Τα Καμίνια στα χρόνια της Κατοχής ήταν μια λαϊκή φτωχογειτονιά όπου το ΕΑΜ είχε δύναμη και κρατούσε ψηλά το φρόνημα. Οι κάτοικοι ήταν κατά βάση εργάτες στις πρώτες βιομηχανίες του Πειραιά, όπως στο σαπωνοποιείο του Παπουτσάνη και στην Κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα, αλλά και τορναδόροι, τεχνίτες και μηχανικοί στα πέριξ του λιμανιού. Ο Κώστας Λάμπρου, που διατηρούσε μια μπακαλοταβέρνα λίγα στενά πάνω από την Πειραιώς, στον συμμαχικό βομβαρδισμό του 1944 την είδε να γκρεμίζεται, του έπεσε κυριολεκτικά το ταβάνι στο κεφάλι, όμως δεν το έβαλε κάτω. Μέχρι την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, τον Οκτώβρη, μαζί με τη γυναίκα του Μαρία την είχαν κιόλας ξαναστήσει. Το μαγαζί ήταν χωρισμένο, από τη μια ταβέρνα κι από την άλλη μπακάλικο. Πουλούσε κάρβουνα, τα απαραίτητα για το σπίτι και φυσικά κρασί, Ρετσίνα που έφτιαχναν στο κελάρι.
Η Μαρία, που είχε καταγωγή από τη Λαμία, ήταν εξαιρετική μαγείρισσα. Έφτιαχνε δυο τρία φαγάκια κάθε μέρα για τους πελάτες τους –μπριάμ, ντολμάδες, σούπες, φασολάδα– και έκανε και απίθανες πίτες, Στερεοελλαδίτισσα γαρ. Έβγαζε και σέρβιρε και από την μπακαλική της τυράκι, καμιά κονσέρβα, και να τος ο καλός μεζές για το κρασί. Ξαφνικά μένει χήρα, όμως αποφασίζει να κρατήσει το μαγαζί μονάχη της μέχρι το 1999, όταν ο ένας της αγαπημένος εγγονός, Κώστας Τσώτσης, τελειώνει το Μουσικό Σχολείο και έρχεται το καλοκαίρι να τη βοηθήσει. Έως σήμερα ο Κώστας δεν έχει φύγει από το μαγαζί. Το δουλεύει πλέον με τον αδερφό του Αλέξανδρο, ηθοποιό και μάγειρα, δυστυχώς χωρίς τη γιαγιά Μαρία, που έφυγε από τη ζωή το 2016. Βέβαια, τα αγόρια, έχοντας μεγαλώσει μέσα στην ταβέρνα, πήραν τα μαγειρικά της χούγια. Φτιάχνουν απλό φαγητό, νόστιμο και αληθινό, έχουν βάλει όμως και το δικό τους χέρι και γούστο: λίγο μπέικον στην πρασόπιτα, μέλι στις baby πατάτες στον φούρνο, κάνουν μους παντζαριού, φτιάχνουν και μπρόκολο γκρατέν με πλούσια μπεσαμέλ. Κατά τα λοιπά, λαχανοντολμάδες, σουτζουκάκια, κοκκινιστό μοσχαράκι γάλακτος και δυο τρία διαλεχτά ψητά υπάρχουν καθ’ εκάστην: προβατίνα σε βέργα, ωραίο συκώτι και άλλα. Τα ψώνια τα κάνουν από την κοντινή λαχαναγορά στου Ρέντη, έχουν διάφορους προμηθευτές. «Ο μανάβης κι ο χασάπης δεν πιάνεται φίλος», τους έλεγε η Μαρία. Σερβίρουν κρασί από τον Συνεταιρισμό Νεμέας, Αγιωργίτικο σε ασκό κι ένα ροζέ από Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου, ενός παραγωγού του οποίου δεσμεύουν τη σοδειά για το μαγαζί τους.
Με πολύ καλό φαγητό και μετά από 80 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, το Οινομαγειρείο Ζωοδόχος Πηγή στα Καμίνια κρατάει ψηλά τη σημαία της ταβέρνας. Αν θελήσετε να φάτε εδώ, θα πρέπει να κλείσετε τραπέζι μέρες πριν, καθώς ο χώρος τους –πολύ γουστόζικος και περιποιημένος– είναι μετρημένος ίσα ίσα. «Δεν έχουμε κανένα επιχειρηματικό βίτσιο», λέει ο Κώστας, για να εξηγήσει γιατί, αφού είναι κάθε μέρα γεμάτοι, επιμένουν να σερβίρουν σε μικρή κλίμακα, σε μια ντουζίνα τραπέζια. Εμείς τους χειροκροτούμε, κι ας μη βρίσκουμε τραπέζι όποτε το θέλουμε.