ΕΛΛΑΔΑ

Η ζωή στο μαντρί: Κι όμως, η Αττική είναι ένα μεγάλο βοσκοτόπι!

Δίπλα στην πόρτα μας, λίγα λεπτά από το κέντρο της πρωτεύουσας, βόσκουν χιλιάδες αιγοπρόβατα στα φημισμένα αττικά βοσκοτόπια.

12.10.2022| Updated: 18.11.2022
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου, Μιχάλης Παππάς
Η ζωή στο μαντρί: Κι όμως, η Αττική είναι ένα μεγάλο βοσκοτόπι!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΓαλακτοκομικά Λακαφώση: Aπό τα βουνά της Φωκίδας, στη ΣταμάταΓαλακτοκομικά Λακαφώση: Aπό τα βουνά της Φωκίδας, στη Σταμάτα

Συγκρατήστε αυτό το νούμερο: 200.000. Τόσα είναι πάνω κάτω τα αιγοπρόβατα που βόσκουν στα λιβάδια και στις βουνίσιες πλαγιές της Αττικής. Προσθέστε και μερικές χιλιάδες βοοειδή κυρίως στα νησιά του Αργοσαρωνικού και έχετε μια αρκετά σαφή εικόνα της κτηνοτροφίας στην Αττική. Κι αν νομίζετε ότι ο αριθμός αυτός είναι τεράστιος, σκεφτείτε ότι μέχρι πριν από περίπου 20 χρόνια ήταν σχεδόν τριπλάσιος! Με άλλα λόγια, η Αττική ήταν και παραμένει ένα τεράστιο βοσκοτόπι, και μάλιστα εξαίρετης ποιότητας. Εξάλλου, μην ξεχνάτε πως η Αττική είναι Ρούμελη και η Ρούμελη ήταν ανέκαθεν κατεξοχήν κτηνοτροφική περιοχή. Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατα στοιχεία του ΕΛΓΟ-Δήμητρα, η Αττική φιλοξενεί περίπου 430 μονάδες με πρόβατα και περίπου 130 μονάδες με γίδια. Η παραγωγή σε πρόβειο γάλα ξεπερνά τα 7 εκατομμύρια κιλά τον χρόνο και σε κατσικίσιο το 1 εκατομμύριο κιλά, ποσότητες που διοχετεύονται σε μικρές και μεγάλες γαλακτοκομικές και τυροκομικές επιχειρήσεις εντός και εκτός Αττικής. Με δεδομένο ότι στην πλειονότητά τους οι κτηνοτροφικές μονάδες της Αττικής είναι εκτατικής μορφής, θα πρέπει να μιλάμε για μεγάλες εκτάσεις που βρίσκονται κυριολεκτικά έξω από την πόρτα μας. Και ακριβώς έτσι είναι. Πού βρίσκονται, όμως, όλα αυτά τα βοσκοτόπια και οι κτηνοτροφικές μονάδες που συντηρούν αυτές τις 200 χιλιάδες αιγοπρόβατα; Πολλοί θα εκπλαγούν διαπιστώνοντας ότι ακόμη και στις παρυφές της πόλης υπάρχει περιαστική κτηνοτροφία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΧαιρετισμούς απ’ τα ψηλά βουνάΧαιρετισμούς απ’ τα ψηλά βουνά
Στο μαντρί των αδελφών Κοντογιάννη φτιάχνουν και λιγοστές νόστιμες μυζήθρες για οικογενειακή χρήση

Τις πληροφορίες μάς δίνει η ταμίας του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Αττικής «Άγιος Γεώργιος», Μάγδα Κοντογιάννη: «Κοπάδια βόσκουν σε Λιόσια, Πετρούπολη, Αιγάλεω, Γλυφάδα, Βούλα. Εκτός Λεκανοπεδίου τώρα, τα πράγματα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακά, αφού κοπάδια συναντάμε σε Αυλώνα, Μαραθώνα, Σταμάτα, Καπανδρίτι, Κρυονέρι, Αφίδνες, Μενίδι, Χασιά, Ασπρόπυργο, Ελευσίνα, Μέγαρα, Βίλια, Κριεκούκι, Άγιο Στέφανο, Μάνδρα, Δροσιά, Βαρυμπόμπη, Ανάβυσσο, Φώκαια, Λαγονήσι, Σούνιο, Λαύριο και σε ολόκληρα τα Μεσόγεια, όπου βρίσκονται και τα περισσότερα κοπάδια της Αττικής. Μιλάμε για ενεργές, επαγγελματικές, επίσημες και αδειοδοτημένες κτηνοτροφικές μονάδες, χωρίς να υπολογίζουμε και αρκετές μη αδειοδοτημένες. Πολλοί από τους κτηνοτρόφους που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις περιοχές είναι Σαρακατσάνοι νομάδες και λίγοι Βλάχοι. Έρχονται στην Αττική για να ξεχειμωνιάσουν τα κοπάδια τους και κατά τα τέλη της άνοιξης επιστρέφουν στα ορεινά βοσκοτόπια σε Βαρδούσια, Άγραφα, Παρνασσό, Γκιώνα και Οίτη», λέει η κ. Κοντογιάννη. Οι νομάδες αυτοί κατηφορίζουν στα χειμαδιά της Αττικής λίγο πριν από του Αγίου Δημητρίου, τον Οκτώβριο, πριν δηλαδή τους πιάσει ο χιονιάς, και ανεβαίνουν πάλι στα βουνά τους τον Μάιο, μετά του Αγίου Κωνσταντίνου. Οι μόνιμα εγκατεστημένοι Σαρακατσάνοι βόσκουν στα λιβάδια της Βόρειας Αττικής, κυρίως στους πρόποδες της Πάρνηθας (μετά την κήρυξη της Πάρνηθας ως Εθνικού Δρυμού, δεν τους επιτρέπεται να βοσκήσουν στις πλαγιές της), και ξεχειμωνιάζουν στα Μεσόγεια και στη Λαυρεωτική. Τα Καλύβια Θορικού, για παράδειγμα, ένα από τα σημαντικότερα χειμαδιά της Αττικής, πήραν το όνομά τους ακριβώς από τις καλύβες, τα κονάκια των Σαρακατσάνων που ξεχειμώνιαζαν εκεί.

Στο μαντρί των αδερφών Κοντογιάννη στις Αχαρνές, συνεχίζεται η κτηνοτροφική παράδοση της οικογένειας.Το πρόβειο και γίδινο γάλα τους διατίθεται σε μικρές και μεγαλύτερες τυροκομικές μονάδες εντός και εκτός Αττικής.

Το 1957, στο εμβληματικό δίτομο πόνημά της «Σαρακατσάνοι» η Αγγελική Χατζημιχάλη γράφει: «Όσοι πάνε το καλοκαίρι στα Γεράνια, στην Πάρνηθα, στην Πεντέλη, Υμηττό, Αττικό Όλυμπο, κατεβαίνουν τον χειμώνα στα λιβάδια της Αττικής και της Μεγαρίδας, καθώς και σε: Βίλια, Κούντουρα, Μέγαρα, Ελευσίνα, Φάληρο, Γλυφάδα, Βάρκιζα, Σούνιο, γύρω σε όλα τα Μεσόγεια, στη Λαυρεωτική, στην Κηφισιά, στο Τατόι, στη Βαρυμπόμπη, στον Διόνυσο, στο Μπογιάτι, στη Σταμάτα, στον Μαραθώνα κ.λπ., προχωρώντας ίσαμε τον Ωρωπό και παλιότερα έως τη Βοιωτία και την Εύβοια. Πριν από πολλά χρόνια έρχονταν στους κάμπους της Αττικής και πολλοί Σαρακατσάνοι από τα βουνά του Λιδωρικιού, της Άμφισσας και από τον Ελικώνα. Οι περισσότεροι σιγά σιγά εγκαταστάθηκαν μόνιμα, τόσο μέσα στην Αθήνα, όσο και στα προάστια και περίχωρά της, μετερχόμενοι ιδίως το επάγγελμα του γαλατά […]. Απ’ αυτούς, αρκετοί συνεχίζουν το κτηνοτροφικό επάγγελμα και άλλοι γίνανε γεωργοκτηνοτρόφοι». (Αγγελική Χατζημιχάλη, «Σαρακατσάνοι», 1957, σελ. 38). Ο Μεσογείτης συγγραφέας Γιώργος Χατζησωτηρίου μιλάει για «χιλιάδες γιδοπρόβατα που έβοσκαν στις πλαγιές του Υμηττού από Λιοπεσιώτες [σ.σ.: Παιανιώτες] κτηνοτρόφους, που είχαν τα μαντριά τους στις ανατολικές πλαγιές του βουνού, όπως οι Χατζηγεώργηδες, οι Χουνταίοι, οι Κατσιμιχαίοι, οι Σουλιώτηδες, οι Χριστοδουλαίοι, οι Κέκηδες, οι Κανδρήδες. Χώρια οι Κορωπιώτες. Χιλιάδες οκάδες γάλα ο Αλούπης και ο Τσίφτης και τόσοι άλλοι πήαιναν στους γαλατάδες και στους ζαχαροπλάστες της Αθήνας, όπως στου Μπερνίτσα, στα “Ηνωμένα Βουστάσια”, στα “Ολύμπια” των Γεωργοπουλαίων, στον Π. Ζαχαρόπουλο… Και τα νοστιμότατα αρνιά του γάλακτος στη “Μεγάλη Βρεταννία”, στο “Ακροπόλ” του Καραδόντη, στου Καραδήμα της Βαρυμπόμπης, στο Χάνι του Κανάκη και όπου αλλού». (Γ.Χατζησωτηρίου, «Ιστορίες από τα χωριά των Μεσογείων»,2000, σελ. 30)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣτα παλιά γαλακτοπωλεία της ΑθήναςΣτα παλιά γαλακτοπωλεία της Αθήνας
Ένα από τα κοπάδια που βόσκουν στους πρόποδες και στις πλούσιες πλαγιές του Κιθαιρώνα
Στον Μαραθώνα, το πολυαγρόκτημα Διαμάντι της Μαρίας Διαμάντη και του Σπύρου Χρυσούλα, εκτός από νόστιμα βιολογικά μποστανικά, παράγει και θαυμάσια γαλακτοκομικά, όλα βιολογικά. Το κοπάδι τους σταβλίζεται εδώ, αλλά βόσκει στην Κερατέα.

«Η κτηνοτροφία δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ζωής»

Με αυτή τη φράση ξεκίνησε η κουβέντα μας με την κτηνοτρόφο Μάγδα Κοντογιάννη. Η ροδομάγουλη Μάγδα με τον αδελφό της Γιάννη έχουν το μαντρί τους με αιγοπρόβατα στο Μενίδι, στριμωγμένο ανάμεσα σε πολυκατοικίες και αλάνες. Συνεχίζουν τη σαρακατσάνικη παράδοση, με όλες τις δυσκολίες του επαγγέλματος και κυρίως την ασφυκτική πίεση της αστικοποίησης. Οι πρόγονοί της ανεβοκατέβαζαν τα ζώα από τα βουνά στα χειμαδιά και το ανάποδο, μέσα από τα μονοπάτια και τις γιδόστρατες που χαράχτηκαν με τα χρόνια. «Η Πάρνηθα και η Πεντέλη ήταν “γρέκια”, σταθμοί ξεκούρασης βοσκών και κοπαδιών σε αυτές τις μετακινήσεις», εξηγεί η κ. Κοντογιάννη. «Οι Μενιδιάτες Σαρακατσάνοι και οι Σαρακατσάνοι των Μεσογείων ανέβαζαν τα ζώα τους στην Πάρνηθα, στις τοποθεσίες Λοιμικό και Σαλονίκι, για να μοιράσουν τα λιβάδια και να βοσκήσουν τα ζώα τους το καταπράσινο χορτάρι και τα βότανα του βουνού που έμεναν χλωρά ολόκληρο το καλοκαίρι. Φρόντιζαν να μη γίνεται υπερβόσκηση και άρα καταστροφή». Σήμερα που απαγορεύεται η βόσκηση στον δρυμό της Πάρνηθας, το αντάμωμα των Σαρακατσάνων στο Λοιμικό την ημέρα της γιορτής της Αναλήψεως –που είναι και η μεγαλύτερη γιορτή των κτηνοτρόφων– εξακολουθεί ως έθιμο για να θυμίζει τις παλιές εποχές. «Μπορεί να μην ανεβαίνουμε πια στην Πάρνηθα για βόσκηση, αλλά διατηρούμε τον πολιτισμό και τα έθιμά μας και, βέβαια, εξακολουθούμε να παράγουμε το εξαιρετικό αυτό προϊόν της Αττικής, το γάλα μας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΚαραγκούνικο πρόβατο: μια ελληνική ράτσα αξιώσεωνΚαραγκούνικο πρόβατο: μια ελληνική ράτσα αξιώσεων
Ο κτηνοτρόφος Γιώργος Μαργώνης στο καθημερινό άρμεγμα έξω από το μαντρί του στο Τογάνι Κερατέας

Τα τελευταία χρόνια που ζω έξω από την Κερατέα, αγοράζω μια καταπληκτική φέτα από το τυροκομείο «Το μαντρί» στην περιοχή Τογάνι, ανάμεσα στην Κερατέα και την Ανάβυσσο. Είναι μια μικρή οικογενειακή μονάδα την οποία τώρα έχει αναλάβει η τρίτη γενιά, ο Βαγγέλης Μαργώνης. Η φέτα του, μία σκληρή, διατηρημένη σε άλμη, και μία μαλακή, που φυλάσσεται μέσα σε γάλα, μοσχοβολά βοτάνια και χαμομήλια. Το δε πρόβειο γιαούρτι του θεωρείται από τα καλύτερα, με φανατικούς θαυμαστές εδώ και πολλές δεκαετίες.

Στο πρατήριο, λίγα μέτρα πιο μακριά, θα βρούμε το εκπληκτικό γιαούρτι και τη φέτα του, που τη διαθέτει μαζί με άλμη

Συνάντησα τον ηλικιωμένο πατέρα του Βαγγέλη, Γιώργο Μαργώνη, ένα βροχερό πρωινό με δαιμονισμένο βοριά στον λόφο πάνω από το μαντρί του, που βρίσκεται λίγα βήματα μακριά από το τυροκομείο και πρατήριο. Περιμένουμε να κατηφορίσει προς το μαντρί, για άρμεγμα, το κοπάδι του που έχει βγάλει για βοσκή από το ξημέρωμα ο αλλοδαπός τσοπάνος. Κάπου 300 πρόβατα είναι όλα κι όλα αυτό το κοπάδι και βόσκει στις λοφοπλαγιές της περιοχής. Οι παππούδες του Γιώργου Μαργώνη ήρθαν στα μέρη αυτά στα τέλη του 18ου αιώνα, πρώτα στο Σούνιο και έπειτα σκορπίστηκαν τριγύρω. Τα κονάκια της μεγάλης οικογένειας Μαργώνη είναι απλωμένα σε όλη την περιοχή, αλλά από τα πέντε αδέλφια της δικής του οικογένειας μόνο ο ίδιος συνέχισε την κτηνοτροφία, τα άλλα αδέλφια ακολούθησαν αστικά επαγγέλματα. «Συνήθως ένας την πατάει», λέει γελώντας. «Εγώ εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, σε τούτα τα βουνά τρέχω από πέντε χρονών. Με έβαζαν να φυλάω τα στέρφα [σ.σ.: τις προβατίνες που δεν έχουν γάλα] και οι μεγάλοι έβοσκαν τα γαλάρια [σ.σ.: τις προβατίνες που θηλάζουν]. Πέρναγα τα βράδια μου πάνω στο βουνό, έτρωγα και τούμπες! Αλλά δεν το αλλάζω. Έκανα να φύγω κάποια στιγμή, να αλλάξω επάγγελμα, αλλά ξαναγύρισα. Είχα τελειώσει το τότε γυμνάσιο, αλλά πάλι στα πρόβατα γύρισα. Να πάω να κλειστώ σε γραφείο;» Μόλις εμφανίζονται μέσα από τους θάμνους της πλαγιάς τα νεαρά πρόβατα, τα γεννημένα φέτος, «η νεολαία», όπως τα λέει, τους σφυρίζει με χίλιες δυο μελωδίες για να τα καθησυχάσει, μια και είδαν τον Μιχάλη τον φωτογράφο κι εμένα, ξένους δηλαδή, και πισωπάτησαν. Σε λίγα λεπτά ξεθάρρεψαν και έτρεξαν κατευθείαν στο μαντρί τους. «Τα πρόβατα εδώ είναι όλα ντόπια, του βουνού, θέλουν το χορτάρι τους και τον αέρα τους, δεν τα κλείνεις μέσα», εξηγεί ο κύριος Γιώργος. «Άμα τα αφήσεις κλεισμένα λίγο παραπάνω, αρχίζουν και φωνάζουν, δεν κρατιούνται. Μέχρι να πιάσουν τα καλά κρύα, μένουν έξω μέχρι και μετά τα μεσάνυχτα. Μένουν λίγες ώρες στο μαντρί και βγαίνουν ξανά το πρωί, κατά τις τέσσερις. Φέραμε κάποτε και μερικά από γερμανικές ράτσες, αλλά δεν άντεξαν στο βουνό και στα βράχια και τα αφήσαμε», συμπληρώνει. Κουδούνια δεν φοράει σε όλα τα πρόβατα, μόνο στα πιο γερά. Το αποφεύγει, γιατί μπλέκονται στα συρματοπλέγματα των περιφράξεων των οικοπέδων. Κάποτε στα μέρη αυτά, από την Ανάβυσσο μέχρι την Κερατέα, έβοσκαν πάνω από 30.000 πρόβατα. Μόνο στα λιβάδια της Φέριζας έβοσκαν πάνω από 5.000 πρόβατα από 25 οικογένειες Σαρακατσάνων, που οι περισσότερες έρχονταν εδώ να ξεχειμάσουν από τα Βαρδούσια, την Πάρνηθα και τον Κιθαιρώνα.

Το κλίμα και η χλωρίδα της Αττικής χαρίζουν στο αττικό γάλα μια πλούσια, μοναδική νοστιμιά που τη χαίρεσαι στα τυριά και στα γαλακτοκομικά της. Άραγε, για πόσο καιρό ακόμα θα χαιρόμαστε τα εκλεκτά προϊόντα της Αττικής με τους ρυθμούς που μειώνονται η κτηνοτροφία και η τυροκομία αυτού του τόπου;

«Όλοι εδώ ήταν Σαρακατσαναίοι», μου έλεγε πριν από λίγο καιρό ο πρώην κτηνοτρόφος Σταμάτης Ζορμπάς από την Κερατέα. «Παππούδες και πατεράδες ήταν όλοι γεννημένοι στην Πάρνηθα. Είχαν κατέβει από τα Άγραφα και άλλα μέρη της ορεινής Θεσσαλίας και Ηπείρου πριν από πολλά χρόνια. Κάποιοι δεν ξέρουν καν ποια είναι η καταγωγή τους, πάντα μετακινούμενοι. Εδώ στα Μεσόγεια έρχονταν να ξεχειμάσουν και κάποτε, αφού βρήκαν ότι ήταν καλό το μέρος, έμειναν μόνιμα», εξηγεί. Στα λιβάδια της Φέριζας κάπου 30 οικογένειες ζούσαν αποκλειστικά από τα πρόβατα, το κρέας και το γάλα. «Κρατούσαν λίγο γάλα για το σπίτι, για τυρί, φέτα. Ήταν όμως καθαρά και γνήσια τα γάλατα, μόνο χορτάρι έτρωγαν τα πρόβατα, όχι τις τροφές που δίνουν τώρα. Είχαν πρόβατα σαρακατσαναίικης φυλής και ευβοιώτικα, τα “γκάτσικα”, τα λέγαμε έτσι γιατί ήταν μικρούτσικα. Τώρα ρήμαξαν όλα. Μόνο δύο κτηνοτρόφοι έχουν μείνει πια. Ούτε 200 κεφάλια δεν βόσκουν πια στη Φέριζα», καταλήγει. Ο τόπος ήταν τόσο χειμαδιό όσο και θερινό βοσκοτόπι, με τους αέρηδες να το δροσίζουν, με πλούσια χορτάρια και πολλά πολλά βότανα. Τώρα πια, τα λιβάδια ολοένα και στριμώχνονται ανάμεσα σε περιφραγμένα οικόπεδα. Μαζί με τα λιβάδια μειώνεται και ο αριθμός των νέων που θέλουν να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Σκληρή δουλειά, δίχως αργίες, ωράρια, εποχές, δίχως άδειες και διακοπές. Παράλληλα, το κόστος εκτοξεύεται, το κέρδος μειώνεται. Έτσι και το τυροκομείο Μαργώνη, με το λιγοστό γάλα του κοπαδιού, παράγει πολύ λιγότερα τυριά από ό,τι παλιότερα. Έχει σταματήσει πλέον να παράγει γραβιέρα και κεφαλοτύρι. «Ο αγώνας που κάνουμε δεν βγαίνει πια», λέει γελώντας πικρά. «Όσο αντέξουμε», συνεχίζει. «Άμα δούμε ότι δεν βγαίνει πια καθόλου, έχω μια μεγάλη κλειδαριά, κλειδώνω και τέλος. Να ζήσω με τη σύνταξη του ΟΓΑ, τα 380 ευρώ», μονολογεί.

Η αττική ύπαιθρος με το ιδιαίτερο κλίμα και τη σπάνια σε πλούτο χλωρίδα της είναι φημισμένος βοσκότοπος από την αρχαιότητα. Κάπου 200.000 αιγοπρόβατα βόσκουν στα λιβάδια και στις πλαγιές της, αριθμός που φαίνεται μεγάλος, αλλά είναι εξαιρετικά μειωμένος σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν.

Στις πλαγιές του Κιθαιρώνα

Στην άλλη άκρη της Αττικής, στα Βίλια, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, συναντήσαμε τον Προκόπη Πλούμπη και τον αδελφό του Θανάση στο τυροκομείο τους. Τα Βίλια ήταν ανέκαθεν κτηνοτροφική περιοχή με ντόπιους και Αρβανίτες βοσκούς και παλιότερα με νομάδες κτηνοτρόφους από τη Φωκίδα. Ο αδελφοί Πλούμπη είναι δεύτερη γενιά τυροκόμοι και ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους, παρά το γεγονός ότι ο Προκόπης εργαζόταν για χρόνια ως μηχανολόγος στη ΔΕΗ και ο Θανάσης έχει στην πλάτη του σπουδές στους υπολογιστές και εργαζόταν στην ΙΒΜ. Όταν ο τυροκόμος πατέρας τους αρρώστησε, τα αδέλφια έπρεπε να διαλέξουν τι θα κάνουν. Επέλεξαν να συνεχίσουν την πατρική τέχνη και τελικά πήγαν το οικογενειακό τυροκομείο πολλά βήματα μπροστά, με μια θαυμαστή γκάμα έξοχων τυριών και δύο ιδιόκτητα σημεία διάθεσης των προϊόντων τους, ένα στα Βίλια και ένα στην Οινόη. Τα προϊόντα τους, ιδιαίτερα η βαρελίσια φέτα τους, είναι μία από τις καλύτερες που έχουμε δοκιμάσει σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Η βαρελίσια φέτα του τυροκομείου Πλουμπή στα Βίλια είναι μία από τις κορυφαίες σε όλη την Ελλάδα. Η νοστιμιά της, πέρα από την τυροκομική τέχνη, οφείλεται και στα χορτάρια και βοτάνια του Κιθαιρώνα που βόσκουν τα κοπάδια

Παράγουν ακόμα γραβιέρα, κεφαλοτύρι, σκληρό κατσικίσιο και, φυσικά, παραδοσιακό πρόβειο γιαούρτι, ρυζόγαλο και κρέμες. Στο κελάρι του τυροκομείου, πάνω στα ξύλινα ράφια, τα κεφάλια της γραβιέρας αφήνονται να ωριμάσουν από 4 έως 24 μήνες. Όσο ωριμάζουν τοποθετούνται σε ολοένα και ψηλότερα ράφια και ξεχωρίζουν από τη χαρακτηριστική γκριζωπή θαμπάδα της επιδερμίδας τους. Η νοστιμιά και η μετρημένη αψάδα τους είναι συναρπαστικές. Η παλαιωμένη, δε, είναι ένα τυρί συγκλονιστικό, μια έκρηξη έντονης γαλατένιας γεύσης με απολαυστική ένταση! «Είναι το ορεινό γάλα που δίνει στα τυριά μας αυτή τη νοστιμιά», εξηγεί ο Θανάσης Πλούμπης. Το γάλα για τα τυριά τους έρχεται από πρόβατα που βόσκουν στον Κιθαιρώνα και στη βόρεια πλευρά της Πάρνηθας, προς τα Δερβενοχώρια. «Το πουρνάρι και η άγρια χλόη που τρώνε, για παράδειγμα, τα γίδια δεν υπάρχουν στον κάμπο. Έχει διαφορά λοιπόν η γεύση του γάλακτος. Ο Κιθαιρώνας, ξέρετε, είναι το μοναδικό βουνό με την πλουσιότερη χλωρίδα μετά το Παγγαίο», τονίζει. Το αποκλειστικά αιγοπρόβειο γάλα για τα γιαούρτια και τα τυριά τους προέρχεται από κοπάδια των γειτονικών περιοχών: Μάνδρα, Δερβενοχώρια, Βίλια και Ερυθρές (Κριεκούκι). Οι ποσότητες μικρές, ίσα να καλύψουν την παραγωγή που διατίθεται στα δικά τους πρατήρια. Τα πάντα στο τυροκομείο τους γίνονται στο χέρι κι έτσι μόνο οι μικρές ποσότητες είναι διαχειρίσιμες στον βαθμό που δεν θα μειωθεί στο ελάχιστο η κορυφαία ποιότητα των τυριών τους.

Μια παράδοση που χάνεται

Ο Προκόπης Πλούμπης συμφωνεί, ωστόσο, πως τόσο η κτηνοτροφία όσο και η τυροκομία είναι δουλειές δύσκολες, ιδιαίτερα απαιτητικές. «Όταν ξεκίνησα, πριν από 30 χρόνια, στην Ελλάδα λειτουργούσαν 2.300 τυροκομεία και τώρα έμειναν κάτω από 300», λέει χαρακτηριστικά. «Όσο δύσκολη είναι η θέση σήμερα των κτηνοτρόφων, άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο είναι αυτή των τυροκόμων. Πολλοί μάλιστα έχασαν τα πάντα, αφού με τα ελάχιστα κέρδη τους έπρεπε να πληρώσουν χρέη». Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι η Αττική έχει εξαιρεθεί από χρηματοδοτούμενα προγράμματα, γιατί για το κράτος δεν θεωρείται αγροτική περιοχή. Η στροφή της πολιτείας στη στήριξη των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων τυροκομίας, θέτοντας προδιαγραφές στην παραγωγή που τις ευνοούν, αφήνει ακάλυπτους τους τυροκόμους. Τα αττικά τυροκομεία πλέον μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού: Κωσταρέλος, Παγώνης, Πλούμπης, Μαργώνης, Γκαϊδατζής. «Αυτή τη στιγμή βλέπετε τις τελευταίες γενιές τυροκόμων», λέει φανερά πικραμένος αλλά και αγανακτισμένος ο κ. Πλούμπης.

«Το ότι κρατάμε το τυροκομείο μας είναι γιατί έχω πεισμώσει να μην παραδώσω τα όπλα αμαχητί. Αλλά η πορεία των μικρών μονάδων είναι προδιαγεγραμμένη», καταλήγει. Η περίφημη σύνδεση της αποκαλούμενης «βαριάς βιομηχανίας της χώρας», του τουρισμού, με τον πρωτογενή τομέα εξακολουθεί να παραμένει όνειρο απατηλό. Διάβαζα πρόσφατα ότι οι Ιταλοί ξενοδόχοι προμηθεύονται το 70% των προϊόντων για τους πελάτες τους από Ιταλούς παραγωγούς. Το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 10%. «Αν όχι οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας, τουλάχιστον τα μικρά τοπικά καταλύματα θα έπρεπε να προμηθεύονται από εμάς τα προϊόντα τους», λέει με τη σειρά της η κ. Κοντογιάννη. «Οι κτηνοτρόφοι δεν εγκαταλείψαμε τη χώρα ούτε στα χρόνια της κρίσης ούτε και το 2017, που εισήλθε στην Ελλάδα το ενδοκοινοτικό γάλα και η ελληνική αγορά έστρεψε την πλάτη στο ντόπιο, ούτε με την κρίση του κορωνοϊού ούτε με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μειώσαμε κάποιοι τα κοπάδια μας, αλλά συνεχίζουμε με όλα τα προβλήματα. Η κτηνοτροφία είναι ένα από τα δυσκολότερα επαγγέλματα. Η ευθύνη που έχεις απέναντι στο κοπάδι σου, απέναντι σε τόσες ψυχές, είναι τεράστια. Μετά από ατέλειωτες ώρες συζητήσεων με μια ενδεικτική ομάδα κτηνοτρόφων και τυροκόμων της Αττικής, αισθάνομαι ότι εξίσου τεράστια είναι η ευθύνη της πολιτείας απέναντί τους. Η παραγωγή τους, αν και εξαίρετη, μειώνεται, ο κλάδος σταδιακά εγκαταλείπεται και ενδεχομένως μέσα σε λίγες δεκαετίες η αττική κτηνοτροφία και τυροκομία θα εκλείψουν. Εύχομαι –χωρίς να είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη– το σπάνιο προνόμιο που απολαμβάνουμε τώρα, δηλαδή να έχουμε στη διάθεσή μας καταπληκτικά προϊόντα ελάχιστων τροφοχιλιομέτρων, να συνεχίσουμε να το απολαμβάνουμε για πολλές γενιές ακόμη.

Στον Μαραθώνα, το πολυαγρόκτημα Διαμάντι της Μαρίας Διαμάντη και του Σπύρου Χρυσούλα, εκτός από νόστιμα βιολογικά μποστανικά, παράγει και θαυμάσια γαλακτοκομικά, όλα βιολογικά. Το κοπάδι τους σταβλίζεται εδώ, αλλά βόσκει στην Κερατέα.

Διευθύνσεις

Τυροκομείο Το Μαντρί – Μαργώνης, Επαρχ. Οδός Κερατέας-Αναβύσσου, Τογάνι, Τ/22990-68.766
Τυροκομικά Πλούμπη – Πρατήριο, 50ό χλμ. Παλ. Ε.Ο. Αθηνών-Θήβας, Οινόη, Τ/22630-51.560

Στη φωτογραφία ανοίγματος η Μάγδα Κοντογιάννη, κτηνοτρόφος στις Αχαρνές μαζί με το κοπάδι της, που καταφέρνει να βόσκει σε αλάνες και χέρσα οικόπεδα.

 

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 197.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών