Τον κυρ Νίκο μου τον σύστησε ενθέρμως ο Γιάννης, που ζει στη Σαντορίνη και φτιάχνει ωραία κρασιά. Μου είπε ότι είναι ένας καραβομάγειρας που γεννήθηκε στον Ποταμό, στη Θηρασιά, και πως στα 16 του μπαρκάρισε. Πέρασε όλη του τη ζωή στη θάλασσα και όταν έβγαινε στη στεριά ζούσε στη Δραπετσώνα. Ξεμπαρκάρισε το 2009, ωστόσο από το 1994 είχε παράλληλα και την ταβέρνα του στη Ρίβα, στη Θηρασιά, που την άνοιγε μόνο τα καλοκαίρια όσο έλειπε στα καράβια. Υπήρξε καραβομάγειρας από επιλογή και έμαθε στα πλοία να φτιάχνει από ψωμιά και γλυκά μέχρι πίτσες, πεϊνιρλί και μαγειρευτά.
Δεν είναι όνειρο, είναι αλήθεια
Το τσαρδάκι τους δεν είναι μαγαζί πολυτελείας. Η μόνη του πολυτέλεια είναι η ωραιότερη θέα στην καλντέρα της Σαντορίνης, απ’ άκρη σ’ άκρη. Είναι ένα ταβερνείο παλαιάς κοπής, ρομαντικό, απ’ αυτά που μας λείπουν και τα νοσταλγούμε. Με το που φτάσαμε στη Θηρασιά, μπήκαμε στο μαγαζί, ενημερώσαμε για την άφιξή μας και πως θα επιστρέφαμε σε καμιά ώρα, αφήσαμε στο ψυγείο να κρυώνουν δύο μπουκάλια Σαντορίνη προπέρσινη, που τα είχαμε φέρει μαζί, και φύγαμε με μια σακαράκα για σαφάρι στο νησί. Πήγαμε να δούμε τα καινούργια αμπέλια, πετύχαμε στον δρόμο έναν καουμπόι, τον Βαγγέλη, που ζει εκεί και καταπιάνεται με τη γη και τα ζώα, περάσαμε από το χωριό Ποταμός και από τον Μανωλά, την πρωτεύουσα του νησιού, ανεβήκαμε στην καλντέρα και κάναμε βόλτα στη ρεματιά της εγκαταλελειμμένης Αγριλιάς για να θαυμάσουμε τον Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, μια εκκλησιά του 1887, την ομορφότερη ολόκληρου του Αιγαίου. Όταν επιστρέψαμε στη Ρίβα, ο κυρ Νίκος κρατούσε τον δίσκο του γεμάτο για το τραπέζι με τους τουρίστες που είχαν φτάσει με τη μεσημεριανή λάντζα, μας έγνεψε να καθίσουμε και μας είπε πως θα μας έφερνε γρήγορα την παραγγελία μας, να μην ανησυχούμε.
Απλά ελληνικά
Στην κουζίνα μαγειρεύει κυρίως η κυρία Άννα, η γυναίκα του, αλλά, ομολογουμένως, ο σταρ του μαγαζιού είναι ο ίδιος ο κυρ Νίκος. Πρώτα μας έφερε την ντόπια φάβα με φρεσκοκομμένα, ζεματισμένα φύλλα κάππαρης και κρεμμύδι λεπτοκομμένο σαν ρυζάκι, και μια καταπράσινη ομελέτα με «σποράγκα» (σπαράγγια) και αυγά από του Βαγγέλη. «Το ζουμί από τα σποράγκα το πίνω με λίγο πιπέρι, γιατί κάνει καλό στον προστάτη» μας ενημερώνει. Σε λίγο ήρθε και μια μερίδα παπουτσάκια γλύκα, μελωμένα, από τα νοστιμότερα που έχω φάει ποτέ – «κάνουμε ένα ταψάκι με 8 μερίδες όλες κι όλες, για να μην περισσεύουν και τα πετάμε», εξηγεί. Στο τέλος μας σέρβιρε στιφάδο με αγριοκούνελο από τα Χριστιανά – ηφαιστειογενείς βραχονησίδες. Γλείψαμε και τα κόκκαλα. «Εμείς πάντα κοιτούσαμε να ξανάρθει ο κόσμος στο μαγαζί μας, γι’ αυτό και φροντίζαμε την ποιότητα. Δεν είμαστε μαγαζί τουριστικό, δουλεύουμε κυρίως με παλιούς πελάτες, φίλους πια, που έρχονται με τις λάντζες από τη Σαντορίνη», τονίζει.
Θα μπορούσα να κάθομαι με τις ώρες εκεί. Σηκώθηκα απρόθυμα, γιατί είδα την παντόφλα να φουντάρει την άγκυρα. «Δες εδώ», λέει πριν φύγουμε και μας δείχνει μια λεκάνη γεμάτη γόπες σπαρταριστές, που τις έχει πιάσει «εδώ, μπροστά από το μαγαζί». Τις ζηλέψαμε. Φορτωθήκαμε τα back pack και όπως ήμασταν όρθιοι μας μπούκωσε με μελιτίνια ψημένα στο φουρνάκι, στα ξύλα της αμπελιάς. Δεν το ονειρεύτηκα, υπάρχει και είναι εκεί για όσους θέλουν να κοιτάξουν τη Σαντορίνη από μια άλλη οπτική γωνία.