Σχεδόν σε όλη τη διαδρομή για τη Νεμέα έβρεχε. Για λίγο ξεμύτισε ο ήλιος ίσα ίσα για να φτάσουμε στην πόρτα του 17 Χωριά χωρίς να γίνουμε μουσκίδι. Το πρώτο που είδαμε ήταν το υπερυψωμένο κελάρι. «Τα διαπιστευτήριά μας», μας είπε ο Κώστας Τουλουμτζής, εξηγώντας ότι, όταν πρωτοκάθισε εκείνος στο ίδιο εστιατόριο, που τότε λεγόταν Αντίκα, το περασμένο φθινόπωρο, έχοντας βρεθεί στην περιοχή για τις Μεγάλες Μέρες της Νεμέας, αυτός ο χώρος ήταν αποθήκη. Μπήκε στην κουζίνα, έπιασε τον ιδιοκτήτη, Μένιο Τουρλώτο (τώρα συνεταίρο του), και μοιράστηκε μαζί του την ιδέα του για μια πρόταση εστίασης δεμένη με τα κρασιά του τόπου. Μία εβδομάδα μετά έδωσαν τα χέρια. Έτσι γεννήθηκε το εστιατόριο, που πήρε το όνομά του από τα 17 χωριά της αμπελουργικής ζώνης των οίνων ΠΟΠ της Νεμέας.
Στη σάλα με την ξύλινη οροφή και την ξυλόσομπα, δίπλα σε παλιές φωτογραφικές μηχανές, μπομπινόφωνα, ραδιόφωνα και παλιά αντικείμενα καθημερινής χρήσης που απλώνονται στα ράφια βλέπεις άδειες φιάλες-ίχνη της οινικής δραστηριότητας των τελευταίων μηνών και αφίσες από εκδηλώσεις με αφορμή το κρασί. Στο κελάρι με το μοναστηριακό τραπέζι κρέμονται πίνακες του Γιώργου Σταθόπουλου που σε πάνε πίσω στα χρόνια της Enoteca, του εστιατορίου του Κώστα Τουλουμτζή που άφησε εποχή – τις σπουδαίες φιάλες που ανοίχτηκαν εκεί, αρχικά στα Βριλήσσια και στη συνέχεια στο Χαλάνδρι, πολλοί τις μνημονεύουν ακόμη. Ο «σπόρος» είχε φυτρώσει νωρίτερα στην Πίζα. Τον καιρό που σπούδαζε, δούλευε σε μια τρατορία, την οποία εντέλει αγόρασε.
Άρχισε να ασχολείται με το κρασί για να καλύψει τις ανάγκες των πελατών. Διάβαζε, γύριζε στα οινοποιεία, δοκίμαζε και η λίστα μεγάλωνε. Όταν έφυγε για την Αθήνα, το 1993, φόρτωσε σε ένα φορτηγό λίγα έπιπλα και 8.500-9.000 φιάλες κρασί. Ο γαμπρός του τον έλεγε τρελό. Εκείνος επέμεινε. Επιβεβαιώθηκε.Το εστιατόριό του έγινε σταθερό ραντεβού των οινόφιλων, που δοκίμασαν εκεί μια μεγάλη γκάμα από σπουδαία κρασιά. Είχε τον δικό του οινικό κώδικα. Λιγομίλητος, πάντα σοβαρός, ο ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Οινοχόων σε πλοηγούσε με τον δικό του τρόπο στην κάβα του. Ξεκινούσες με το κρασί, έβρισκες το φαγητό που θα του ταιριάξει.
Η Νεμέα υπήρχε από εκείνη την εποχή, τρόπον τινά, στο πλάνο. Βλέποντας ελλείψεις στο κομμάτι της διαμονής σε ένα ταξίδι του στην περιοχή το 2005 – ως πρόεδρος της Παγκόσμιας Ένωσης Οινοχόων– ο Κώστας Τουλουμτζής σκέφτηκε να δημιουργήσει ένα ξενοδοχείο με οινική κατεύθυνση, με εστιατόριο, wine bar και κελάρια. Διαμόρφωσε και κατέθεσε τη σχετική πρόταση, πλην όμως το πρότζεκτ έμεινε στο συρτάρι. Η Enoteca έκλεισε το 2011 κι εκείνος έφυγε και πάλι στην Ιταλία. Όταν επέστρεψε εκ νέου, τα βήματα τον έφεραν και πάλι στη Νεμέα. Μιλάει για τον αμπελώνα 25.000 στρεμμάτων που εξελίσσεται συνεχώς, για τα επισκέψιμα οινοποιεία που πληθαίνουν και σιγά σιγά αρχίζουν να δημιουργούν δικές τους προτάσεις φιλοξενίας, για το ανάγλυφο με τα αμπέλια, τις ελιές και τα κυπαρίσσια, για τις ομοιόμορφες διαδρομές στα χωριά, τους σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής επισημαίνει και κάποιες αγκυλώσεις. «Η Νεμέα είναι η πόρτα στην οινική Πελοπόννησο, θα μπορούσε να εκτιναχθεί οινοτουριστικά», σημειώνει και τονίζει την ανάγκη για μια εστίαση που θα υποστηρίζει το κρασί.
Με τα 17 Χωριά ήθελε το κοινό να μπορεί να έρθει σε επαφή με τον οινικό πλούτο της περιοχής και οι οινοποιοί να το νιώσουν σαν στήριγμα στις δικές τους δραστηριότητες: να έχουν έναν χώρο όπου θα μπορούν να κάνουν τις συναντήσεις τους, να γίνονται δοκιμές, σεμινάρια, εκδηλώσεις με εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Το πίστευε πολύ αυτό το νέο εγχείρημα. Παρόλα αυτά, η ανταπόκριση του κόσμου τον εξέπληξε. Άνοιξαν τον Δεκέμβριο χωρίς να το πολυεπικοινωνήσουν, όταν όμως άρχισαν να διαδίδονται τα νέα, παλιοί του πελάτες ξεκίνησαν να έρχονται από την Αθήνα τα Σαββατοκύριακα. Τα μεσημέρια τα τραπέζια να γεμίζουν με ανθρώπους του κρασιού, τα βράδια με οινόφιλους από τις κοντινές περιοχές.
Το «οινολόγιό τους» – έτσι προτιμούν να τη λένε τη λίστα– έχει προς το παρόν 132 ετικέτες, ως επί το πλείστον από τη Νεμέα. Οι πρώτες σελίδες αφιερώνονται στο Αγιωργίτικο, σε διάφορες εκφράσεις του. Ακολουθούν άλλες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή, καθώς επίσης και εμβληματικά κρασιά και διαμαντάκια από την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Πέρα από κόκκινα, λευκά, ροζέ, αφρώδη και γλυκά κρασιά σε φιάλη, σε πολύ καλές τιμές, προτείνουν 8-10 επιλογές σε ποτήρι, που αλλάζουν ανάλογα με το τι αποφασίζουν να ανοίξουν κάθε φορά. Το σουπλά είναι ένας χάρτης των 17 χωριών, 15 στην Κορινθία (Νεμέα, Αρχαία Νεμέα, Λεόντιο, Αρχαίες Κλεωνές, Κούτσι, Δάφνη, Πετρί, Αηδόνια, Γαλατάς, Ασπρόκαμπος, Ψάρι, Μποζικάς, Κεφαλάρι, Καστράκι, Τιτάνη) και δύο στην Αργολίδα (Μαλανδρένι και Γυμνό). Τα ονόματά τους επιστρέφουν και στο μενού, που έχει, αντίστοιχα, 17 πιάτα, ένα για κάθε χωριό, παρότι δεν συνδέεται ιδιαίτερα μαζί του. Κι εδώ το κρασί έρχεται πρώτο και το φαγητό, απλό και νόστιμο, μετά. Τα κοκκινιστά κεφτεδάκια με παρμεζάνα και φρέσκια ντομάτα είναι γνώριμα από παλιά. Η φλαμπουρίτσα, ένα αιγοπρόβειο τυρί που μοιάζει με ταλαγάνι, συνδυάζεται με τσιγαριαστούς ζοχούς και ντόπιο λουκάνικο, τα ραβιόλι, γεμιστά με σπανάκι και μοτσαρέλα, έρχονται με σάλτσα ντομάτας, το τρυφερό αρνίσιο κότσι συνοδεύεται με κριθαράκι από τη Βυτίνα, που το μαγειρεύουν εκείνη τη στιγμή – είναι πολύ καλό– ενώ ξαναβρίσκει κανείς και το αγαπητό στη Λεωφόρο Πεντέλης ριζότο με μανιτάρια ή την ταλιάτα, που εδώ έχει για παρέα φασόλια Σκοτεινής.
Με αφορμή αυτά τα τελευταία πιάτα, η κουβέντα πάει πίσω στην Enoteca, σε κρασιά που άφησαν τα ίχνη τους σε όλη αυτή τη διαδρομή, σε βραδιές με ζωντανή τζαζ και κλασική μουσική και κυριακάτικα μεσημέρια που είχαν από Πιατσόλα μέχρι Τσιτσάνη. Το τραπέζι μπορεί να δώσει μηνύματα πολιτισμού», λέει ο Κώστας Τουλουμτζής, που τώρα έχει κατά νου να διοργανώσει μια έκθεση φωτογραφίας με θέμα τα 17 χωριά της αμπελουργικής ζώνης των ΠΟΠ οίνων που φέρουν το όνομα «Νεμέα». Σε ένα ταξίδι που έκανε μαζί με κάποιους δημοσιογράφους στο Σαν Τζιμινιάνο, το 1995, πέτυχαν μπροστά σε μια κάβα δύο δεκάχρονα να τσακώνονται. «Ο πατέρας μου λέει ότι η σοδειά του ’90 ήταν εξαιρετική», έλεγε το ένα. «Ναι, αλλά ο δικός μου λέει ότι το ’91 ήταν πιο καλή χρονιά», διαφωνούσε το άλλο.
Πατώντας στην ιστορία αυτών των πιτσιρίκων που είχαν οινικές αναφορές σχεδόν από την ώρα που γεννήθηκαν, επισημαίνει ότι είναι καιρός να αναπτύξουμε μια πιο βιωματική σχέση με το κρασί. Να συνδέεται ουσιαστικά με τον τόπο, να είναι μέρος της φυσιογνωμίας του και εκτός των οινοποιείων, να συνδυάζεται με άλλες δραστηριότητες, να είναι παντού. Να επικοινωνείται με έναν τρόπο διαφορετικό. «Η γευσιγνωσία θέλει μελέτη. Καμιά φορά όμως προσπαθούμε να πούμε αν μυρίζει φραγκοστάφυλο ή κάτι άλλο κι η αναζήτηση, το ψάξιμο μένει εκεί, στον εντοπισμό των αρωμάτων. Εγώ δεν θέλω να το παίζουμε αφ’ υψηλού. Θέλω να ξανάρθει ο κόσμος πιο κοντά στην απόλαυση του να πίνεις κρασί», εξηγεί. «Το κρασί είναι συγκίνηση, είναι ποίηση, πάτα το στοπ να το χαρείς. Νιώθω φοβερά ευτυχισμένος, γιατί το πάθος μου έγινε επάγγελμα. Αλλά με έχει κουράσει να μιλάω με τους ειδήμονες. Μπορώ να έχω αυτή την πολυτέλεια, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, να μιλάω με κάποιον που δεν έχει τη γνώση και λιθαράκι λιθαράκι να τη χτίσουμε; Δεν λέω καν να τον πάρω από το χέρι, αυτό ακούγεται αλαζονικό, να κάνουμε μαζί τη διαδρομή».