Είναι όμορφο το Prac∙sitele, με τις πρασινάδες που κρέμονται από το ξύλινο ταβάνι ή ξεμυτίζουν ανάμεσα στους ημικυκλικούς καναπέδες και τα οβάλ μαρμάρινα τραπέζια. Αλλά νομίζω ότι αυτό που μου άρεσε περισσότερο σε αυτό το ιταλικής κατεύθυνσης μαγαζί, που άνοιξε στις αρχές του Δεκέμβρη στο ισόγειο των Βelle Epoque Suites, κι είναι προϊόν συνεργασίας του Ηλία Ανθίδη και του Σπύρου Κερκύρα με τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, είναι το ότι είναι τριγυρισμένο από πόλη. Από το τζάμι βλέπεις από τη μία την Πραξιτέλους, από την άλλη την πιο ήσυχη Χαβρίου. Τον κόσμο που περνάει, βολτάροντας ή κάνοντας τις δουλειές του, τις ηλεκτραγορές με τις βιτρίνες γεμάτες πολύφωτα, απλίκες και πορτατίφ – κλασική «πηγή» φωτιστικών ο δρόμος. Το κέντρο τώρα αναλαμβάνει τα… visuals, όταν ζεστάνει ο καιρός όμως, και τα παράθυρα θα ανοίξουν, θα ακούς και τους ήχους του. Μαζί με τη μουσική, που αιωρείται σε λογική ένταση στον ωραία φωτισμένο χώρο.
|
|

Γεμάτο κόσμο το πέτυχα ένα βράδυ Τετάρτης που πρωτοπήγα. Ήδη πολλοί το έχουν μάθει. Και να μην το ξέρεις όμως δεν θέλει και πολύ να αποφασίσεις να καθίσεις για μια πίτσα ή pinsa (βγαίνουν, όπως και το προζυμένιο χωριάτικο ψωμί και οι φοκάτσες τους, από τον θολωτό φούρνο στο βάθος) ή ένα πιάτο ζυμαρικά. Η ιταλική κουζίνα αρέσει. Σερβιρισμένη σε ένα περιβάλλον κομψό, πιο εστιατορικό σε στιλ από άλλα ολοήμερης δράσης στέκια τριγύρω και παράλληλα χαλαρό, αρέσει ακόμη περισσότερο. Το Prac∙sitele τικάρει πολλά κουτάκια, από καφέ και προτάσεις για brunch από νωρίς, μέχρι ποτό και τσιμπολόγημα ή φαγητό πιο αργά. Και μόνος σου μπορεί να καθίσεις για έναν εσπρέσο και κάτι να τσιμπήσεις. Και μετά τη δουλειά να πιάσεις ένα τραπέζι και να πεις τα νέα σου τρωγοπίνοντας, είτε με τους φίλους είτε με το ταίρι σου.




Στο μενού που υπογράφει ο Βασίλης Παύλος συναντά κανείς γνώριμα πιάτα, άλλοτε κλασικά, άλλοτε ιδομένα με πιο σύγχρονη ματιά. Το vitello tonnato ο αφρός τόνου έχει ωραία υφή μεν, ήπια γεύση δε, και νομίζω ότι αν η παρουσία του τόνου ήταν πιο έντονη, θα έδενε ακόμη πιο ωραία με την κρέμα λεμονιού και την κάπαρη. Μαζί με το μοσχάρι ταρτάρ που το αρτύζουν με παλαιωμένη παρμεζάνα, λεμόνι κονφί και μαγιονέζα με φιστίκι είναι καλή αρχή. Από εκεί και πέρα μπορείς να κινηθείς στο πεδίο «πίτσα», που στο Prac∙sitele έχει προζυμένιο ζυμάρι 48ωρης ωρίμασης ή στο πεδίο «pinsa», αν προτιμάς την εκδοχή της Ρώμης. Εμείς πήραμε και από τις δύο: μια πίτσα με burattina, μορταδέλα, πέστο φυστικιού Αιγίνης και φυλλαράκια βαλεριάνας, και μια pinsa, τραγανή και τροφαντή, με ventricina (πικάντικο ιταλικό σαλάμι), peperoncino και γλυκοφάγωτη σάλτσα από τοματάκια San Marzano. Όσο για τα ζυμαρικά, είναι κι αυτά βασικό κεφάλαιο. Στην καλοφτιαγμένη cacio e pepe με pecorino Sardo και αρκετό πιπέρι Σετσουάν μπορείς αν θέλεις να προσθέσεις και νιφάδες μαύρης τρούφας (την τρίβουν μπροστά σου εκείνη τη στιγμή), η carbonara με το τραγανό guanciale είναι πολύ πετυχημένη κι επίσης ευχάριστα πιπεράτη, και τα ριγκατόνι με bolognese φτιαγμένη με βοδινό ξηρής ωρίμασης και κρέμα παρμεζάνας άκρως κρεατένια, πιάτο ρουστικάνικο και χορταστικό.


|
|
Η κοτολέτα αλά Μιλανέζε με την τραγανή χρυσαφένια κρούστα, «κεντημένη» με τομάτα κονφί, κρέμα μαύρου σκόρδου πίκλες σιναπόσπορου και γκρεμολάτα, είναι λίγο φορτωμένη, και το κατά τα άλλα ζουμερό, καλοφτιαγμένο μπαμπαδάκι που πρέπει να σπάσεις την επικάλυψη για να το ανακαλύψεις, ρέπει ακόμη περισσότερο προς τον μαξιμαλισμό. Tο φαγητό πάντως σου αφήνει καλές εντυπώσεις και δένει ωραία με τα ελληνικά και ιταλικά κρασιά της λίστας και τα κοκτέιλ της Δήμητρας Γκλιάτη, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν στην κατηγορία «aperitivο». Το Medi Americano, με Aegean Tonic αντί για σόδα, είναι ό,τι πρέπει για να ξεκινήσεις το βράδυ σου, το ίδιο και το πιο λουλουδάτο Βellini Spritz, κι η λίστα έχει κι άλλα ενδιαφέροντα. Κι αν δεν έχεις κατά νου να συνεχίσεις με φαγητό-φαγητό, μπορείς να βάλεις στη σέντρα μερικές μπρουσκέτες με στρατσιατέλα και ψητά ντοματίνια ή με μανιτάρια και γκορκοντζόλα ή ένα πλατό με τυριά και αλλαντικά. Το σέρβις, πρόθυμο και εγκάρδιο, βοηθάει να μάθεις τα κατατόπια.