Είναι κάτι ανάμεσα σε καφενείο και ταβερνάκι και γεννήθηκε από γιο και μάνα, κάτω από απρόσμενες συνθήκες. Ο Κωστής Κελαϊδής διατηρούσε μικρή καφετέρια-take away στο Ρέθυμνο για εφτά χρόνια. Στη διάρκεια του λοκντάουν, εν μέσω πανδημίας, το κλείνει, επιστρέφει στο χωριό του τη Λαμπινή μαζί με τον επαγγελματικό εξοπλισμό του μαγαζιού και ανοίγει ένα μικρό καφενεδάκι σε πλάτωμα του χωριού, με θέα τον κάμπο και τις γύρω πλαγιές. Αρχικά ήταν μόνο ένα δωμάτιο του παμπάλαιου σπιτιού, έπειτα επεκτάθηκαν και σε διπλανό χώρο, τον νοικοκύρεψαν με πολύ κόπο, έξυσαν τους σοβάδες να φανεί η πέτρινη τοιχοποιία του και άνοιξαν δύο μεγάλα παράθυρα για τη θέα.
Στον «Τζιτζιφέ» θα πιεις από ελληνικό στο μπρίκι, ψημένο στο πετρογκάζ, μέχρι μακιάτο. Όμως στο χωριό ο καφές θα φέρει και ρακή, και η ρακή θέλει μεζέ. Εδώ αναλαμβάνει πια η μαμά του Κωστή, η Μαρία. Φέρνει στον καφενέ τηγάνια και τσικάλια και ετοιμάζει καθαρά σπιτικό φαγητό καθημερινά, σαν να μαγειρεύει για το σπίτι της. Πιάτα λίγα, με τα υλικά του τόπου και της διάθεσης.
πιτάκια της, αφράτα μεν και με κρούστα τραγανή, μοιάζουν με μικροσκοπικά πιροσκί. Τούτη η ζύμη, που περιέχει κάμποσο ελαιόλαδο και χυμό από φρέσκα πορτοκάλια, είναι αποκάλυψη. Ανάλογα με την εποχή τα γεμίζει είτε με ξινομυζήθρα είτε με άγρια χόρτα που μαζεύει η ίδια. Θαυμαστά είναι και τα πιάτα της με αυγά στο τηγάνι: αφράτες ομελέτες, άλλοτε με πατάτες και πιπεριά, άλλοτε με κολοκυθάκια και άλλοτε με ό,τι βγάλει η εποχή και το κέφι της ώρας. Της αρέσει να τις ψήνει στο φούρνο, αφράτες και φουσκωτές, αλλά όπως λέει, οι πελάτες τις ζητούν στο τηγάνι. Αν τη ρωτήσεις όμως, στον φούρνο θα τις προτιμούσε. Το καλοκαίρι στην αυλή στήνουν και μια μικρή ψησταριά και ψήνουν σουβλάκια στα κάρβουνα.
Οι τηγανητές πατάτες της, κομμένες βέβαια στο χέρι και τηγανισμένες σε ωραίο ελαιόλαδο, είναι πιάτο-ποίημα από μόνο του και φημισμένο, αλλά τα χεράκια της Μαρίας φτιάχνουν πολύ περισσότερα. Η κουκουβάγια της με παξιμάδι σίκαλης, γινωμένες ντομάτες και ξινομυζήθρα είναι από τις νοστιμότερες που έχω δοκιμάσει. Τα δεΤούτο το μικρό καφενεδάκι, που δεν ξεχωρίζει από τα διπλανά σπίτια παρά μόνο γιατί στην πλακόστρωτη σκιερή αυλή του με την καλαμωτή βλέπεις τα πεντέξι τραπεζάκια του, μοιάζει κι αυτό σαν σπίτι που έχει αφήσει την πόρτα του ανοιχτή για τον περαστικό, να τον συνεφέρει με ένα καφεδάκι, να τον στυλώσει με ρακή και μεζέ και να τον αφήσει να χαρεί την απέραντη θέα και την ηρεμία του τόπου. «Ο μεζές στο καφενείο είναι απαραίτητος», λέει η Μαρία. «Είναι δυνατόν να βγάλεις να σερβίρεις ρακή χωρίς μεζέ; Δεν γίνεται! Θα βγάλω και αγγουράκι», συμπληρώνει, «ντομάτα, λίγη φάβα, τυράκι, αλλά οπωσδήποτε και μαγειρευτό μεζέ. Ρακή χωρίς μεζέ δεν γίνεται».