Το είδα πρώτη φορά σε Instagram story, όταν η πρεσβεία της Κορέας το είχε επιλέξει για να διοργανώσει εκεί ένα σεμινάριο παρασκευής κίμτσι. Μέχρι τότε δεν είχε τύχει να περάσω τη χαριτωμένη είσοδο του Seoul House στο Παλαιό Φάληρο, το οποίο είναι, όχι μόνο ένα από τα πιο αυθεντικά κορεάτικα εστιατόρια της Αθήνας -και από τα πρώτα ασιατικά της πόλης-, αλλά ίσως το μοναδικό που προσφέρει την εμπειρία του κορεάτικου μπάρμπεκιου. Στα ειδικά τραπέζια με την εστία στο κέντρο οι θαμώνες ψήνουν μόνοι τους τα λεπτά κομμάτια κρέας και, καθώς δεν ακούγεται μουσική στον χώρο, την ησυχία σπάνε τα τσιτσιρίσματα.
Ακολουθώντας τις οδηγίες των σερβιτόρων καταφέρνουμε κι εμείς να ψήσουμε τη χοιρινή πανσέτα και το μαριναρισμένο μοσχαρίσιο κρέας, εξοπλισμένοι με λαβίδα και ψαλίδι, για να κόβουμε τα μεγαλύτερα κομμάτια σε μπουκιές. Ένα καλαθάκι με φύλλα μαρουλιού, ατομικά μπολάκια με ρύζι, σάλτσες και συνοδευτικά λαχανικά γεμίζουν το τραπέζι. Κατευθείαν από τη φωτιά, τυλίγουμε το κρέας σε δροσερά μαρουλόφυλλα, αφού το βουτήξουμε σε σάλτσες σουσαμιού και καυτερής πιπεριάς. Δοκιμάζουμε μια ελαφριά σούπα με κρεατένια ντάμπλινγκς και μια άλλη, καυτερή, πορτοκαλοκκόκινη, με κίμτσι, τόφου και χοιρινό. Τσουγκρίζουμε και ποτήρια με διάφανο, παγωμένο σότζου.
Η κα Τσόι Σουνάε κάθεται στο ταμείο συντονίζοντας την κουζίνα και το προσωπικό. Ακριβώς πίσω της είναι κρεμασμένο ένα κάδρο με τις λουλουδάτες καρφίτσες που πλέκει μόνη της. Μαζί με τον σύζυγό της, κο Γι Γουονού, ήρθαν στην Ελλάδα πριν από περίπου σαράντα χρόνια και έφτιαξαν τη δική τους επιχείρηση, με φαγητό της πατρίδας τους. Στο μεταξύ, μεγάλωσαν δύο παιδιά και μέχρι σήμερα συνεχίζουν να κρατούν το οικογενειακό εστιατόριο που φέρνει στην Αθήνα λίγη Σεούλ. Με τη βοήθεια του μεγαλύτερου γιου τους, ο οποίος ανέλαβε τη μετάφραση όπου χρειαζόταν, μάθαμε την ιστορία τους.
«Όταν ανοίξαμε, ήμασταν ένα από τα πρώτα ασιατικά εστιατόρια της Αθήνας. Ξεκινήσαμε από τους Αμπελόκηπους το 1984 ως Seoul, δίπλα στο ξενοδοχείο President. Για πολλά χρόνια, βέβαια, μαζί με την κορεάτικη είχαμε και κινέζικη κουζίνα, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να την καταργήσουμε, θέλοντας να κρατήσουμε έναν πιο παραδοσιακό χαρακτήρα», εξηγεί ο κος Γι Γουονού. Όπως συμπληρώνει ο γιος του, με τη βοήθεια της K-pop, των κορεάτικων σειρών και του κινηματογράφου, το ενδιαφέρον των Ελλήνων για την κουζίνα της χώρας του έχει αυξηθεί τελευταία. Ρωτάμε τον κο Γι Γουονού πως βρέθηκε από την Κορέα στην Αθήνα και με ενθουσιασμό απαντάει «Τουρίστας!». Ως υπάλληλος κορεάτικης κατασκευαστικής εταιρείας, εργαζόταν σε χώρες της Μέσης Ανατολής και από εκεί κατάφερε να επισκεφθεί για διακοπές την Ελλάδα, την οποία λάτρεψε. «Στην Κορέα έχει -15 βαθμούς. Εδώ μου άρεσε ο καιρός, η θάλασσα και οι άνθρωποι», λέει. Μέσα σε δύο χρόνια από την πρώτη του επίσκεψη έφερε στην Ελλάδα την οικογένειά του και άνοιξε το εστιατόριο στους Αμπελοκήπους. «Τότε υπήρχαν πολλοί Κορεάτες στην Αθήνα – γύρω στους 600. Τώρα, μαζί με τους εργαζόμενους στην πρεσβεία, είναι περίπου 240 άτομα. Για πολλά χρόνια οι πελάτες μας ήταν κατά βάση Κορεάτες, εργαζόμενοι σε πολυεθνικές εταιρείες, κυρίως ναυτιλιακές, καθώς η Κορέα περιλαμβανόταν ανάμεσα στους μεγαλύτερους κατασκευαστές πλοίων στον κόσμο και η Ελλάδα ήταν μεγάλη αγορά, λόγω των πολλών εφοπλιστών. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει κρίση στον κλάδο, καθώς η ναυπήγηση έχει πάει αρκετά προς την Κίνα. Η Κορέα έχει χάσει μέρος της ανταγωνιστικότητάς της και πολλοί απ’ όσους εργάζονταν στις ναυτιλιακές έχουν φύγει», εξηγεί.
Ακόμα όμως και όταν η αθηναϊκή κοινότητα των Κορεατών ήταν μεγαλύτερη, η λειτουργία του εστιατορίου δεν ήταν παιχνιδάκι. Η μαμά της οικογένειας, κα Τσόι Σουνάε, ανέλαβε την κουζίνα όταν βασικά κορεάτικα υλικά δεν πωλούνταν πουθενά στην πόλη. «Κάποια προϊόντα, όπως η gochujang, μια γλυκιά και καυτερή πάστα βασική στο μαγείρεμά μας, έπρεπε να τα φέρνουμε εμείς απευθείας. Ήταν αρκετά δύσκολα τα πράγματα, και επειδή ήμασταν ξένοι και γιατί ξαφνικά είχαμε ένα καινούργιο, τελείως διαφορετικό αντικείμενο εργασίας», αναφέρει.
Ακόμα και σήμερα οι ιδιοκτήτες του Seoul House ετοιμάζουν το δικό τους τόφου. «Το χρησιμοποιούμε στο εστιατόριο σε σούπες, σε σάλτσες και σε πολλές άλλες μορφές, αλλά το δίνουμε και σε κόσμο που το ζητάει για το σπίτι», λένε. Το κορεάτικο τουρσί τους, το κίμτσι, είναι επίσης σπιτικό. Το φτιάχνουν μάλιστα με λαχανικά από το μικρό αγρόκτημα του κου Γι Γουονού στην Εύβοια. «Έχουμε φυτέψει κινέζικο λάχανο με σπόρους που έχουμε φέρει από την Κορέα. Κάθε δύο εβδομάδες πάω και φροντίζω τα λάχανα, τα μαρούλια, το φρέσκο κρεμμυδάκι… Έχουμε και καυτερές κορεάτικες πιπεριές gochu, που τις ξεραίνουμε και τις χρησιμοποιούμε κι αυτές στο κίμτσι. Η κουζίνα μας είναι αρκετά καυτερή. Συνδυάζει το καυτερό με το γλυκό» εξηγεί.
Το bibimbap (ρύζι με ανάμεικτα λαχανικά και τηγανητό αυγό στη κορυφή), τα kimbap (κορεάτικο «σούσι» με ρύζι, φύκι, λαχανικά και κομμάτια κρέατος), τα pa jun («πάνκεικ» με φρέσκο κρεμμυδάκι), οι ζεστές σούπες και το japchae (εορταστικό πιάτο με νουντλς και κρέας) είναι μερικά ακόμα από τα πιάτα που μπορεί να δοκιμάσει κανείς στο Seoul House. «Το μπάρμπεκιου είναι μεγάλο κομμάτι της κουλτούρας και της καθημερινότητάς μας. Θεωρείται πως σε φέρνει κοντά στον άλλο. Οι Κορεάτες δεν είναι υπομονετικοί, είναι βιαστικοί. Στο μπάρμπεκιου όμως, όσο ψήνεις, θα συζητήσεις, θα μοιραστείς, θα πιεις το ποτό σου. Είναι κάτι που αρέσει και στους Έλληνες και σαν εμπειρία και σαν γεύση», συμπληρώνει o κος Γι Γουονού.
Τα τραπέζια με την ψησταριά στη μέση είναι ειδικές κατασκευές που έφεραν από την Κορέα και ένας από τους λόγους που κάνουν το Seoul House να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κορεάτικα της πόλης. Στις παρέες γύρω μας άλλοι ψήνουν και άλλοι τυλίγουν τα μαρουλάκια με προσοχή, σχεδιάζοντας την τέλεια μπουκιά. «Είναι χαρακτηριστικό του φαγητού μας ότι μπορείς να ρυθμίσεις την μπουκιά, ανάλογα με τα γούστα σου, π.χ. τόσο καυτερό, τόσο γλυκό, τόσο ρύζι. Να την κάνεις ακριβώς όπως σου αρέσει», καταλήγει.