όταν θέλουμε να πούμε στα γρήγορα τα νέα μας, και να μπουκωθούμε, ακόμα πιο γρήγορα, με λεπτοκαμωμένη πίτσα. Στου Ψυρρή ο Νικήτας (Αγίων Αναργύρων 19, Ψυρρή, Τ/ 210- 32.52.591), σε αντίθεση με πολλά από τα φαγάδικα της περιοχής, δεν έχει τουριστική αίσθηση. Η ίδια οικογένεια κρατάει το μαγαζί από το 1967 μαγειρεύοντας ψητά και μαγειρευτά πιάτα ημέρας. Ψηφίζουμε τα μπιφτεκάκια (τα σερβίρουν και με χοντροκομμένη καυτερή πιπεριά αν τα ζητήσεις) και το κοντοσούβλι.
Ανηφορίζοντας προς το Κολωνάκι, θα αναζητήσουμε μια θέση στον ήλιο (κυριολεκτικά), στο ιστορικό καφενείο της Δεξαμενής (Πλ. Δεξαμενής, Κολωνάκι, Τ/210-72.24.609). Αν έχει καλό καιρό, στην κατηφορική περατζάδα δεν χρειάζεσαι τίποτα παραπάνω από τα απλά, συμπαθητικά μεζεδάκια που σερβίρουν (βλ. πατάτες με αυγά, ντάκος, ψητό χαλούμι στη σχάρα, οσπριοσαλάτα και μινιόν, ζουμερά μπιφτεκάκια).
Μετά τις βόλτες στο Μετς καταλήγουμε συνήθως πεινασμένοι στο Ολύμπιον (Αναπαύσεως 9, Μετς, Τ/ 210-92.44.388), ένα μαγειρείο γεμάτο ζωντάνια που γεμίζει με περίοικους. Από τα χιτ τους: τα ρεβίθια με τις μελωμένες μελιτζάνες, τα γιουβαρλάκια και -προσωπικό αγαπημένο- το old school σνίτσελ κοτόπουλου. Τέλος, όταν δεν μας πειράζει να στριμωχτούμε λίγο, πιάνουμε θέση στον πάγκο του Tuk Tuk (Βεΐκου 40, Κουκάκι, Τ/211-40.51.947). Περιτριγυρισμένοι από φαναράκια, Βούδες, πλαστικά φυτά και χρυσές γάτες που χαιρετάνε χωρίς σταματημό, χαζεύουμε τους μάγειρες στην ανοιχτή κουζίνα να ετοιμάζουν πιάτα με γυαλιστερά νουντλς και μπολ γεμάτα αρωματικά κάρυ, και τσεκάρουμε (πάλι) πόσο έχουν τα εισιτήρια για Ταϊλάνδη.