Σε ένα από τα πιο παλιά χωριά της Χίου, το Πιτυός, που αναφέρεται σε αρχαία συγγράμματα ως Πίτυν ή Πίτυς, ξάπλωσε ο Όμηρος να ξαποστάσει και να κοιμηθεί κατάχαμα στην ύπαιθρο, στη σκιά, κάτω από ένα πεύκο, όταν άξαφνα έπεσε επάνω του ο «καρπός της πίτυος», δηλαδή ένα κουκουνάρι. Στο πέτρινο αυτό τσοπανοχώρι, με τις καμάρες, τα πεύκα και τις δεκάδες εκκλησιές, στα πανηγύρια βγάζουν κατσικοπίλαφο και στους γάμους ζυμώνουν κολίκια (γλυκά ψωμιά με μπαχαρικά). Ανόθευτο χωριό και φουλ παραδοσιακό, βρίσκεται σε μια απλάδα κάτω από το Όρος, είναι ορεινό κι απομονωμένο, και απέχει περίπου 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Χίου. Για να φτάσετε εκεί θα πάρετε τον δρόμο προς τα Βορειόχωρα και αν οδηγήσετε την ώρα που σουρουπώνει, θα δείτε κάπου στη διαδρομή, λίγο πιο πάνω από τον Βροντάδο, σαν μια πανέμορφη καρτ ποστάλ, τα μικρασιατικά παράλια και τη χερσόνησο της Ερυθραίας στα χρώματα του δειλινού.
Εμπειρία βόρειας Χίου
Στο χωριό Πιτυός ζουν καμιά σαρανταριά μόνιμοι κάτοικοι, οι περισσότεροι από τους οποίους θυμούνται τον παλιό καφενέ, και μετέπειτα ταβέρνα, που λειτουργούσε στο ίδιο σημείο που σήμερα βρίσκουμε την ταβέρνα Μάκελος του Νικόλα Γεωργούλη. Ο Νικόλας, πρώην δημοσιογράφος και κάποτε εκδότης της εφημερίδας Πολίτης της Χίου, έχει καταγωγή από το παραθαλάσσιο Παντουκειός, είναι μεν από ναυτική οικογένεια, αλλά είχε γιαγιά τσοπάνισσα, και η παντοτινή αγάπη του ήταν τα βουνά. Κι επειδή, όπως λέει ο ίδιος, «από το Παντουκειός στο Πιτυός είναι έξι τραγούδια δρόμος», στα μέσα του 2018 πήρε το μαγαζί με δημοπρασία.
Ο στόχος του είναι «να παντρέψει την αρχέγονη οικονομική φυσιογνωμία του τόπου, την κτηνοτροφική παραγωγή δηλαδή, με νέες μορφές τουριστικών υπηρεσιών που θα μετατρέψουν το Πιτυός σε σταθερό προορισμό για τη Χίο, και κατ’ επέκταση θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας για να αναπληρωθεί η ετήσια απώλεια γηραιών κατοίκων του χωριού». Η θέληση και το όραμά του να κάνει το Πιτυός πόλο έλξης για τους επισκέπτες, τον οδήγησε να ιδρύσει την Κοιν.Σ.Επ. «Πιτυός: Προορισμός», σε μια προσπάθεια να ενεργοποιήσει και τους χωριανούς. Από τις πρώτες δράσεις τους είναι οι ξεναγήσεις στο χωριό, οι διηγήσεις για την παμπάλαιη ιστορία του που φτάνει στους ομηρικούς χρόνους, και αυτή η υπέροχη ιδέα να τοποθετήσουν qr codes διάσπαρτα στους τοίχους του χωριού, ώστε να κοινωνήσουν τη μουσική παράδοση του τόπου σε κάθε επισκέπτη – αν τα σκανάρετε θα ακούσετε τους ντόπιους να λένε τα παραδοσιακά τραγούδια τους!
Στον Μάκελο για το Πιτυός, ή στο Πιτυός για τον Μάκελο;
Η διαφορά του Νικόλα με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες της ταβέρνας που ήταν ντόπιοι, είναι πως εκείνος ήρθε στον Μάκελο για το Πιτυός. Είναι για εκείνον μια μεγάλη και συναισθηματική πρόκληση το να δει το χωριό να παίρνει ζωή. Λέει πως δεν θέλει να γίνει ταβερνιάρης, αλλά πως το κάνει για καλό σκοπό. Και επειδή ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Στον Μάκελο σερβίρονται κάποια από τα νοστιμότερα φαγητά της Χίου. Κι αν ο ιθύνον νους πίσω από όλο αυτό είναι ο Νικόλας, εκείνος που υλοποιεί τις ρομαντικές ιδέες του και τις σερβίρει με τόνους νοστιμιάς στα πιάτα μας, είναι ένας αυτοδίδακτος μάγειρας με καταγωγή από την Αλβανία, ο Αγκίμ Λίκα, πρώην τσοπανόπουλο στο Λιθί, στα μαστιχοχώρια του νησιού.
Όλα πιτυακά και κάποια λίγα χιώτικα
Το καλοκαίρι έξω στην αυλή κάτω από την παχιά σκιά του υπεραιωνόβιου πλάτανου και τον χειμώνα στο σαλέ που ζεσταίνεται και μοσχοβολά από τις ξυλόσομπες, ευχαριστιέσαι καλό φαγητό εμπνευσμένο από την παράδοση, ακούγοντας νόστιμες ιστορίες τσοπανικής. Ό,τι βγάζει το χωριό, το αξιοποιούν στην κουζίνα του Μάκελου. Κατσικούλες και λίγα μοσχαράκια, πιτυανή κοπανιστή, ξηρομούζηθρο (ξερή μυζήθρα), χόρτα βουνίσια, μάραθα, κρίταμα, ρίγανη, σαλιγκάρια, αμανίτες, κι ό,τι άλλο βγαίνει στις ορεινές εξοχές. «Τα υπόλοιπα, όσπρια και ζαρβατικά, είναι όλα χιώτικα, από άλλα μέρη του νησιού» λέει ο Νικόλας που κατά βάθος εύχεται μια μέρα το Πιτυός να γίνει αυτάρκες.
Την κάθε εποχή σερβίρουν ό,τι υπάρχει βρισκούμενο. Με τις καλοκαιρίες φτιάχνουν τα πούλουδα, δηλαδή ανθούς με ρύζι και μυρωδικά, γιαπράκια, φασολάκια φούρνου, κουκιά γιαχνί και με σκορδαλιά. Φθινοπωρινοί μεζέδες είναι η πλιγουροσαλάτα, οι ρεβυθοκεφτέδες, τα σαλιγκάρια γιαχνί, οι τηγανιτοί αμανίτες. Να δοκιμάσετε οπωσδήποτε κοπανιστόπιτες, μαλαθρίτες (μαραθοτηγανίτες) ξεροτηγανισμένους και αρωματικούς, και οπωσδήποτε τα διάσημα χερίσια μακαρόνια είτε σκέτα με τριμμένο ξερομούζηθρο, είτε με κατσίκα κοκκινιστή. «Τα χερίσια είναι το φαγητό των φτωχών και συντηρούσαν όλο τον πληθυσμό της βόρειας Χίου τις δύσκολες εποχές» διηγείται ο Νικόλας, διευκρινίζοντας μάλιστα ότι έχουν ειδική θέση μακαρονοποιού για το μαγαζί, την κυρία Μαρία Μπελέγρη από τη Βολισσό, η οποία τους φτιάχνει μακαρόνια από το πρωί ως το βράδυ. «Η γιαγιά μου η τσοπάνισσα έφτιαχνε για τα χερίσια μακαρόνια μια σάλτσα με ξερομούζηθρο και νερό, και με αυτή τα περιέχυνε. Το κάνουμε κι εμείς στο μαγαζί, όταν είναι περίοδος τυροκόμισης κι έχουμε αρκετή μυζήθρα».
Η νούμερο ένα σπεσιαλιτέ του Μάκελου είναι αυτά τα χερίσια μακαρόνια και η μελωμένη κατσικίσια σπάλα που αργοψήνεται στον φούρνο με πατάτες, και γίνεται λουκούμι κυριολεκτικά. Έξοχο είναι και το πολύ λεπτοκομμένο κατσικίσιο συκώτι που το ετοιμάζουν στο τηγάνι με λίγο λάδι και θυμάρι. Ψωμί και παξιμάδια είναι όλα ζυμωμένα με χιώτικα άλευρα από τον ξυλόφουρνο του χωριού, από όπου μπορούμε κι εμείς να τα προμηθευτούμε φεύγοντας.