Η Μελπομένη Κανταρτζή ήταν ενός έτους βρέφος όταν η οικογένειά της ξεριζώθηκε από τα Φάρασα της Καππαδοκίας και μετά από περιπλάνηση κατέληξε με τους άλλους συγχωριανούς της στα Πετρανά της Κοζάνης όπου ζει μέχρι και σήμερα. Η γιαγιά Μέλπω, 101 ετών, με θαυμαστή διαύγεια πνεύματος και όρεξη για κουβέντα, θυμάται πολλές λεπτομέρειες από όσα της διηγούνταν οι πρόσφυγες γονείς της. Οι αναμνήσεις της επώδυνες, αλλά ο λόγος της πυκνός, οι προτάσεις της σύντομες και δυνατές, σαν στίχοι δημοτικού τραγουδιού. «Γεωργός ήταν εκεί ο μπαμπάς μου. Τον αγαπούσαν όλοι οι Τούρκοι, ήταν γερός κυνηγός κι έξυπνος άνθρωπος, δεν τον άφηναν να φύγει. Κρυφά έφυγε. Μαζεύτηκαν πολλοί Τούρκοι να τον κρατήσουν εκεί, αλλά ένας Τούρκος, πιο έξυπνος, τον έβαλε άλλα ρούχα, γυναικεία, και τον έβγαλε έξω από τη χώρα, τον έβαλε στο πλοίο. Τη μάνα μου κι αυτόν. Εγώ μόλις είχα γεννηθεί. Με πήραν αγκαλιά και μ’ έφεραν. Δεν με πέταξαν να πεθάνω. Χαρά είχανε, παιδί είχανε! Γεννημένη ήμουν, που να μην ήμουνα…
Δεν ξαναπήγε ο μπαμπάς μου στην Τουρκία, δεν θα τον αφήνανε να φύγει. Η μάνα μου ήτανε κουτσή. Στο ντουβάρι δεν κρεμάμε ρούχα; Ε, είχε το όπλο του ο πατέρας μου κρεμασμένο, κι εκείνη ήθελε να καθαρίσει το σπίτι, κι όπως έκανε μια έτσι το σακάκι του, παφ, πέφτει το όπλο, γεμισμένο ήταν, και της έπεσε στο πόδι, με σκάγια. Εγώ στην κοιλιά της. Της έσπασε το κόκαλο. Το έμαθε ένας καινούργιος πρόεδρος στο χωριό εκεί, Τούρκος γιατρός, και την έκανε καλά. Της έβγαζε τα σκάγια, αίματα στο κρεβάτι. Αλλά ήταν άξια γυναίκα, πωωω! Στα χωράφια ήτανε. Δέσποινα την έλεγαν. Η μάνα μου έχει συγγένεια ακόμη στην Τουρκία. Ο πατέρας μου έλεγε πόσες φορές “να σε πάω”, “αλλά θα σε κρατήσουνε εκεί”, του έλεγε εκείνη. Τόσο καλός ήτανε. Όλα με εξυπνάδα τα έκαμνε, και ζούσαμε. Έμοιαζε με τον παππού μου τον Ανέσταγα. Όλους τους περνούσε στο χωριό ο πατέρας μου. Εγώ εκεί γεννήθηκα». Στα χέρια της κρατάει μια φωτογραφία. «Είναι της μάνας μου η αδερφή, στην Αμερική, πήγε εκεί από την Τουρκία. Τα κορίτσια βγαίναμε πολλές φωτογραφίες».
Με αφορμή αυτές τις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες, σκεφτήκαμε να απαθανατίσουμε τις πέντε γενιές της οικογένειας της γιαγιάς Μέλπως, μαζί με την κόρη της, Ειρήνη Θωμαΐδου, την εγγονή της, Αναστασία Κωνσταντινίδου, τα δισέγγονά της Μαρία και Αντρέα Κωνσταντινίδη και την τρισέγγονή της, τη μικρή Πολυξένη.
Από τα Φάρασα στην Κοζάνη, πορεία δύο χρόνων
Τα Φάρασα ήταν ένα σύνολο από περίπου δέκα χωριά, χτισμένα σε οροπέδιο στα 2.000 μ. Ένα από αυτά, το Τσουχούρι, είναι η πατρίδα των προσφύγων που έφτασαν στον Βαθύλακκο Κοζάνης, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, σε τρία κύματα, από το 1924 έως το 1926. Η πορεία των τελευταίων κράτησε πάνω από δύο χρόνια, με πολλούς σταθμούς σε ένα πλήθος σημείων. Από τα Φάρασα μέχρι το λιμάνι της Μερσίνας πέρασαν σχεδόν οκτώ μήνες περιπλάνησης στην Τουρκία, από εκεί στη Θεσσαλονίκη, έπειτα ένα διάστημα στη Δράμα, όπου κάποιοι εγκαταστάθηκαν, στη συνέχεια στα Γρεβενά, έφτασαν μέχρι την Αθήνα, πάντα αφήνοντας κάποιους σε αυτές τις στάσεις, και κατέληξαν στην Κοζάνη, αφού βρήκαν στον Βαθύλακκο ένα τοπίο με εκπληκτική ομοιότητα με το Τσουχούρι που άφησαν πίσω τους. Τσουχούρι, άλλωστε, αυτό σημαίνει: βαθύλακκος. Στο ίδιο χωριό αλλά σε ξεχωριστό μαχαλά ήταν ήδη εγκατεστημένοι ξεριζωμένοι Πόντιοι, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έφτασε και μια τρίτη ομάδα Προυσσαλήδων. Τα πέτρινα σπίτια που άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι, χαλάσματα σήμερα τα περισσότερα, είναι τα παλιότερα του χωριού και τα γνωρίζουν όλοι ως «τα τούρκικα». Σε αυτά και στους βαθυλακκιώτικους μαχαλάδες μάς ξενάγησε ο δισέγγονος της γιαγιάς Μέλπως, Αντρέας Κωνσταντινίδης, πολυτάλαντος, με μεταπτυχιακά στη Βιοϊατρική Μηχανική, και μαζί αγιογράφος και λαογράφος. Καταγράφει και μελετά έθιμα και συνήθειες του τόπου του και των προγόνων του, έχει ταξιδέψει πολλές φορές στα Φάρασα, γνωρίζει καλά τη φαρασιώτικη διάλεκτο και ετοιμάζει ένα μικρό βιβλίο, με τίτλο «Εκείνοι – 100 χρόνια νωρίτερα», όπου καταγράφονται όλα τα ονόματα των πρώτων προσφύγων που ίδρυσαν τον Βαθύλακκο. Ο Αντρέας συγκέντρωσε τις γυναίκες του χωριού για να μας μαγειρέψουν τις παραδοσιακές τους συνταγές, φερμένες όλες από την πατρίδα τους, που συνεχίζονται και σήμερα να μαγειρεύονται. Ήταν συγκινητική η όρεξη, το κέφι και η απέραντη υπομονή, παρά την κούρασή τους, μέχρι να μας παρουσιάσουν ένα ενδεικτικό συνταγολόγιο, πλούσιο και εκπληκτικά ενδιαφέρον.
Τα ελάφια της Άρτεμης και ο πανάρχαιος χορός της Δήμητρας
Η Σοφία Κωνσταντινίδου είναι η υπεύθυνη του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού του Συλλόγου Φαρασιωτών Καππαδοκίας Βαθυλάκκου Κοζάνης. Με λόγο χειμαρρώδη και ενθουσιώδη, συχνά σε άπταιστα φαρασιώτικα, μας έδωσε ωραίες πληροφορίες για την αρχαία ιστορία του τόπου της και την πορεία των προγόνων της από την Καππαδοκία μέχρι την Κοζάνη. Στέκεται μπροστά από τον γεμάτο με παλιές φωτογραφίες τοίχο του ισογείου και ξέρει να σου πει ποιος είναι ποιος και πού φωτογραφήθηκε, πότε έζησε και πέθανε, ποιοι έφτασαν στον τόπο πρώτοι, ποιοι σε δεύτερο χρόνο. Όπου η φωτογραφία δείχνει μεγάλο πλήθος, είναι φωτογραφία αποχαιρετισμού: κάποιος κινά για μακρινή ξενιτιά, σε Αμερική ή Αυστραλία, όπου λέγεται ότι υπάρχει ένας «δεύτερος Βαθύλακκος». Τα εκθέματα του μουσείου πολλά, αλλά όσα ήρθαν από τα Φάρασα είναι λιγοστά, κυρίως ρούχα υφασμένα σε όρθιο αργαλειό, με σχέδια απλά και γραμμικά, τα «λαλίνια», τα χοντρά τους τσόκαρα με κεντημένο ύφασμα, φωτογραφίες. Οι άνθρωποι έφυγαν με κάρα και τρένα, μετέφεραν λίγα και βασικά, αφήνοντας πίσω ακόμα και αθέριστα τα χωράφια τους.
Στον μικρό οντά του πρώτου ορόφου, η Σοφία κάθεται με την Ειρήνη Ποτουριάδου και πιάνουν την κουβέντα σε καθαρά φαρασιώτικα, με λέξεις λιγοστές τουρκικές και πάρα πολλές νεοελληνικές και αρχαιοελληνικές. Διψάνε να περιγράψουν την ιστορία του χωριού τους, τις πρώτες ύλες των φαγητών τους, τα δεσίματα του κεφαλομάντιλου της φορεσιάς τους. «Πίσω στην πατρίδα, τα ρούχα ήταν τέτοια, που δεν επιτρεπόταν να φαίνεται η καρδιά, ο θώρακας της γυναίκας, έπρεπε το πουκάμισο να έχει “τροχηλές”, γιακά δηλαδή, παπαδίστικο, κλειστό. Όταν όμως ήρθαν οι εξωτερικές επιρροές, κυρίως από τη Γαλλία, άρχισε το δέσιμο του μαντιλιού να χαλαρώνει, να δένεται “αλά φράγκα”, μοντέρνο», εξηγεί η Σοφία. «Οι παλιοί βέβαια αντιδρούσαν, αλλά ευτυχώς άλλαξαν τα πράγματα και το ντύσιμο άρχισε να γίνεται ελεύθερο. Τότε, κορίτσια και αγόρια παντρεύονταν μικρά, τα μεν για να φαίνονται γριές και να γλιτώσουν από τους Τούρκους, τα δε για να γλιτώσουν από την υπηρεσία στον τουρκικό στρατό. Τη γιαγιά της Ειρήνης την έκρυψαν όταν ήταν κοριτσάκι, μέσα στην καπνοδόχο του τζακιού, για να την προστατεύσουν από την αρπαγή κι όταν βγήκε ήταν κατάμαυρο το καημένο». Τρομακτικές αναμνήσεις, που μπλέκονται και με χαρούμενες αλλά και με υπερήφανες περιγραφές για ένα πανάρχαιο παρελθόν. «Ο χορός μας του Αγίου Βασιλείου μιλάει για ένα ελάφι που ανήκε στη θεά Άρτεμη. Γενικά, οι περισσότεροι παραδοσιακοί μας χοροί είναι τελετουργικοί και πανάρχαιοι, όπως ο χορός σεΐτατα, που κάνει λόγο για μάνα και κόρη και συμβολίζει τον αποχαιρετισμό της θεάς Δήμητρας στην κόρη της Περσεφόνη, που πάει να μείνει έξι μήνες στον Κάτω Κόσμο. Δηλαδή συνδέεται η θρησκεία και η λατρεία του δωδεκάθεου με τη χριστιανική», τονίζει η Σοφία.
Ιστορίες για στάρι με πολλές άγνωστες λέξεις
Αναπόφευκτα, η κουβέντα έρχεται στο φαγητό, τις πρώτες ύλες και τις συνταγές. Το στάρι, που το λένε «κοτσhί», ήταν και παραμένει βασικό συστατικό της διατροφής τους, με χίλιες δυο μορφές: με το αλεύρι φτιάχνουν βάσα, πιτέδες, κιομπέδες και παλτσαμάδες, πίτες που πατιούνται ανάμεσα στις παλάμες για να ανοίξουν. Αυτά είναι τα βασικά ζυμώματα και τα ψωμιά τους. Έφτιαχναν φυσικά και πλιγούρι, με το οποίο εμπλούτιζαν λόγου χάρη τις φασολάδες της προηγούμενης ημέρας για να φτουρήσουν. Το πλένουν καλά, το βράζουν σε μπόλικο νερό μέχρι να σκάσει, το στραγγίζουν, το απλώνουν σε μεγάλα «τσούλια», υφαντά χαλιά δηλαδή, που τα λέγανε «ζιούδες», μέχρι να στεγνώσει. Το καθάριζαν από πετραδάκια και τυχόν σκουπιδάκια, το έριχναν στο «σοχού» (ξύλινο καδί ή πέτρινη βαθιά γούρνα-γουδί) και το κοπάνιζαν με τεράστια σφυριά, τα «τσακούτσ(ι)α». Έτσι έφευγε το φλούδι. Έπειτα το στέγνωναν και το άλεθαν στον χερόμυλο, το «σουλμούρι». Ακολουθούσε το τριπλό κοσκίνισμα, από το χοντρότερο στο πιο ψιλό κόσκινο: το «αρί», το «σίχου» και το «νάρου» αντίστοιχα. Το μεσαίου μεγέθους πλιγούρι είναι το «σιμίντρι» και με αυτό φτιάχνουν τα «δρα» ή «καμηλού κοφτέδα», εμβληματικό φαρασιώτικο πιάτο. Το πιο χοντρό πλιγούρι είναι το «ττούμι» και με αυτό έφτιαχναν το «σhιός», ένα πιάτο γιορτινό, με ωμό μάλιστα το πλιγούρι. Με το «ττούμι» φτιάχνουν και ένα είδος γλυκού τραχανά, το «σhουτλού», βρασμένο σε γάλα πρόβειο ή αγελαδινό. Με το ίδιο γάλα αλλά ξινισμένο σε καλά στραγγισμένο γιαούρτι φτιάχνουν με μια χρονοβόρα διαδικασία το «κορκότι», που είναι απλά ο ξινός τραχανάς που όμως πήζει σε κομμάτια και στεγνώνει σε καλαμωτές για μέρες, όπως ο κρητικός ξινόχοντρος. Γίνεται ωραία σούπα σε αραιωμένο γιαούρτι και σερβίρεται με μπόλικο «νενέ», δηλαδή ξερό δυόσμο, σκόρδο και λίγο ζεματισμένο λάδι. Μάλιστα οι πιο μερακλήδες έριχναν στο πιάτο με τη σούπα τους και μια χούφτα ρόγες από ροδίτη ή «τα’ζγούτα», δηλαδή τσιγαρίδες από το οικόσιτο γουρούνι. «Έτσι έκανε ο παππούς μου, έτσι το τρώμε και με την αδερφή μου, είναι σπουδαία γκουρμεδιά», λέει με ενθουσιασμό η Σοφία. Ζαλιστήκατε; Εμείς να δείτε όταν ακούγαμε τις περιγραφές. Το συμπέρασμα ωστόσο είναι ότι το στάρι στα Φάρασα ήταν το σημαντικότερο βασικό είδος διατροφής και οι λεπτομερείς ονομασίες σκευών και τύπων πλιγουριού και αλευριού αυτό ακριβώς δείχνουν, τον σπουδαίο ρόλο που έπαιζε.
Ροκφόρ στα Φάρασα;
Στα φαρασιώτικα υψίπεδα, η κτηνοτροφία ήταν ανεπτυγμένη και τα «τεριά», πρόβεια, αιγοπρόβεια και αγελαδινά, ήταν βασικό υλικό στις συνταγές της περιοχής. Εκτός από ένα είδος φέτας, η Ελένη Ποτουριάδου-Πλατανιά θυμάται τη γιαγιά της να φτιάχνει ένα είδος ροκφόρ, από πρόβειο γάλα που ωρίμαζε μέσα σε πήλινες στάμνες και αποκτούσε γαλαζωπές φλέβες. Η Ειρήνη δεν θυμάται την ακριβή διαδικασία, αλλά το πόσο νόστιμο και αψύ ήταν αυτό το τυρί. Τέτοιες γκουρμεδιές με τα βρισκούμενα ήταν συνηθισμένες στους Φαρασιώτες και οι ιδέες γεννιόνταν από τις τοπικές συνθήκες. Ελαιόλαδο, ας πούμε, δεν υπήρχε σε τέτοια υψόμετρα, επομένως όλα μαγειρεύονταν σε χοιρινό λίπος, που το άλειφαν ακόμα και σε φρυγανισμένο ψωμί και το ράντιζαν με λίγο πετιμέζι, για το πρωινό των παιδιών πριν πάνε σχολείο. «Ήταν η μερέντα μας», λέει η Ειρήνη γελώντας. Το χοιρινό φυσικά παρείχε μεγάλο πλούτο τροφών, από το κεφάλι που γινόταν πατσάς, τα άντερα που γέμιζαν και γίνονταν «σουτζούχ’», το λίπος άλειμμα και τσιγαρίδια, το ψαχνό παστουρμάς.
Γιορτές, κεράσματα και αυτοσχέδια μεζεδάκια
Οι μεγάλες θρησκευτικές και οι ονομαστικές γιορτές ήταν αφορμή για πιο πλούσια μαγειρέματα και άφθονη «ραχ’ς», δηλαδή ρακί που σερβιριζόταν με τουρσί, ελιές και παστουρμά, το «τσhεμέμι» (τσιμένι), το οποίο έφτιαχναν οι ίδιοι και το τιμούσαν δεόντως, αφού το άλειφαν ακόμα και στο ψωμί ή το απολάμβαναν ως ντιπ (!), βουτώντας εκεί μπουκιές από βάσα. Το φτιάχνουν με τον σπόρο του τσιμενιού, νερό, γλυκό και καυτερό κόκκινο πιπέρι, μαυροπίπερο, σκόρδο, κύμινο, αλάτι. Με αυτό, ως γνωστόν, αλείφουν το κρέας που προορίζεται για παστουρμάς, κυρίως από χοιρινό μπούτι. «Σύκα, πικάντικα καραμανλίδικα λουκάνικα και παστουρμάδες κρεμούσαμε για να ξεραθούν στις αυλές τα Χριστούγεννα», θυμάται η Ειρήνη Πουτουριάδου. Όταν ερχόταν «ανκανείς», κάποιος ξένος δηλαδή, έκοβαν ένα κομμάτι παστουρμά κι ένα λουκάνικο, τα ψήναν στη φωτιά και έτοιμος ο μεζές. Τα έφτιαχναν όμως και στο τηγάνι «σονγκάτ’ς», με αυγά ομελέτα. Η ομελέτα σερβίρεται και με πλιγούρι για εύκολο και γρήγορο μεζέ. Για πιο γιορτινό κέρασμα έσφαζαν το «λαχτόρι», τον κόκορα δηλαδή, ή το ορνίθι (την κότα) που τα συνόδευαν με πλιγούρι, βρασμένο στον ζωμό του πουλερικού. Γινόταν τόσο πηχτό αυτό το πλιγούρι στον παχύ ζωμό, ώστε «το χουλιέρι να σταθεί ορτώς», το κουτάλι να στέκεται ορθό. Δίπλα έμπαινε το παγωμένο αριάνι (γιαούρτι αραιωμένο σε γάλα, όχι σε νερό), να δροσίσει λίγο ο ουρανίσκος. Κι αν ήθελες, έκανες το φαΐ «τανωμένο», δηλαδή ανακάτευες το αριάνι στο πλιγούρι. Ήταν σπουδαίο κέρασμα αυτό το πιάτο, γιατί τα πουλερικά ήταν κεφάλαιο για το σπίτι, δεν σφάζονταν ασυλλόγιστα.
«Κασοφί» για άρτυμα και «ούπου» για σαλάτα
Βαθιά θρησκευόμενοι, οι Φαρασιώτες τηρούσαν αυστηρότατα τις νηστείες. Τότε έψηναν στα ξύλα κρεμμύδια ή πατάτες ή τύλιγαν άλαδα ωμά χόρτα σε φύλλα βάσα. Ολόκληρο το διάστημα της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής απέφευγαν ακόμα και το λάδι. Αντ’ αυτού χρησιμοποιούσαν το «κασοφί», άρτυμα που έφτιαχναν από ένα είδος ηλίανθου, που στην όψη μοιάζει με άγρια αγκινάρα ή γαϊδουράγκαθο. Μάζευαν τον σπόρο τον Ιούνιο, τον φυλούσαν και, όταν χρειαζόταν, τον κοπάνιζαν ωμό στο γουδί μαζί με λίγο νερό κι έφτιαχναν ένα λευκό φυτικό γάλα που το σούρωναν στο φαγητό για νοστιμιά. Ήταν το άρτυμά τους, αντί για λάδι ή βούτυρο, αν και δεν είναι λιπαρό στην υφή, αλλά με έντονη γεύση και πολλά, καθώς λένε, θρεπτικά συστατικά, που τους κρατούσαν ακμαίους στις σκληρές νηστείες. Οι Φαρασιώτες έφεραν σπόρους κασοφί μαζί τους στη νέα τους πατρίδα, το καλλιέργησαν, αλλά με τα χρόνια ξεχάστηκε, μέχρι που η Ειρήνη Ποτουριάδου –που καταγράφει κι εκείνη για χρόνια ιστορίες των προγόνων της– έκανε μια προσπάθεια φέτος, έσπειρε και έβγαλε αρκετό σπόρο, που τον φυλάει και για επόμενες σπορές. Έφεραν επίσης μαζί τους και τους σπόρους από μια ποικιλία ντομάτας που ευδοκιμούσε ρωμαλέα στα μεγάλα φαρασιώτικα υψόμετρα, και μοιάζει πολύ με την μπατάλα της Βραυρώνας, δίνοντας ντομάτες ιδιαίτερα γευστικές, μεγάλες και ατσούμπαλες. Η τύχη τα έφερε να συναντήσουν στα κοζανίτικα υψίπεδα και ένα άγριο χορταρικό που το γνώριζαν στα Φάρασα, το «ούπου», που το μαζεύουν το καλοκαίρι. Έχει μακριά και λεπτά φύλλα που τα πλέκουν πλεξούδες, τις κρεμούν να στεγνώσουν σε καλά αεριζόμενο, σκιερό υπόστεγο και τον χειμώνα το βράζουν και το τρώνε σαλάτα με λάδι και λεμόνι. Ωμό δεν τρώγεται, «πρήζεται η γλώσσα σου».
«Εδώ ήταν η πατρίδα μου»
Όσοι Φαρασιώτες μπόρεσαν έφεραν και περισσότερα ενθύμια της οικογενειακής εστίας ή, οι πιο τυχεροί, τα βρήκαν σε μελλοντικές επισκέψεις στα πατρογονικά χώματα. Ο Κοσμάς Κωνσταντινίδης, για παράδειγμα, ταξίδεψε το 2015 στα Φάρασα, βρήκε το σπίτι του παππού του και τα αγροτικά του εργαλεία. Έφερε πίσω μια βαριά πέτρα, με τρύπα λαξεμένη στο κέντρο, όπου πατούσε το σίδερο της πανύψηλης πόρτας που έκλεινε τον μεγάλο αυλόγυρο του σπιτιού του. Βρήκε εκεί τους Τούρκους απογόνους που το κατοικούν τώρα και που οι παππούδες τους έμεναν μαζί με τους συγγενείς του Κοσμά, στη δούλεψή τους. Αγκαλιάστηκαν, θυμήθηκαν, άναψαν κεριά στους πεθαμένους προγόνους στο νεκροταφείο. «Είναι κάτι που σε κάνει και να θυμώνεις, να στενοχωριέσαι, να ανατριχιάζεις και να χαίρεσαι μαζί», περιγράφει με ειλικρίνεια ο Κοσμάς. «Ανάμεικτα συναισθήματα. Λες “η πατρίδα μου ήταν εδώ”».
Το άρθρο αποτελεί μέρος του αφιερώματος «Η μεγάλη κουζίνα της Μικράς Ασίας», στο οποίο οκτώ οικογένειες Μικρασιατών μοιράστηκαν μαζί μας μνήμες και οικογενειακές ιστορίες και μας μαγείρεψαν τις συνταγές με τις οποίες μεγάλωσαν.