Αν με ρωτούσες που θέλω να με παρατήσεις και να με ξεχάσεις όλο το καλοκαίρι, θα σου απαντούσα κάπου κατά μήκος της Ακουμιανής Γιαλιάς. Η μεγάλη παραλία που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στον νομό Ρεθύμνου, κάτω από το χωριό Αγία Παρασκευή στους πρόποδες του όρους Σιδέρωτα, είναι στολισμένη με γεωλογικούς σχηματισμούς σκαλισμένους επάνω σε νεροφαγωμένα βράχια. Ένα από αυτά, τον κόκκινο βράχο των Λιγκρών, το συναντάμε στην περιοχή Ξηρομηλιά, ενώ λίγο παραπέρα, κατά μήκος της ακρογιαλιάς υπάρχει μέχρι και καταρράκτης, που αναβλύζει νερό ολοχρονίς. Εδώ δεν έχει ομπρέλες, δυνατές μουσικές και σερβιτόρους που να κουβαλούν σεβίτσε και στρείδια α λα τρε μπανάλ, και παρότι σχετικά εύκολα προσβάσιμη, σε τούτην εδώ την πλαζ κανείς δε θα σε κοιτάξει περίεργα αν πετάξεις από πάνω σου ακόμα και το μαγιό.
γεμιστά και την μπίρα μου αναλογίζομαι πως ίσως του χρόνου, δίπλα στο πιάτο με τα γεμιστά κάποιου άλλου επισκέπτη ενδεχομένως να υπάρχει κι η δική μου φωτογραφία.
Στην Ακουμιανή Γιαλιά έχει και παραλία γυμνιστών, το Κατσούνι Αγαλιανού, με μια πεντακάθαρη και χοντρόκοκκη καυτή άμμο, τύφλα να έχουν τα scrub και τα spa. Αν πεινούσα εκεί στις εσχατιές του νότου που θα με είχες παρατήσει, θα ανέβαινα τα σκαλοπάτια της ταβερνίτσας των Ζαζόπουλων που βρίσκεται στο κεντρικό σημείο της ακρογιαλιάς όπου τη συναντάει ο κεντρικός δρόμος, και θα καθόμουν σε μια φερ φορζέ σε μια βεράντα κρεμασμένη επάνω από το Λιβυκό. Τα τραπεζάκια στις Λίγκρες είναι στρωμένα με ένα ιδιότυπο «τραπεζομάντηλο». Στην πραγματικότητα είναι ένα κολλάζ από φωτογραφίες, καδραρισμένες κάπως επάνω στα επιτραπέζια με τα διάφανα τζάμια, έτσι ώστε όσο τρως και πίνεις να «διαβάζεις» την ιστορία του μαγαζιού και των ανθρώπων που έχουν περάσει από εκεί. Καθώς ευχαριστιέμαι ταΕδώ στην ταβέρνα Λίγκρες μαγειρεύει σύσσωμη η οικογένεια Ζαζόπουλου. Ο Γιώργος και η Όλγα, και τα παιδιά τους, ο Μιχάλης κι ο Κυριάκος. Το κτίριο όπου στεγάζεται η ταβέρνα δεν είναι όμορφο, η αρχιτεκτονική του είναι εξοχικής κατοικίας σε 70’s θέρετρο της Αθήνας. Αυτό που έχει σημασία όμως δεν είναι τι βλέπεις από έξω προς τα μέσα, αλλά το αντίστροφο. Κάποτε στο ίδιο σημείο βρίσκονταν ο νερόμυλος του παππού της οικογένειας, ο οποίος λειτουργούσε με τα νερά του καταρράκτη. «Πρώτη φορά ήρθαμε εδώ με βάρκα» θυμάται ο κύριος Γιώργος. «Είχαμε φτιάξει μια καλύβα με καλαμιές, ψαρεύαμε και περνούσαμε εδώ τον καιρό μας τους καλοκαιρινούς μήνες. Ύστερα το ’95 το κάναμε ταβέρνα».
Στα ηχεία παίζει ρέγκε και από την κουζίνα μυρίζει ψάρι τηγανιτό. «Έχουμε δικό μας καΐκι και βγαίνουμε για ψάρεμα εδώ μπροστά» λέει ο Μιχάλης. «Πιάνουμε παπαγαλάκια, σκάρους, σαργούς, φαγκριά, στείρες». Έχει ψαράκι φρέσκο σχεδόν καθημερινά, κι όταν υπάρχει αφθονία θα κάνουν και ψαρόσουπα. Τις άλλες μέρες πιάνουν και καθαρίζουν τα ζαρζαβάτια που τους φέρνουν από την περιοχή, και κάνουν λαδερά, όπως μπάμιες και βλίτα, αλλά και μουσακά, παστίτσιο και καγιανά, ελληνική κουζίνα δηλαδή, που την κάνουν καλά. Σε μια φωτογραφία στη γωνία του τραπεζιού μου βλέπω τον κύριο που κάθεται στο διπλανό τραπέζι. «Όλοι οι θαμώνες εδώ είναι και φίλοι. Έρχονται ξανά, και θα τους δεις και του χρόνου». Πολλοί από αυτούς μένουν σε κάποιο από τα 11 δωμάτια που έχει η οικογένεια πάνω από την ταβέρνα. Σε λίγο, μετά το μεσημεριανό θα τους δεις που ανεβαίνουν να πάνε για τη σιέστα τους. Θα ξανακατέβουν λίγο πιο μετά με το μαγιό και το βράδυ πάλι θα αράξουν στην πλαϊνή αυλή με τις χρωματιστές σεζλόνγκ και τις αιώρες για να πάρουν ένα τζιν στη βεράντα στη ραστώνη του ηλιοβασιλέματος.