ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΑφιέρωμα Σμύρνη: 27 μοναδικές συνταγές με ανατολίτικο αέραΑφιέρωμα Σμύρνη: 27 μοναδικές συνταγές με ανατολίτικο αέρα «Θαρρώ πως η αγάπη για τα θαλασσινά, στη δική μου και στις άλλες οικογένειες Μικρασιατών, έχει διττή ερμηνεία. Αφενός είναι η νοστιμιά τους και αφετέρου –το κυριότερο– η ελευθερία τους να αλωνίζουν το Αιγαίο και να πηγαινοέρχονται στα παράλια, κάπως σαν ταχυδρόμοι». Ποτέ δεν ξέχασα αυτές τις προτάσεις που διάβασα καθαρογραμμένες σε ένα από τα πολλά σημειωματάρια της λουκουμοποιού Ντίνας Συκουτρή. Φλογός ο λόγος της, μου άναψε φωτιές. Πιστεύω ότι εμείς οι Συριανοί είμαστε φτιαγμένοι από ένα κράμα από μεγαλύτερα ή μικρότερα σκληρά κομμάτια προσφυγιάς, αφού άλλωστε και η ίδια η Ερμούπολη είναι χτισμένη τον 19ο αιώνα από τους πρόσφυγες της Χίου και των Ψαρών. Κι εξάλλου, όπως αναφέρεται σε ιστορικές και δημογραφικές πηγές, η Σύρος επί Μικρασιατικής Καταστροφής δέχτηκε περίπου 10.000 πρόσφυγες, εκ των οποίων αφομοίωσε περί το ένα τρίτο, δηλαδή περίπου 4.000.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Βαμμένο σε έντονα χρώματα, σε όλες τις αποχρώσεις του λουκουμιού, είναι το Ινστιτούτο Κυβέλη στην Ερμούπολη

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Το Ινστιτούτο Κυβέλη στεγάζει τη μεγάλη θεατρική οικογένεια και τη θεατρική μνήμη της Κυβέλης και του Μήτσου Μυράτ
Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Η Ερμούπολη είναι χτισμένη τον 19ο αιώνα από τους πρόσφυγες της Χίου και των Ψαρών

«Είχα κι εγώ όπως κι εσείς μια γιαγιά Μικρασιάτισσα, τη Μαρίνα από την Ταρσό, που όμως δεν τη γνώρισα ποτέ μου», διηγούμαι στις κυρίες που πίνουμε μαζί τον καφέ μας. Βρισκόμαστε στη βεράντα του σπιτιού της ξακουστής Σμυρνιάς θεατρίνας Κυβέλης Αδριανού, ενός υπέροχου αστικού σπιτιού του 1870 στον λαβύρινθο της Ερμούπολης, περασμένου με το χρώμα του λουκουμιού, όπου φιλοξενείται επίσης το Ινστιτούτο Κυβέλη*.

Εκεί περνάει τα καλοκαίρια της η δισεγγονή της Κυβέλης και του Μήτσου Μυράτ, η Βαλεντίνη Ποταμιάνου, που ως καλή οικοδέσποινα μας κερνάει λουκούμι τριαντάφυλλο και περγαμόντο, που τα έφερε η «κυρά των λουκουμιών», η Ντίνα Συκουτρή, της ομώνυμης συριανής λουκουμοποιίας. «Μας γλύκανες πάλι, βρε Ντίνα», της λέει η γιατρός Ειρήνη Χαρδαλή, πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Ερμούπολης, τινάζοντας το λουκούμι για να το απαλλάξει από το πέπλο ζάχαρης. «Ξέρεις, όταν ήμασταν μικροί, μαζί με τα άλλα παιδιά των λουκουμοποιών, αμέσως μόλις έσβηνε το τελευταίο καζάνι, πηγαίναμε για μπάνιο και πέφταμε να κολυμπήσουμε έτσι όπως ήμασταν, καλυμμένοι με τις ζάχαρες. Κι οι άλλοι κολυμβητές μας έλεγαν πως όταν ερχόμασταν εμείς, γλύκαινε η θάλασσα», θυμήθηκε γελώντας η Ντίνα.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Μια από τις παλαιότερες λουκουμοποιίες του νησιού είναι αυτή της οικογένειας Συκουτρή, με καταγωγή από τη Σμύρνη και την Πόλη

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Ένα τραπέζι με μικρασιάτικα φαγιά με φόντο την Οικία Κυβέλη

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Από αριστερά, η δισέγγονη της Κυβέλης, Βαλεντίνη Ποταμιάνου, η λουκουμοποιός Ντίνα Συκουτρή, η γιατρός Ειρήνη Χαρδαλή και η κόρη της Λήδα Οικονομίδη
Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Η μεγάλη θεατρική οικογένεια της Σμυρνιάς ντίβας, Κυβέλης, και οι άνθρωποι της ζωής της

Στο αμερικανικό ορφανοτροφείο

Είχαμε ξανασυναντηθεί οι τέσσερίς μας λίγες ημέρες νωρίτερα, έξω από το παλιό αμερικανικό ορφανοτροφείο της Near East Relief, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το συριανό στρατόπεδο ΤΕΘ Ερμούπολης – Στρατόπεδο «Λοχαγού Ζαφείρη Απόστολου». Το ορφανοτροφείο, δυναμικότητας 5.000 ατόμων, αποτέλεσε ένα καινοτόμο, πρότυπο ίδρυμα και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα φιλανθρωπικά έργα στην ιστορία και σίγουρα το μεγαλύτερο που έγινε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Άρχισε να χτίζεται το 1923 στα προάστια της Ερμούπολης, με εσωτερικό αγρόκτημα που ταυτόχρονα παρείχε αυτάρκεια και είχε εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ο στόχος του ορφανοτροφείου, που λειτούργησε μέχρι το 1929, ήταν να προσφέρει καταφύγιο στα προσφυγόπουλα της Μικρασιατικής Καταστροφής, έτσι ώστε να αποκτήσουν ανώτερη εκπαίδευση και να ενταχθούν μορφωμένα στη νέα τους πατρίδα, σε μια εποχή που και η βιομηχανική ανάπτυξη του νησιού ήταν ακμαία. Μια συγκινητική ιστορία που σχετίζεται με το ορφανοτροφείο είναι και αυτή ενός Αρμενόπουλου που αποζητούσε μια καινούργια οικογένεια και μια προστατευτική μητρική αγκαλιά. Στην πίσω πλευρά του ορφανοτροφείου, όπου η περίφραξη του κτιρίου έφτανε μέχρι τον δρόμο, λένε ότι στεκόταν το πιτσιρίκι και, όταν έβλεπε να περνούν οι Συριανές κυρίες που έρχονταν με σκοπό να υιοθετήσουν κάποιο παιδάκι, τους έλεγε παρακαλετά: «Αρμενάκι είμαι, κυρά μου, πάρε με, έλα, πάρε με κι άνοιξε την αγκαλιά σου, βάλε με» κι ότι από αυτή τη φράση προέκυψε το γνωστό μας τραγούδι.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Η Βαλεντίνη Ποταμιάνου, τέταρτης γενιάς Μικρασιάτισσα, είναι η δισέγγονη της σπουδαίας θεατρίνας μας, της Κυβέλης

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Ο ξεριζωμός από τα σπίτια τους, βρήκε πολλούς Μικρασιάτες παντελώς απροετοίμαστους

Όχι πολλά χρόνια πριν, έγινε έρευνα του αρχαιολόγου Λευτέρη Ζώρζου, σε συνεργασία με τον τότε διοικητή Δημήτρη Μπούνταλη, και στους χώρους του πρώην ορφανοτροφείου βρέθηκαν μέσα στα ξύλινα πατώματα αντικείμενα των παιδιών, αυτοσχέδια παιχνίδια, κομμάτια από ρούχα, σόλες, σημειώματα, κ.ά. Τα αντικείμενα αυτά, μαζί και μια μικρή έκθεση με φωτογραφίες, εκτίθενται στην είσοδο του στρατοπέδου σε έναν μικρό μουσειακό χώρο.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Το απόκομμα από το πρωτοσέλιδο της γαλλικής L’Illustration της 23ης Σεπτεμβρίου του 1922, ανακοινώνει την εκκένωση της Σμύρνης από κατοίκους της αγγλικής κοινότητας

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
«Κανείς ποτέ δεν ξέρει πότε θα γίνει πρόσφυγας» είπε η λουκουμοποιός Ντίνα Συκουτρή. Οι γλαφυρές διηγήσεις της μας συγκίνησαν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΠέντε γυναίκες από τη Σμύρνη θυμούνται τι έτρωγαν εκείΤι μαγείρευαν στις προσφυγικές συνοικίες της Ελλάδας του 1922;

Ροδόνερο για τους κουραμπιέδες και για λευκή επιδερμίδα

Η Ειρήνη Χαρδαλή, γιατρός στο επάγγελμα, βρέθηκε στη Σύρο από προσωπική επιλογή. Είχε παππού από την Πέργαμο και γιαγιά από το Αχιρλί. Ο παππούς της, Ιωάννης Χαρδαλής, που ήταν έμπορος και ζαχαροπλάστης, έφυγε με τη Μικρασιατική Καταστροφή τον Αύγουστο του ’22, μαζί με τους γονείς του Βαγγέλη και Μαρία και τα τρία αδέρφια του, και πήγαν στη Μυτιλήνη, όπου έφτιαξαν ένα καφενείο στην Επάνω Σκάλα. Εκεί γνωρίστηκε με τη μέλλουσα σύζυγό του, Ειρήνη Μαργαρίτη, και έστησαν το σπιτικό τους σε ένα νεοκλασικό στην οδό Λεσβώνακτος. Έκαναν τρία παιδιά, τη Ζωή, τη Δέσποινα και τον Αριστοτέλη, που είναι ο πατέρας της δικής μας Ειρήνης. Αργότερα μετακόμισαν στην Κάτω Τούμπα στη Θεσσαλονίκη.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο

Ο προπάππους της Ειρήνης από την πλευρά της γιαγιάς της, Γεώργιος Μαργαρίτης από το Αχιρλί, ένα κεφαλοχώρι του Καραμπουρνού στην Ερυθραία, είχε πολεμήσει στο Αφιόν Καραχισάρ, όπου και παρασημοφορήθηκε. Προέβλεψε τα επακόλουθα εγκαίρως κι έτσι πήρε νωρίς την οικογένειά του και διέφυγε στη Μυτιλήνη, μαζί με τη γυναίκα και τις τέσσερις κόρες του. Η μια του κόρη, η συνονόματη γιαγιά της Ειρήνης, ήταν πανάξια μαγείρισσα και μαγείρευε κυρίως φαγητά που είχαν σχέση με τη θάλασσα. Τα γεμιστά καλαμαράκια της ήταν ίσως το πιο σπέσιαλ φαΐ που έφτιαχναν συχνά στην οικογένειά της. Αλλά και το αρνί ήταν πολύ σύνηθες στις μαγειρικές της Ειρήνης –παρόλο που η ίδια δεν το αγαπούσε– και βέβαια τα κληματόφυλλα (επειδή στην Ερυθραία είχαν πολλά αμπέλια), τα οποία έκαναν γεμιστά, είτε ορφανά είτε με αρνίσιο κιμά και αυγολέμονο. Έφτιαχναν, όπως και οι περισσότεροι Μικρασιάτες, τα κατημέρια με τυρί, αυγό και δυόσμο και τα σέρβιραν πασπαλισμένα με κάποιο λαδοτύρι. Πάρα πολλά γλυκίσματα ετοίμαζαν επίσης: τα Χριστούγεννα έκαναν φοινίκια, δίπλες και πολλά γλυκά του κουταλιού, όπως σταφύλι, κυδώνι, κολοκύθα, μελιτζανάκι. Η μυρωδιά του δυόσμου κυριαρχούσε στα αλμυρά, στα κρεατικά, στα λαχανικά, στα λαδερά, στους ντολμάδες, ενώ χρησιμοποιούσαν πολύ και το ροδόνερο – για τους κουραμπιέδες και όχι μόνο… Όπως μας λέει η εγγονή της, η γιαγιά Ειρήνη είχε κατάλευκη επιδερμίδα σαν τον αφρό του γάλακτος, επειδή το ροδόνερο το χρησιμοποιούσε και για να πλένεται, κι αυτό ήταν και το μόνο καλλυντικό που χρησιμοποιούσε. «Αυτή η μυρωδιά μού θυμίζει πολύ όμορφες στιγμές, τρυφερότητα, αγκαλιές. Η μνήμη τους είναι παντοδύναμη και η απουσία τους καταλυτική», μας είπε η κ. Χαρδαλή.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Καντίν μπουτού κεφτέ ή κεφτέδες «μπούτι της γυναίκας». Την οικογενειακή, περγαμηνή συνταγή μας ετοίμασε η Ειρήνη Χαρδαλή.

Κυβέλη, η τεράστια Σμυρνιά ντίβα

«Γεννήθηκα στη Σμύρνη, που τώρα είναι ερείπια», συνήθιζε να λέει η Κυβέλη, που εκτός από ξακουστή πρωταγωνίστρια και θιασάρχης, ήταν και πρώτη στο «αξαμτζιλίκι». Έτσι έλεγαν την τέχνη της περιποίησης των φιλοξενουμένων, που στο σπίτι της Κυβέλης περιλάμβανε οπωσδήποτε την προσφορά μεζέ και ποτού πριν από το φαγητό. Στην οικογένειά τους έδιναν μεγάλη αξία στη φροντίδα και στην αφθονία, αλλά στην πραγματικότητα δεν οργάνωναν τραπέζια, μόνο που αν πέρναγες, θα σε κρατούσαν οπωσδήποτε για φαΐ. Κάπως έτσι προέκυψε και το περίφημο ψαροπίλαφο, ένα γρήγορο πιάτο που σκάρωνε η Κυβέλη τσάκα τσάκα με το περισσευούμενο φαγητό της ίδιας μέρας. Αυτό το δοκίμασε μάλιστα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν κάποτε βρέθηκε στο κατώφλι της. Πάντως η Κυβέλη προτιμούσε τη γαλλική κουζίνα, της άρεσαν πιο πολύ τα ευρωπαϊκά, όπως μας λέει η Βαλεντίνη Ποταμιάνου.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Λολός χταποδιού: «Τον ξέρω από τους παλιούς αυτόν τον μεζέ. Τότε γινόντανε χαμός στις ταβέρνες με τον λολό, και τώρα πάνε και τον πετάνε» μας έλεγε η Ντίνα Συκουτρή ενόσω καθάριζε με ευλαβική προσοχή τον λολό, δηλαδή τα εντόσθια από την κουκούλα του χταποδιού.

Τη μαρτυρία της Κυβέλης ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη τη βρίσκουμε μέσα στην αυτοβιογραφία του επίσης Σμυρνιού προπάππου της Βαλεντίνης και πρώτου συζύγου της Κυβέλης, του Μήτσου Μυράτ, με τίτλο «Η ζωή μου». Ο Μυράτ έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός με τον θίασο της Κοτοπούλη το 1900, στο περιβόητο Sporting Club της Σμύρνης. Η Κυβέλη πρωτοεμφανίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1904, στο θέατρο Απόλλων της Ερμούπολης, μόλις 16 ετών, δίπλα στον σύζυγό της Μήτσο Μυράτ, με τον θίασο του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Λέει ο Μυράτ στην αυτοβιογραφία του: «Της διηγούμουν όλα όσα ήξερα, όλες τις λεπτομέρειες της ζωής μου. Μου έλεγε κι εκείνη τα δικά της, πώς έτυχε να έρθει στη ζωή, άγνωστη, ριγμένη σαν ένα άχρηστο πραγματάκι, ποιοι και κατά πάσα πιθανότητα ήταν οι γονείς της που κρυφά άκουσε να λένε στου Λεονάρδου ότι είχε γεννηθεί στη Σμύρνη». Αργότερα έγινε γνωστό από άλλες μαρτυρίες ότι τον αληθινό της πατέρα τον σκότωσαν οι Τσέτες. Ωστόσο εκείνη επέστρεφε στη Σμύρνη. «Το τελευταίο της ταξίδι ήταν το 1920, μέσα στο παραλήρημα του στρατού, της τρέλας των Ελλήνων, των ομογενών και άλλων πληθυσμών της Μικράς Ασίας, ακόμα και όσων έμεναν στα μακρινά, στα απάτητα μέρη, όπως ήταν η οροσειρά του Ταύρου ή η Καππαδοκία», λέει η Βαλεντίνη. Κι όσο συνέχιζε να μας διηγείται γλαφυρά τα όσα άκουσε να λένε και όσα διάβασε για τη διάσημη προγιαγιά της, τα ψάρια άχνιζαν μέσα στο τσουκάλι.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Πορτρέτο της Κυβέλης δίπλα σε ανατολικό παράθυρο

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Αρνάκι Αϊβαλιώτικο από την Ερυθραία. Ένα θεσπέσιο μελωμένο φαγάκι που ετοιμάζουν τις Κυριακές την εποχή που βγαίνουν τα κυδώνια.

Η Σμύρνη μέσα στο φαΐ και στο κρασί

«Και τι έχει μείνει; Οι σπασμένες πιατέλες. Ε, αυτά μιλάνε. Και το σερβίτσιο του Βενιζέλου. Ήταν ιέρεια του βενιζελισμού η Κυβέλη», λέει η Βαλεντίνη. Εποχή του ρομαντισμού και γι’ αυτό οι Σμυρνιοί μετονόμασαν το Sporting Club σε θέατρο Κυβέλης. Υπάρχουν άλλωστε και φωτογραφίες από αυτό. Το ’20 είναι η τελευταία χρονιά που η μεγάλη ντίβα παίζει στη Σμύρνη. Δεν ξαναπήγε μετά. Το ’20 πάει στη Χίο, όπου συναντά και ερωτεύεται τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το ’21 ήρθε στη Σύρο. «Η Σμύρνη είναι μια αίσθηση. Περνάει μες στις γενιές. Περνάει μέσα στη μνήμη και όσων τη μεταλαμπαδεύουν ο ένας στον άλλο. Μέσα στο φαΐ, μέσα στο κρασί, αλλά και μέσα στην τεράστια μελαγχολία της ανατολής. Λέει ένας φιλόσοφος: “Η αλήθεια της ζωής είναι η ανάμνηση”».

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Η Ειρήνη ετοίμασε ακαρονόπιτες τηγανητές που τις έφτιαχναν στα Αλάτσατα και τις έλεγαν και παυλόπιτες. Οι ακαρόνοι ή παύλοι είναι τα τσουνιά των κρεμμυδιών, δηλαδή τα πράσινα στελέχη τους.

Ο καβγάς για τον χαλβά

Στο πατρικό σπίτι της λουκουμοποιού Ντίνας Συκουτρή συνέβαινε ο πόλεμος του σιμιγδαλιού. Ο «καβγάς» ήταν για τον πολίτικο και τον σμυρναίικο χαλβά, ποιον θα έφτιαχναν κάθε φορά σε γιορτές, αφού η μητέρα της ήταν από την Πόλη και ο πατέρας της Σμυρνιός. Συγκεκριμένα, η μαμά της, Χρυσάνθη Ζησίδου, έφτασε στη Σύρα το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ήταν κόρη της Ικαριώτισσας Κωνσταντινιάς Κοτσογιάννη και του Ηπειρώτη Αχιλλέα Ζησίδη, που ήρθαν στη Σύρα από την Πόλη. Ο πατέρας της, Γεώργιος Συκουτρής, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1907. Έφτασε στη Σύρα –περνώντας πρώτα από τη Χίο– το 1922 με την καταστροφή της Σμύρνης, με το τελευταίο καράβι που τους πήρε, μαζί με τις δύο αδερφές του, τη Μαρία και την Καλλιόπη, και τον μικρό –μόλις έξι μηνών– ανιψιό του, τον Σταμάτη. Ήταν δεκαπέντε χρονών τότε κι όλο αυτό που έζησε το θυμόταν ολοζώντανα μέχρι που πέθανε, το 1993. Ποτέ δεν ξέχασε τη Σμύρνη, τον τρόπο που έφυγε ή τη σκηνή που έζησε μέσα στο διοικητήριο στην παραλία της Σμύρνης, όταν τους συνέλαβαν και σκότωσαν μπροστά στα μάτια του τον πατέρα του Κωνσταντίνο Συκουτρή και τον αδερφό του, Μιχάλη. Ο άλλος του αδερφός πρόλαβε κι έφυγε.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Ψώνια στην αγορά της Ερμούπολης, στο μπακάλικο του Κώστα Πρέκα

Ο Κωνσταντίνος, μόλις κατάλαβε ότι θα τον σκοτώσουν, είπε στα παιδιά του ότι, αν θέλουν να ζήσουν, να μη γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τους για να δουν τι θα συμβεί στους άλλους. Έτσι κι έκανε ο Γεώργιος. Έτρεξε και σκαρφάλωσε στον τοίχο του διοικητηρίου για να πηδήσει έξω, μήπως γλιτώσει. Όμως τον είδε ένας Τούρκος στρατιώτης και τον χτύπησε τόσο δυνατά με τον υποκόπανο του όπλου του, που του συνέθλιψε το πόδι. Παρότι πληγωμένος, κατάφερε να βγει από τη μάντρα και να φτάσει στον χιώτικο μαχαλά για να ψάξει τις δύο αδερφές του. Βρήκε τη μικρή του αδερφή Καλλιόπη, 14 χρονών, βιασμένη και την άλλη αδερφή με ένα μωρό στην αγκαλιά και τον άνδρα της δίπλα σκοτωμένο. Μάζεψε το κουράγιο του και κοίταξε να βρει τρόπο να κατεβούν στο λιμάνι για να σωθούν, γιατί οι Τσέτες είχαν περικυκλώσει όλη τη Σμύρνη κι είχαν ήδη αρχίσει να απλώνονται μέσα στις γειτονιές. Είχε έναν πάρα πολύ αγαπημένο φίλο Τούρκο, τον Μπελή, με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί. Η φιλία που τους συνέδεε αποδείχθηκε πολύ πιο δυνατή από κάθε συνθήκη, από κάθε άλλο ανθρώπινο δεσμό. Ο Τούρκος έβγαλε τον αραμπά του, τους έβαλε μέσα, τους σκέπασε με πάπλωμα από πάνω και μετά τους έβαλε και σανό, και προσπάθησε να τους κατεβάσει μέχρι το λιμάνι, απ’ όπου έφευγε το τελευταίο πλοίο για τη Χίο. Κι ας ήξερε πως, σύμφωνα με το φιρμάνι του Κεμάλ, όποιος Τούρκος βοηθούσε Έλληνα πρώτα θα εκτελούνταν ο ίδιος. Δεν είχε να κερδίσει τίποτα παρά μόνο την αγάπη του φίλου του και την παντοτινή του ευγνωμοσύνη.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Η Βαλεντίνη ετοίμασε το ψαροπίλαφο με συνταγή της προγιαγιάς της από τον Τσελεμεντέ. Βρήκε ολόφρεσκα ψάρια ημέρας, στην αγορά της Ερμούπολης.

Στη Χίο όταν έφτασαν επικρατούσε το αδιαχώρητο. Τους ρώτησαν πού θέλουν να πάνε. Επειδή ο Γεώργιος γνώριζε την τέχνη του λουκουμοποιού από τον πατέρα του, που έκανε λουκούμια και άλλα γλυκά γαλακτοπωλείου στη Σμύρνη, επέλεξε να πάει στη Σύρα, όπου υπήρχε ήδη η τρίτη γενιά λουκουμοποιών από την πρώτη προσφυγιά της Σφαγής της Χίου. Άλλωστε η Ερμούπολη είχε ήδη έναν αστικό χαρακτήρα κι ως εκ τούτου ήταν πολύ πιο οικεία για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, που προέρχονταν από αστικά περιβάλλοντα. Ήρθαν έτσι στην Ερμούπολη προσπαθώντας να χτίσουν μια καινούργια ζωή. Αρχικά εργάστηκε σε κάποια παλιά λουκουμοποιεία και το 1928, 23 ετών, του έδωσαν την άδεια να ανοίξει τη δική του επιχείρηση, που υπάρχει ακόμη. Κάπως έτσι ξανάρχισε τη ζωή του, ανάπηρος πλέον, αφού το πληγωμένο πόδι έπαθε γάγγραινα και χρειάστηκε να του το κόψουν δύο φορές. Όμως έζησε με την πεποίθηση ότι όλα μπορούμε να τα πετύχουμε, ακόμα κι αν έρθει το μεγαλύτερο κακό.

Ρόδινα ήταν μόνο τα λουκούμια

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο

Πολλοί Μικρασιάτες πίστευαν ότι, όταν θα έφταναν στην Ελλάδα, θα ήταν όλα πιο ρόδινα. Έφεραν μαζί και τα ιερά τους, το εικόνισμα, το καντηλάκι τους, κράτησαν τα ήθη και τα έθιμά τους. Η ζωή όμως στη Σύρα δεν ήταν πάντα όμορφη. Πέρασαν μεγάλες δυσκολίες. Για κάποιους ήταν πάντα οι πρόσφυγες, οι «ξενομερίτες», και τα παιδιά τους οι «τουρκόσποροι». Σιγά σιγά, με τα χρόνια, όλα αυτά απαλύνθηκαν. Μόλις άνοιξε το πρώτο του μαγαζί ο Γεώργιος Συκουτρής, πήρε κι εκείνος άλλους ανθρώπους δίπλα του να δουλεύουν κι αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να φτιάξει την οικογένειά του. Η Χρυσάνθη, η γυναίκα του, ήταν μια καλλονή. Μαζί έκαναν τέσσερα παιδιά, που τα μεγάλωσαν μέσα στο μαγαζί και έμαθαν κι αυτά την τέχνη του λουκουμιού. Οι γονείς όμως ζούσαν δύο πραγματικότητες: μία του ονείρου, της μνήμης και της απαντοχής, και μία της καθημερινότητας. Κι αυτό δεν ήταν εύκολο για τα παιδιά των Μικρασιατών. Τους πήρε χρόνια πολλά μέχρι να καταφέρουν να χωρέσουν σε ένα ενιαίο καλούπι το χαρμάνι της ζωής τους. Το σπίτι τους μύριζε κεφτέδες, που τους έφτιαχναν με όλων των λογιών τα λαχανικά, ψάρι πλακί και μπακαλιάρο σκορδαλιά, ψιλό αθερινάκι με κρεμμύδι, σαρδέλα λεμονάτη, κεσκέκι και σαλιάγκους στιφάδο.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Το διάσημο ψαροπίλαφο της Κυβέλης φτιάχνεται κατά προτίμηση με πετρόψαρα, τα «σκοτεινά» ψάρια όπως τα έλεγε η Κυβέλη. Το πιλάφι βράζει στο ψαρόζουμο γιατί «αν βάλεις νερό θα χαλάσει το concentré (η συμπύκνωση)», όπως έλεγε η θεατρίνα.

«Τη λέξη “προσφυγιά” να μην την απαξιώνουν. Κανείς ποτέ δεν ξέρει πότε θα γίνει πρόσφυγας. Αν δεν το έχεις ζήσει, δεν μπορείς να νιώσεις αυτό που νιώθουν οι ξεριζωμένοι άνθρωποι που δεν φταίνε για την προσφυγιά τους. Φταίνε αυτοί που αποφάσισαν γι’ αυτούς. Οι άνθρωποι με τα χρυσά στιλό, με τα υπέροχα μέγαρα, με τα γραφεία τα μοναδικά, όπου υπέγραφαν τις συνθήκες και έκαναν μεταξύ τους το μοίρασμα του κόσμου. Που δεν σκέφτονταν τίποτα, δεν έβλεπαν λαούς, παρά μόνο συμφέροντα. Είναι σκληρό, αλλά δεν το συγχωρώ, γιατί δεν είμαστε ούτε ξενομερίτες ούτε τουρκόσποροι. Είμαστε Έλληνες που φέραμε πολιτισμό», λέει η Ντίνα, η οποία πριν από λίγα χρόνια γράφτηκε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών, τομέα Ελληνικού Πολιτισμού, και αποφοίτησε το 2016, σε ηλικία 73 ετών. Συνέβαλε επίσης καθοριστικά στην ένταξη του λουκουμιού στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας το 2020, συλλέγοντας και παρουσιάζοντας τεκμηριωμένα ντοκουμέντα.

Από τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη Σύρο
Ο Γεώργιος Συκουτρής γνώριζε την τέχνη του λουκουμοποιού από τον πατέρα του, που έκανε λουκούμια και άλλα γλυκά γαλακτοπωλείου στη Σμύρνη. Όταν χρειάστηκε να πάρει μια απόφαση, επέλεξε να πάει στη Σύρα, όπου υπήρχε ήδη η τρίτη γενιά λουκουμοποιών από την πρώτη προσφυγιά της Σφαγής της Χίου.

Το άρθρο αποτελεί μέρος του αφιερώματος «Η μεγάλη κουζίνα της Μικράς Ασίας», στο οποίο οκτώ οικογένειες Μικρασιατών μοιράστηκαν μαζί μας μνήμες και οικογενειακές ιστορίες και μας μαγείρεψαν τις συνταγές με τις οποίες μεγάλωσαν.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 199.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών