Ήταν μόλις δώδεκα χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην πόλη, στις 25 Νοεμβρίου 1922, όταν στον αριθμό 15Α της Λεωφόρου της Δημοκρατίας (πρώην Avenida Ressano Garcia) άνοιξαν οι πόρτες του καφε-ζαχαροπλαστείου Pâtisserie Versailles. Ιδρυτές ο José Monteiro Unhais και ο Salvador José Antunes, ένας μορφωμένος γαλλομαθής που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις τέχνες, αλλά και στη ζαχαροπλαστική, κι ήταν εκείνος που αποφάσισε να δώσουν γαλλική ονομασία και αντίστοιχα μεγαλοπρεπή διακόσμηση στην επιχείρηση. Είχαν περάσει περίπου τρεις αιώνες από τότε που ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ είχε χτίσει το ομώνυμο παλάτι-σύμβολο της πολυτέλειας. Τι περίεργο που ο Antunes επέλεξε μια ονομασία που ξυπνούσε μνήμες μοναρχίας σε έναν δρόμο που υμνούσε τη δημοκρατία.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Εκείνη την περίοδο η Πορτογαλία προσπαθούσε να βγει από τη μεταπολεμική καταχνιά. Η Avenida da República αποτελούσε κεντρική αρτηρία και κύρια είσοδο προς το κέντρο της Λισαβόνας. Μεταπολεμικά άρχισαν να χτίζονται σε αυτή τη λεωφόρο κτίρια της art nouveau, τα οποία πρόσθεσαν αίγλη στον δρόμο-σύμβολο. Η λειτουργία του ζαχαροπλαστείου με τις δύο μεταλλικές βιτρίνες που πλαισιώνουν την είσοδο, η επιβλητική εσωτερική διακόσμηση, τα βιτρό και τα γυαλισμένα μάρμαρα, οι επίχρυσες λεπτομέρειες στις κολόνες και η «κεντημένη» με γύψινα στολίδια οροφή, οι πολυέλαιοι και το προσωπικό με τις κομψές στολές έκαναν πάταγο στη Λισαβόνα της δεκαετίας του 1920. «Ο νέος οίκος τσαγιού είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος. Από τα όμορφα έργα του ζωγράφου Benvindo Ceia, που θυμίζουν τις υπέροχες λίμνες των Βερσαλλιών, μέχρι τα θαυμάσια γλυπτά του Fausto Fernandes, όλα είναι στο ύφος του Louis XIV […]. Η Pâtisserie Versailles είναι, από όλα τα καταστήματα του είδους, το καλύτερο στην πρωτεύουσα και σε όλη τη χερσόνησο», θα γράψει η εφημερίδα Diário de Lisboa την επομένη των εγκαινίων.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο πρώτος σεφ ήταν ο Mariano Rey, γεννημένος στη Μαδρίτη. Συνηθιζόταν τότε (όπως άλλωστε και σήμερα) να «εισάγουν» ζαχαροπλάστες και μαγείρους για να σπουδαιολογήσουν τις ικανότητες του εκάστοτε δημιουργού. Ο Rey πάντως φαίνεται ότι τα κατάφερε περίφημα, καθώς έφτιαχνε τις δικές του σοκολάτες και επεξεργαζόταν αμύγδαλο για κάθε χρήση (μια λειτουργία του εργαστηρίου που διεκόπη πρόσφατα). Μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1926, χρειάστηκε να αλλάξουν την ονομασία της επιχείρησης, κι από Pâtisserie να το κάνουν Pastelaria, δηλαδή «ζαχαροπλαστείο» στα πορτογαλικά, καθώς απαγορεύτηκαν οι ξένες ονομασίες. Το μενού εμπλουτίστηκε με τοπικές και ευρωπαϊκές σπεσιαλιτέ. Εκλεκτά τσάγια, πυκνό ρόφημα καλής σοκολάτας, τηγανητές ζύμες, μπισκότα και πτι φουρ με μαρμελάδες, ταρτάκια με κρέμα, αλλά και όλα τα είδη σφολιάτας σερβίρονταν στην εκλεκτή κλιεντέλ. Oύτε η διακόσμηση, αλλά ούτε και οι συνταγές τους έχουν αλλάξει εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Σήμερα οι «Βερσαλλίες» είναι μέλος του Συνδέσμου Ιστορικών Cafés της Ευρώπης και από το 1987 το κτίριο αποτελεί αρχιτεκτονική κληρονομιά της Πορτογαλίας. Eπισκέπτες κάθε ηλικίας έρχονται για να θαυμάσουν το café που συμβολίζει μια ολόκληρη εποχή. Εντάξει, και για να δοκιμάσουν τα γλυκά του. Το 2017 η διοίκηση προχώρησε σε επεκτάσεις και δημιούργησε δύο νέα σημεία στην πόλη. Αν θέλετε να ζήσετε λίγα λεπτά σαν ντόπιος στο πρώτο κατάστημα της Avenida da República, παραγγείλτε bica, δηλαδή ένα δυνατό εσπρεσάκι από καφέ σκούρο καβουρδισμένο, μαζί με sonhos, δηλαδή ντόνατς-όνειρο, όπως είναι η ονομασία τους, πασπαλισμένα με ζάχαρη και κανέλα, ή pasteis de nata, τις μίνι πορτογαλικές γαλατόπιτες. Θα σας τα σερβίρουν «γκαρσόν» μιας κάποιας ηλικίας, ντυμένα με γιλέκο, λευκό πουκάμισο και παπιγιόν. Η εξυπηρέτηση υμνείται από όλους τους πελάτες τους. Το λευκό φλιτζάνι για τον καφέ, την πυκνόρρευστη σοκολάτα ή το τσάι φέρει ένα πράσινο σχέδιο, το οικόσημό τους. Μην ξεχνάτε ότι βρίσκεστε σε παλάτι.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.