Στρίβοντας από την Αθηνάς στην οδό Παλλάδος κι από κει στη Μελανθίου, μέχρι να χαζέψω τα γεμάτα κόσμο τραπέζια που έχουν απλώσει τα γειτονικά μπαρ (έχει αρκετά) στην ακτίνα του ναού του Αγίου Δημητρίου, είχα φτάσει στο μπουτίκ ξενοδοχείο The Artist −δημιούργημα του Παναγιώτη Σούλη, ο οποίος πέρα από πολιτικός μηχανικός, είναι και ηθοποιός, σε ένα βιομηχανικό κτίριο που στέγαζε άλλοτε ατελιέ καλλιτεχνών– και έμπαινα στο ασανσέρ. Στην ταράτσα είναι το εστιατόριο. Κι έχει κι αυτό το ίδιο αρτίστικο όνομα. Εκεί δώσαμε ραντεβού με μια φίλη, για φαγητό, νυχτερινή… αποσυμπίεση κι Ακρόπολη. Σ’ αυτό το σημείο του κέντρου αν ανέβεις στα ψηλά την έχεις φάτσα.
ετοιμάζει παράλληλα κι ένα καινούργιο εστιατόριο στο Κουκάκι. Για το Τhe Artist έχει συνθέσει ένα μενού σύγχρονα ελληνικό, βασισμένο σε υλικά ντόπιων μικρών παραγωγών. Τον ίδιο δεν τον πετύχαμε τη μέρα που πήγαμε, στην κουζίνα όμως βρισκόταν ο εδώ και καιρό συνεργάτης του Στασινός Λίτσας.
Τον φωτισμένο βράχο εμείς τον χαζέψαμε από το τζάμι, αλλά φαντάζομαι ότι παρά τα καιρικά σκαμπανεβάσματα του Μαΐου η τζαμαρία, όπως κι η οροφή, δεν θα αργήσει να αποσυρθεί. Ήσυχα ήταν στη σάλα, που φωτίζεται με γλόμπους κι είναι στρωμένη με μωσαϊκό – μια νότα παλιάς Αθήνας. Ωραίο σημείο για να πιεις ένα κρασί μεσοβδόμαδα, να κουβεντιάσεις και να πάρεις μια ιδέα για τη νέα όψη της κουζίνας, που πλέον έχει αναλάβει ο Έλβι-Δημήτρης Ζύμπα, ο οποίοςΤο χειροποίητο ψωμί ήρθε παρέα με ένα γεμάτο, φρουτώδες ελαιόλαδο από τη Μεσσηνία και μια βελούδινη και μάλλον ήπιων τόνων μους ταραμά. Ο ντολμάς με το σκουμπρί ήταν πολύ καλός: το αμπελόφυλλο γεμίζεται με πλιγούρι, από πάνω μπαίνει το ψάρι με μια σάλτσα πιπεριάς και φιλεταρισμένο πορτοκάλι που το δροσίζουν. Το κριθαράκι με την ωραία ψημένη, ζουμερή καραβίδα, ψιλοκομμένη φρέσκια ντομάτα και λίγη φρέσκια τρούφα (που δεν το καπελώνει) ήταν νοστιμότατο, το ίδιο και το τρυφερό ορτύκι που ακολούθησε, αν και η κουζίνα το παράκανε λίγο με το al dente στα συνοδευτικά μαυρομάτικα φασόλια και δεν έβγαζαν τη νοστιμιά που θα μπορούσαν να βγάζουν. Το κατσίκι με σάλτσα από τους χυμούς του, καφέ και πορτοκάλι, σερβιρισμένο πάνω σε φάβα με ψιλοκομμένο τραγανό κολοκυθάκι και καρότο, ήταν ενδιαφέρον πιάτο, στο στιλ του σεφ, με γεύσεις κι αρώματα να συντονίζονται ωραία μεταξύ τους.
Και τα γλυκά τα βρήκα πετυχημένα. Η μους λευκής σοκολάτας με τριαντάφυλλο, πασπαλισμένη με αμύγδαλο, αρωματίζει το στόμα κι έχει για συνοδεία ένα πολύ εκφραστικό παγωτό πικραμύγδαλο που τους φτιάχνουν στο Μαραμπού στο Παγκράτι. Το εκμέκ κανταΐφι, όμως μου άρεσε πιο πολύ: είναι ευχάριστα ελαφρύ, σιροπιαστό αλλά όχι πνιγμένο στο σιρόπι, με ωραία κρέμα, κεντημένη με διάφορα φρέσκα μούρα και τριμμένο φυστίκι Αιγίνης. Αν θέλεις μετά το φαγητό, μπορείς να συνεχίσεις με κάποιο από τα κοκτέιλ του Αχιλλέα Τσιριγκάκη, που θα βρεις στη λίστα μαζί με καμιά εικοσιπενταριά ελληνικά κρασιά ήπιας παρέμβασης και βιοδυναμικής καλλιέργειας και καμιά δεκαπενταριά μπίρες από ελληνικές μικροζυθοποιίες. Η ταράτσα έχει κι άλλη μεριά –είναι δύο ταράτσες στην ουσία– κι εκεί σε περιμένει ένα ακόμη μπαρ. Κι ανάμεσά τους ένας ακόμη, τρίτος χώρος, μόνιμα ανοικτός που λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος. Ο «καλλιτέχνης» του Ψυρρή έχει τρεις σκηνές εκεί στα ψηλά.