Πρώτη φορά στα τραπέζια του Θέα Θάλασσα, κάθισα πριν από δέκα χρόνια. Έκτοτε ξαναπήγα αρκετές φορές σ’ αυτή την περιποιημένη ψαροταβέρνα με το ξύλινο ντεκ και τα καραβάκια στους τοίχους, που φλέρταρε που και που με πιο μοντέρνες θαλασσινές ιδέες, αγαπούσε όμως και τα απλά, τα ατόφια − πάντα πρόσεχε τα υλικά της, το τηγάνι και τη σχάρα της. Το 2018 μετακόμισε από το Μικρολίμανο στην Πειραϊκή, συνεχίζοντας σε έναν επίσης λιτό, «αφιλτράριστο» χώρο, χωρίς ιδιαίτερα διακοσμητικά, αν εξαιρέσεις έναν ναύτη του Τσαρούχη, που βλέπεις μπροστά σου με το που μπαίνεις, κι ένα ψάρι στον τοίχο παραμέσα και μερικά μπλε-λευκά στοιχεία εδώ κι εκεί. Στη θέα έδινε τον πρώτο λόγο τότε, στη θέα τον δίνει και τώρα. Από τη βεράντα του βλέπει τον Σαρωνικό, τη Σαλαμίνα, την Ψυττάλια και την Αίγινα να αχνοφαίνεται απέναντι.


Δεν έχουμε γεμίσει καλά-καλά τα ποτήρια και σχεδόν ταυτόχρονα με το σάλπισμα της υποστολής της σημαίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, έρχονται τα πρώτα: γαριδάκι από το Πευκί Ευβοίας σεβίτσε, με ντομάτα, πιπεριά, τζίντζερ και λάιμ −σπιρτόζικο, δεν την φοβάται την κάψα κι είναι γευστικότατο, μόνο λίγο παραπάνω «ζουμάτο»− και ένα καρπάτσιο τσιπούρας πασπαλισμένο με φύκια wakame, με ανάλογα ωραία ζωντάνια. Η ελληνική σαλάτα τους, με ντοματίνια ψιλοκομμένο κρίταμο τουρσί, πιπεριά κι ελιά, κάπαρη και τριμμένη φέτα, είναι καλοανακατεμένη και γενναιόδωρη κι η ταραμοσαλάτα, αλμυρούτσικη, αφράτη με βελούδινη υφή, έχει για συνοδεία χειροποίητα γκρίζα πιτάκια με μελάνι σουπιάς, τραγανά απέξω, μαλακά από μέσα, που πολύ της πάνε. Τρώμε και τηγανητά μαρούλια της θάλασσας, που τα ‘χαν από παλιά, κρατσανιστά είναι σαν θαλασσινά τσιπς, και στρείδια (ελληνικά) ψητά με σκορδοβούτυρο πριν περάσουμε σε μια γαριδομακαρονάδα με ντοματίνια και βασιλικό, νόστιμη, με τα λινγκουίνι της al dente, κι ένα ψητό πελαγίσιο λαβράκι, που το έχουν κρατήσει ζουμερό ‒ όσον αφορά στα ψάρια θα σας πουν τι έχουν φέρει τα καΐκια και θα διαλέξετε. Στη λίστα τους έχουν αρκετές επιλογές σε κρασί, και καμιά 25αριά ούζα και τσίπουρα, για να συνοδέψει κανείς όλα τα παραπάνω.




Το παγωμένο μιλφέιγ που φέρνουν στο τέλος είναι πολύ γλυκό, αλλά η σοκολατόπιτα είναι μια χαρά φινάλε, υγρή, ισορροπημένη, με τριμμένο φυστίκι Αιγίνης και παγωτό. Δεν θα τα χαλάσουμε για ένα μιλφέιγ. Είναι όλα φροντισμένα σε αυτή την ταβέρνα που ξεχωρίζει από τους γείτονές της, πράγμα που εκτιμούν οικογένειες, ζευγάρια και παρέες που έρχονται να φάνε και να πάρουν τον θαλασσινό αέρα τους. Πολλοί είναι σταθεροί πελάτες, που την ακολούθησαν από την πρώτη πειραιώτικη ακτή στη δεύτερη. Όποτε θέλεις να ξεφύγεις λίγο, να αδειάσεις για λίγο το κεφάλι σου, κλείνεις τραπέζι, βάζοντας στο πρόγραμμα κι ένα παράλιο σουλάτσο, πριν ή μετά το φαγητό − εμείς ξεκινήσαμε να πάμε μέχρι τον Όρμο της Αφροδίτης, που είναι δεν είναι 500 μέτρα, και περπατώντας και χαζεύοντας κοντέψαμε να φτάσουμε μέχρι τη Μαρίνα Ζέας.