ΕΞΟΔΟΣ

Κύριε Λάνθιμε θέλω να σας κάνω το τραπέζι

Μια νοητή βόλτα με τον σκηνοθέτη στους νόστιμους μικρόκοσμους του Πειραιά, ένα μικρό μοντάζ από γεύσεις και ατμόσφαιρες κοντά στο λιμάνι.

15.01.2024
Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
Κύριε Λάνθιμε θέλω να σας κάνω το τραπέζι

Απογευματινή προβολή του Poor Things του Λάνθιμου στο μικρό σινεμά της Ζέας στον Πειραιά. Μια ντουζίνα θεατές όλοι κι όλοι, ανάμεσα τους και εμείς. Εκείνο το απόγευμα καταλάβαμε (θυμηθήκαμε;) πως ο σπουδαίος κινηματογράφος δεν είναι επίπεδος. Είναι κόσμοι ολόκληροι, ωραίες δίνες ή διαδρομές ελικοειδείς που ανεβαίνουν. Και επιδρούν με επίδραση ακαριαία και βραδυφλεγή: δεν είναι η υπνωτιστική τους ομορφιά, μια σύνταξη συναρπαστικών εικόνων, μια γλώσσα νέα με παλιά υλικά, με αισθητικές αφορμές διάφορες (τι ιδιαίτερο πράγμα που είναι η γλώσσα του σινεμά) και η απόλαυση που παράγει η ανάγνωση. Είναι βέβαια και αυτά, αλλά προεχόντως είναι αυτό που σου σκαλίζουν στο κεφάλι και στο θυμικό: από ένα απλό σκίρτημα μέχρι κοσμογονικά συναισθήματα, από ένα χαστουκάκι που τσούζει στιγμιαία μέχρι μια βαθιά υποδόρια όχληση που κουβαλάς καιρό και αργεί να κοπάσει. Σίγουρα σκίζουν μέσα σου την αθυμία. Ίσως να καταφέρουν να γκρεμίσουν πολλά και διάφορα φέρνοντας μια νέα πίστη. Έρχεσαι στα ίσια σου. Αν τα φέρει έτσι η τύχη, θυμάσαι ποιος, τι είσαι, μια νέα δυναμική εγκαθιδρύεται ανάμεσα στον μικρόκοσμό σου και τη μεγάλη ζωή εκεί έξω.

Σκεφτόμουν, λοιπόν, πόσο πολύ θα ήθελα να σας γνωρίσω κ. Λάνθιμε. Όχι για να σας πάρω συνέντευξη, το κάνουν άλλοι καλύτερα. Αλλά για τη χαρά μιας μικρής «κουφής» συναναστροφής. Να δω λίγο πώς κοιτάτε τα πράγματα, τη ζωή δίπλα μας, κάτι τέτοιο. Για να δω πώς είστε από κοντά, πώς μιλάτε, πώς γελάτε. Και λόγω της σχέσης μου με το φαγητό, θα ήθελα να σας πάω κάπου για φαγητό.

Στον Ιωνικό / φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος

Η μπακαλοταβέρνα του Σκυλοδήμου / φωτογραφία: Αλέξανδρος Αντωνιάδης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΕκεί που τρώνε τα συνεργεία: 8 λαϊκές νοστιμιές εκτός πιάτσαςΕκεί που τρώνε τα συνεργεία: 8 λαϊκές νοστιμιές εκτός πιάτσαςΣκέφτομαι λαϊκά, ταπεινά μαγαζιά όπου πιθανότατα δεν θα σας αναγνώριζαν. Σε αυτά όπου δεν αναγνωρίζουν κανέναν και όπου αυτά τα πράγματα γενικώς δεν έχουν και πολλή σημασία. Που δουλεύουν μακριά από όλα αυτά. Λοιπόν, το πιθανότερο να σας έλεγα να κατεβούμε στο λιμάνι. Ο Πειραιάς είναι μια χώρα από μόνος του, ένα μωσαϊκό ιδιαίτερο, φαγωμένο. Με τη δική του ζωή, με τις φθορές του, με μια παράξενη ιστορία και παράξενους ανθρώπους. Ξέρω τι σας λέω, Πειραιώτης είμαι και εγώ.

Θα πήγαινα μαζί σας για σουβλάκι στον Γιώργο μέσα στην αγορά, Γούναρη και Νικήτα. Ένα μικρό μαγαζί φτιαγμένο με φτηνά υλικά και δυο πράγματα όλα κι όλα στο μενού. Ένα τυλιχτό και μια μερίδα ανοιχτή με μπιφτέκι. Λαϊκό μαγαζί που δουλεύει με την πιάτσα, μόνον ώρες αγοράς. Μπορεί να σας πήγαινα για φτηνό άριστο ψάρι στον Ιωνικό στη Νίκαια, ανάμεσα στις ξύλινες προσφυγικές παράγκες-μνημεία της παλιάς ζωής. Και στα άλλα χαμηλά σπίτια της γειτονιάς. Πώς θα σας φαίνονταν άραγε αυτά; Μπορεί να τα έχετε δει, μπορεί όχι. Θα ήθελα να δείτε αυτό το νεύρο της πόλης που χτυπά ακόμα αλλά και σαν να αργοπεθαίνει.

To Paleo του Γιάννη Καϋμενάκη / φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος

Στον Γιώργο, στην αγορά του Πειραιά / φωτογραφία: Νίκος Καμπούρης

Στην μπακαλοταβέρνα του Σκυλοδήμου στην Ευαγγελίστρια, μεσημέρι καλύτερα που δουλεύει το μπακάλικο μπροστά, για έναν μεζέ παρέα με τους θαμώνες της γειτονιάς. Είναι απίθανο μαγαζί, θα δείτε.

Βράδυ, θα έκλεινα τραπέζι στο Paleo. Θα μαγευόσασταν νομίζω με τον Γιάννη Καϋμενάκη και τον τρόπο που κάνει τους ανθρώπους να αγαπούν το κρασί. Το μαγαζί του είναι βγαλμένο από όνειρο, έτσι σαν κρησφύγετο που είναι ανάμεσα σε μηχανουργεία και χαμοκέλες, στον κόρφο μιας απίθανης γειτονιάς του Πειραιά.

Πόσο αμήχανο θα ήταν αυτό, το να βγούμε μαζί για φαγητό, έτσι δεν είναι; Ίσως όσο κι αυτό το γραπτό. Το πιθανότερο έτσι κι αλλιώς είναι να μη γνωριστούμε ποτέ. Την αγαπώ τη θέση του αθέατου θεατή, κάθε τι άλλο θα ήταν πολύ παράξενο. Θα ταξιδεύω από το κάθισμα του σινεμά και θα διασκεδάζω με τις φανταστικές περιπέτειες τέτοιων απίθανων συναντήσεων.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ», τεύχος 1076.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών