Κρατάω στα χέρια μου το «τρόπαιο» του Πανερυθραϊκού. Ένα σουβλάκι διαμέτρου 6 εκ. που χωράει στη χούφτα μου και καταπίνεται σχεδόν αμάσητο σε 3-4 ένδοξες μπουκιές που κάθε μία αντιστοιχεί και σε ένα γκολ. Είναι ένα μικρό γαστρονομικό πόνημα που φτιάχνεται με την ίδια υποδειγματική συνταγή και τα ίδια ποιοτικά υλικά, κάνοντας πρωταθλητισμό εδώ και 52 χρόνια.
Το σουβλατζίδικο ιδρύθηκε το 1970, από τον πρώτο σκόρερ όλων των εποχών της ιστορικής ομάδας του Πανερυθραϊκού, τον Γιώργο Μαραζιώτη. Το δεξί εξτρίμ της ομάδας της τότε Ά κατηγορίας Αθηνών, έπαιζε από το ‘67 μέχρι το ’85, πάντοτε με τη φανέλα νούμερο 7. Μεγάλωσε σε ένα προσφυγικό σπίτι, μέσα στο οποίο και γεννήθηκε, στη Νέα Ερυθραία, από μαμά Μικρασιάτισσα από τα Αλάτσατα και μπαμπά από την Αμαλιάδα. Τα πρωινά εργαζόταν και τα βράδια πήγαινε στον «Πυθαγόρα» όπου έβγαλε τη σχολή Ηλεκτρολόγων Εμπορικού Ναυτικού. Ήταν 19 χρονών το 1967 όταν ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην τοπική ομάδα του Πανερυθραϊκού, έχοντας ως είδωλα τον Γιόχαν Κρόιφ και τον Τζορτζ Μπεστ.
Τις Κυριακές, που η ομάδα έπαιζε στο γήπεδό της, ανέβαινε στη Νέα Ερυθραία με πούλμαν όλη η Αθήνα κι ο Πειραιάς. «Όταν παίζαμε εμείς εδώ, στη Νέα Ερυθραία, έρχονταν στο γήπεδο 2.000 οπαδοί». Άνθρωπος δραστήριος και με επιχειρηματικό μυαλό, σκαρφίστηκε να ανοίξει ένα μαγαζάκι στη γειτονιά του, κι εκεί να μαζεύει όλον αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή έβγαζε τα βασικά. Κάνα καφεδάκι, πορτοκαλάδες, ούζα. Ύστερα από 4-5 μήνες κατάλαβε ότι ο κόσμος ήθελε και φαγητό. Κατέβηκε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, εκεί που ήταν το υγειονομικό, και ζήτησε άδεια καφέ μπαρ μετά ψησταριάς. Έστησε ένα κιόσκι στη γωνιά του μαγαζιού, κι έβαλε εκεί έξω την ψησταριά με τα κάρβουνα. Έψαξε στην Αθήνα και βρήκε έναν Αιγύπτιο, ασυναγώνιστο μάστορα στο σουβλάκι, του έδωσε τα διπλάσια λεφτά από όσα έπαιρνε στο προηγούμενο μαγαζί, και τον πήρε μαζί του, να ψήνει τον γύρο ντονέρ.
Το σουβλατζίδικο ωστόσο άρχισε να κάνει θραύση όταν έβαλε τα δικά του, χειροποίητα χοιρινά σουβλάκια. «Μια μέρα πήρα 50 κιλά κρέας και το πέρασα σε καλαμάκια. Είπα να κάνω λίγα και να είμαι συντηρητικός για αρχή, όμως αυτά εξαφανίστηκαν μέσα σε μια ώρα. Συμβουλεύτηκα έναν γιατρό του υγειονομικού, που τότε μας επισκέπτονταν δύο φορές την εβδομάδα για έλεγχο, και έπιασα να φτιάχνω σουβλάκια με τρία διαφορετικά κομμάτια χοιρινού. Με ορμήνεψε να μη βάζω τζατζίκια, ούτε και πατάτες, παρά μόνο αλάτι και πιπέρι κόκκινο, ντομάτες και κρεμμύδια ανάμεικτα με μαϊντανό. Προσέλαβα και μια γυναίκα να ξεκινάει να τα κόβει μια ώρα πριν ανοίξει το μαγαζί και να συνεχίζει όσο έρχονται παραγγελίες, για να είναι φρέσκα. Δεν έβαλα ποτέ πολυκαιρισμένη ντομάτα και κρεμμύδι στο σουβλάκι. Διάλεγα πρώτες ντομάτες, να τις κόβω να τις φχαριστιέμαι, δεν λυπήθηκα ποτέ τα χρήματα στο λάδι και στις πίτες. Έψηνα πάντα το κρέας στο κάρβουνο, κι ας είχε παραπάνω κόστος. Δεν πρέπει να παίρνεις και να μη δίνεις. Η κατανάλωση θα σου φέρει το κέρδος σου». Όπως ακριβώς μου τα περιέγραψε, κι όπως ξεκίνησαν όλα πριν από τόσες δεκαετίες, έτσι συνεχίζουν και σήμερα μου λέει ο κ. Γιώργος. «Εκείνα τα χρόνια δεν έβαζα ούτε πατάτες, αλλά τώρα, μόνο αν το γυρέψει ο πελάτης, θα βάλουμε» συμπληρώνει.
Το 2010 ο κ. Γιώργος παρέδωσε τα ηνία στον γιο του τον Δημήτρη, και πλέον περνάει καμιά βόλτα μόνο τα πρωινά. «Ο Δημήτρης είναι καλύτερος κι από μένα» μου λέει, εξηγώντας ότι «τον είχα βάλει μέσα στην ψησταριά από μικρό, και του έλεγα ότι η δουλειά μας είναι εδώ». Μου δείχνει παλιούς πελάτες που ήταν παιδάκια όταν πρωτοήρθαν στο μαγαζί. «Εγώ με τους πελάτες μου ήμουν φίλος» λέει. Θυμάται τους μεγάλους παίκτες που όλοι θαύμαζαν, και που περνούσαν κι αυτοί να πάρουν σουβλάκια από τον Πανερυθραϊκό. «Ο Τάκης Λουκανίδης ήταν ίνδαλμά μου και χρόνια πελάτης. Έρχονταν κι ο Χατζηπαναγής, ο Παπαϊωάννου, ο Δομάζος που είναι ακόμα πελάτης, και πολλοί άλλοι, από τον Θεοδωρίδη του Ολυμπιακού και τον Στέλιο Σεραφείδη, μέχρι τον Μητσοτάκη, τον Κόκκαλη και την Κανέλλη. Ποιον να πρωτοθυμηθώ;».