βότανα και μπαχαρικά. Κάτι το οποίο είναι αρκετά περίεργο, αλλά ακόμα πιο περίεργο είναι το γεγονός ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει ένα πρωινό Τρίτης λίγο πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι. Οι πωλητές τρέχουν και δεν φτάνουν. «Θα ήθελα 50 γρ. βαλεριάνα και χαμομήλι. Βλέπετε, έχω κάποια προβλήματα με τον ύπνο», λέει ένας κύριος γύρω στα πενήντα. «Θα μου βάλετε κανέλα, μπούκοβο και κύμινο. Θα έρθει ο γιος μου από το εξωτερικό και θα του φτιάξω σουτζουκάκια», ψιθυρίζει με ενθουσιασμό στην πωλήτρια μια κυρία. «Άκουσα ότι έχετε μείγματα για κάρι. Θέλετε να μου πείτε τις επιλογές;» ρωτάει ένας νεαρός όχι πάνω από 25. Ο χώρος είναι έτσι διαμορφωμένος ώστε να υπάρχει μια ανοιχτωσιά. Μπορεί κανείς να δει από τον δρόμο με μεγάλη ευκολία τα ατέλειωτα βαζάκια με τα κόκκινα κουμπώματα, αλλά και τα χειρόγραφα ταμπελάκια τους: βότανα, μπαχάρια, όσπρια, σκόνες, μείγματα και κάθε λογής αρωματικοί γαστρονομικοί θησαυροί.
Έξω από το Μπαχάρ, ένα από τα πρώτα μπαχαροπωλεία που θα συναντήσει κανείς επί της Ευριπίδου, αν κατευθυνθεί από την πλατεία Κλαυθμώνος προς την πλατεία Κουμουνδούρου, γίνεται χαμός. Μια ουρά ανθρώπων, η οποία μοιάζει να μην έχει καμία ηλικιακή συνοχή, περιμένει να προμηθευτείΤο Μπαχάρ, μαζί με τα Χατζηγεωργίου και Fotsi, είναι από τα πιο παλιά μπαχαροπωλεία της οδού Ευριπίδου. «Είμαστε εδώ από το 1940», μου λέει η Μαρία Σεφέρογλου, υπάλληλος και κουνιάδα του ιδιοκτήτη, Ματθαίου Μανωλέσσου, ενός Σαντορινιού που αγαπούσε το καλό φαγητό και ήταν από τους πρώτους που άνοιξαν μπαχαροπωλείο στην Ευριπίδου. Η κ. Σεφέρογλου ξεκίνησε να δουλεύει στην επιχείρηση σε ηλικία μεταξύ 20 και 22 χρόνων. «Δεν θυμάμαι ακριβώς. Ξεκίνησα να έρχομαι τα πρώτα χρόνια και μετά μου άρεσε και έμεινα», μου λέει από το τηλέφωνο. Δεν είχε καταφέρει να μου μιλήσει όταν είχα περάσει από το κατάστημα, εξαιτίας της αυξημένης δουλειάς. «Κάλεσέ με μεταξύ επτά και οκτώ το πρωί, όταν ακόμα δεν θα έχει πολλή κίνηση», μου ζήτησε ευγενικά.
μπαχαρικά, αλλά και οι γυάλινες προθήκες με πολύχρωμες σκόνες δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να μπορέσετε να αφεθείτε στον πικάντικο αυτόν κόσμο όπως του πρέπει.
Τα μπαχαροπωλεία –ή πιο ευρέως γνωστά ως μπαχαράδικα– όλα αυτά τα χρόνια έχουν διαμορφώσει σημαντικά τον χαρακτήρα αλλά και την ταυτότητα της Ευριπίδου. Έναν βέρο εμπορικό δρόμο, που διατηρεί τον αυθεντικό χαρακτήρα της παλιάς Αθήνας, όταν –μια ανάσα μακριά– άλλα σημεία της πόλης (π.χ. Ψυρρή) υποκύπτουν σε νεωτεριστικές τάσεις. Οι πόρτες τους είναι ανοιχτές, σαν τους ανθρώπους τους, κλείνοντας με μια ρομαντική «αφέλεια» το μάτι στην κυνικότητα που διακρίνει τους υπόλοιπους Αθηναίους. Δεν θα βρείτε πολυτελείς συσκευασίες με γραφιστικά που έχουν φτιαχτεί στις αίθουσες ενός μοντέρνου γραφείου από κάποια ομάδα μάρκετινγκ. Ούτε τιθασευμένα βότανα, συσκευασμένα σε πλαστικά σακουλάκια. Θα τα βρείτε όλα χύμα, όπως έκαναν παλιά. Τα αρώματα, τα κρεμαστά αποξηραμένα βότανα καιΜια άλλη Αθήνα
Το 1930, ο Φώτης Τσιρώνης, ο οποίος είχε γεννηθεί στα Καλάβρυτα, ίδρυσε το παντοπωλείο Fotsi, ένα όνομα που προήλθε από τα δύο πρώτα γράμματα του μικρού του ονόματος και τα τρία πρώτα γράμματα του επιθέτου του. Όπως τα περισσότερα μπαχαροπωλεία εκείνης της εποχής, τις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας τους δεν πωλούσε μόνο βότανα και μπαχαρικά. «Ο παππούς μου ξεκίνησε με παιδικές τροφές και είδη παντοπωλείου», μου λέει ο Γεώργιος Μπερτσάτος, η τρίτη γενιά στην επιχείρηση. Κάτι αντίστοιχο θυμάται και η κ. Σεφέρογλου: «Αν έβλεπες την ταμπέλα παλιά, θα έλεγε “ψιλικά και είδη κιγκαλερίας”. Μαζί με μπαχαρικά θα έβρισκες και βίδες με κατσαβίδια, αλλά και απορρυπαντικά και τροφές πουλιών». Η εξειδίκευση στα μπαχαρικά διευκολύνθηκε από την επαφή με πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και το ενδιαφέρον για την αρωματική κουζίνα τους. Το κατάστημα Fotsi δεν ήταν ανέκαθεν επί της οδού Ευριπίδου. Βρισκόταν στην Αγίου Δημητρίου 9 και μεταφέρθηκε στην Ευριπίδου το 1987. «Παλαιότερα στην Αθήνα οι δρόμοι ήταν χωρισμένοι ανά επάγγελμα. Εξυπηρετούσε τον κόσμο να ήταν όλα τα μαγαζιά σε ένα σημείο. Για παράδειγμα, θα έβρισκες καπέλα στη Βορέου, δέρματα στη Μιαούλη, καρέκλες στην Αγίων Ασωμάτων, χημικά στη Σωκράτους και στη Γερανίου κ.ο.κ. Εκείνη την εποχή, το να πουλάς μπαχαρικά ήταν ένα “υγιές” επάγγελμα, γι’ αυτό ήταν κοντά στη Βαρβάκειο. Σίγουρα δεν ήταν τόσο κερδοφόρο όσο τα υφάσματα. Τα μπαχαρικά ήταν μεν ακριβά, αλλά, αν ήσουν γαλουχημένος στη μικρασιατική κουζίνα, ήξερες πώς να τα χρησιμοποιείς σε μικρές ποσότητες», αναφέρει ο κ. Μπερτσάτος.
Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ήταν η Ευριπίδου εκείνα τα χρόνια. Τι θα έβλεπες στον δρόμο; Πώς θα ήταν μια καθημερινή μέρα άραγε; Μια αίσθηση από τη δεκαετία του ’70 αλλά και τις παιδικές του αναμνήσεις μάς μεταφέρει ο Μάριος Χατζηγεωργίου, συνιδιοκτήτης μαζί με τον αδελφό του Στέφανο του μπαχαροπωλείου Χατζηγεωργίου, το οποίο ιδρύθηκε το 1935 από τον Μικρασιάτη παππού τους Στέφανο Χατζηγεωργίου. «Θυμάμαι να κάθομαι στο πεζοδρόμιο και να παρατηρώ τους λεγόμενους παπατζήδες να στήνουν κομπίνες στους περαστικούς, όπως και έναν πλανόδιο που έσερνε μια αρκούδα με χαλκά. Την έβαζε να χορέψει και μετά μάζευε λεφτά από τους μαγαζάτορες», αφηγείται.
Η Πολίτικη κουζίνα και το μπέρμπον Ταζμανίας
Από το 1950 μέχρι και το 2000 στον δρόμο υπήρχαν πολλά παντοπωλεία – «σχεδόν 70», σύμφωνα με τον κ. Μπερτσάτο. Με την εμφάνιση όμως υπεραγορών τη δεκαετία του ’60, ήταν λογικό να αρχίσουν να φθίνουν. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστα. Τα μπαχαράδικα, όμως, πάνω κάτω διατήρησαν τον αριθμό τους. Κάτι που οφείλεται στο αναζωογονημένο ενδιαφέρον του κόσμου για τη μαγειρική. «Το 2003, με την κυκλοφορία της ταινίας Πολίτικη κουζίνα, υπήρξε μεγάλη κινητικότητα. Κάτι στο οποίο έχουν συμβάλει και οι εκπομπές μαγειρικής, αλλά και η γνωριμία με έθνικ κουζίνες», μου λέει ο κ. Μπερτσάτος. Αν και πιο κλασικά μπαχαρικά και βότανα, όπως κανέλα, γαρίφαλο, πιπέρι, ρίγανη και θυμάρι, δεν έχουν χάσει τη δημοτικότητά τους και παραμένουν σταθερές αξίες, ο ουρανίσκος του μέσου Έλληνα φαίνεται πως έχει αρχίσει να επιθυμεί πιο εξωτικές γεύσεις ακόμα και στη σπιτική του κουζίνα. Σύμφωνα με την κ. Σεφέρογλου, αρκετός κόσμος έχει αρχίσει να ζητάει καπνιστό πιπέρι μπέρμπον από τη Μαδαγασκάρη, πιπέρι βουνού από την Τασμανία και ιδιαίτερες ποικιλίες καυτερών πιπεριών, όπως η Carolina Reaper.
σαφράν, το οποίο κοστολογείται στα 5.000 ευρώ. Αν και είναι αρκετά εύκολο να προμηθευτεί κάποιος βότανα αυτή τη στιγμή από το διαδίκτυο ή από κάποιο τοπικό μαγαζί, η υψηλή ποιότητα αλλά ταυτόχρονα και το χαμηλό κόστος είναι χαρακτηριστικά που προσελκύουν τους πιστούς καταναλωτές.
Αν και δεύτερα σε ζήτηση, τα βότανα έχουν και αυτά το αγοραστικό κοινό τους. «Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος έχει αρχίσει να αναζητά έναν πιο φυσικό τρόπο θεραπείας, μακριά από φάρμακα», λέει ο κ. Μπερτσάτος. «Είναι εντυπωσιακό το ότι ακόμα και νέα παιδιά έχουν ξεκινήσει να δίνουν σημασία σε κάτι τέτοιο». Με τα χρόνια έχει αυξηθεί η ποικιλία των βοτάνων που είναι διαθέσιμα προς πώληση. Για παράδειγμα, το Fotsi, από τα 20 βότανα που πουλούσε μέχρι τη δεκαετία του ’90, τώρα έχει επεκταθεί στα 200. Αν και οι πωλητές βάσει νόμου δεν επιτρέπεται να συμβουλεύουν τους αγοραστές όσον αφορά τις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων, πολλοί έρχονται με συνταγές ομοιοπαθητικών ιατρών ή με σημειώσεις βοτάνων από κάποια προσωπική έρευνα στο Google. Τονωτικά βότανα ως βοηθήματα στην εντατική γυμναστική, βότανα για τόνωση του ανοσοποιητικού, αλλά και βότανα για την αύξηση της ανδρικής λίμπιντο είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση, ενώ το πιο ακριβό βότανο παραμένει το σαφράν – χρειάζονται δέκα στρέμματα γης για ένα κιλόΗ επόμενη μέρα
Προς το τέλος της οδού μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως υπάρχουν και κάποια μπαχαροπωλεία με ξένα ονόματα. Βλέπω σε μια γωνία τον μαγαζάτορα ενός παντοπωλείου να συνομιλεί με έναν αλλοδαπό υπάλληλο ενός άλλου μαγαζιού και να γελάνε. Είναι σχεδόν συμβολικό. Σε εκείνο το σημείο είναι σαν να υπάρχει μια συνάντηση της παλιάς Αθήνας με τη νέα. Στο βιβλίο της, Ο κόσμος της Ευριπίδου και των πέριξ (εκδ. Εστίας), η Ζωή Ε. Ρωπαΐτου γράφει: «Τα νοήματα και οι σημασίες που περικλείει η οδός Ευριπίδου οφείλονται στο ότι συμπυκνώνει την ιστορικά διαμορφωμένη αλλά και συνεχώς μετασχηματιζόμενη σχέση των κατοίκων της με το αγαθό της τροφής και τους συμβολισμούς του». Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, μέσα από τις αλλαγές στα πέριξ αυτό έχει αρχίσει να επηρεάζει και το μωσαϊκό της Ευριπίδου. «Πριν από είκοσι χρόνια ήταν επικίνδυνο να κυκλοφορείς το βράδυ εξαιτίας της διακίνησης ναρκωτικών», λέει η κ. Σεφέρογλου. Σήμερα, τα αξιοθέατα της γύρω περιοχής έχουν προσελκύσει και τουριστικό ενδιαφέρον. «Ακόμα και μέσα στον χειμώνα, υπάρχουν πολλοί τουρίστες που επισκέπτονται το μαγαζί. Βλέπουν τα κρεμαστά βότανα και αναρωτιούνται τι μπορεί να είναι, καθώς δεν υπάρχουν αντίστοιχα μαγαζιά στο εξωτερικό», εξηγεί ο κ. Χατζηγεωργίου. Με όλες αυτές τις αλλαγές, αναρωτιέμαι αν η Ευριπίδου θα χάσει τον χαρακτήρα της. «Η Ευριπίδου θα υπάρχει πάντα», μου απαντά με βεβαιότητα ο κ. Χατζηγεωργίου. «Θα είναι λίγο διαφορετική, όπως άλλωστε είναι και σήμερα». Φαίνεται ότι και οι τρεις δεν φοβούνται ιδιαίτερα για το μέλλον. Το μόνο μέλημά τους είναι αν θα καταφέρουν να συνεχίσουν αυτή την κληρονομιά – όπως λέει και ο κ. Μπερτσάτος, «η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να διατηρηθεί η ποιότητα που έχει τεθεί εξαρχής».
Καθώς ανηφορίζω την Ευριπίδου και εισπνέω τα αρώματα από τα μπαχαροπωλεία και το θυμίαμα και το λιβάνι από τα μαγαζιά με εκκλησιαστικά είδη λίγο πιο πάνω, μου έρχεται στο μυαλό μια φράση που είχα ακούσει παλιότερα: «Περπατώντας αφομοιώνεις περισσότερες εικόνες». Αν και αυτονόητο, αλλά ταυτόχρονα και οξύμωρο, είναι κάτι που αληθεύει για τα περισσότερα σημεία αυτής της πόλης. Μέσα από ένα αμάξι και την ταχύτητά του η Αθήνα μπορεί να φαίνεται γκρίζα, άχρωμη ή ακόμα και άσχημη. Αν την περπατήσεις όμως ως πεζός, θα καταφέρεις να βρεις την ομορφιά να αναβλύζει πέρα –αλλά και μέσα– από τα ρημαγμένα κτίριά της, τα αχρείαστα γκράφιτι και τις ξεθωριασμένες αφίσες συναυλιών. Ακόμα και εκεί που δεν το περιμένεις. Για την οδό Ευριπίδου, όμως, αυτό ισχύει λίγο παραπάνω. Αυτά τα λίγα μέτρα οδοστρώματος έχουν να προσφέρουν πολλά περισσότερα από εικόνες. Είναι ένα ζωντανό μουσείο. Μαζί με λίγη κανέλα ή κάποιο πιπέρι σετσουάν είναι σίγουρο ότι θα φύγετε γνωρίζοντας λίγο καλύτερα την πόλη.