Όταν ο Αλέκος Περαντωνάκης, γέννημα θρέμμα Ακουμιανός, είδε για πρώτη φορά τη συγχωριανή του Βικτωρία, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, την ερωτεύτηκε αμέσως και για να κερδίσει την καρδιά της τραγουδούσε καντάδες τα βράδια, κάτω από το παράθυρο της. Η ίδια λέει πως της τραγουδούσε πολύ όμορφα, ήταν από σόι γλεντζέδικο. Τον ερωτεύτηκε κι εκείνη και το 1964 παντρεύτηκαν. Το καφενείο τους, πρώην κουρείο του ’50, το άνοιξαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς του 1970 στη γωνία της κεντρικής πλατείας του χωριού, απέναντι από τον μεγάλο πλάτανο, και στα εγκαίνια το βράδυ της παραμονής γιόρτασαν με δύο μπουκάλες τσικουδιά και καλεσμένους όλο το χωριό. Έκτοτε το καφενείο «Η Ρομαντική Γωνιά» δεν έχει σταματήσει ούτε μέρα να φτιάχνει καφεδάκια στο μπρίκι και να σερβίρει μεζέδες από τα χέρια της Βικτωρίας.
Ο χώρος δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό. Έχουν μείνει τα ίδια παλιά ξύλινα πορτοπαράθυρα με τα ταμπλαδωτά τζάμια, το τσιμεντένιο πάτωμα, λείο πια με τα χρόνια, η ξύλινη πιατοθήκη με τα ζωγραφιστά πιάτα, ακόμα και η φαρδιά κόχη στον τοίχο για τον μεγάλο καθρέφτη του πρώην κουρείου. Μόνο το χτιστό φουρνάκι για οφτή πατάτα δεν κατάφερε να επιβιώσει. Η πατάτα οφτή, το τυρί και ό,τι έβγαζε το περιβόλι ήταν οι πρώτοι μεζέδες του καφενέ. Λίγα πράγματα, τα δικά τους και της εποχής, αρκετά όμως για την μπόλικη πελατεία – κάποτε τα Ακούμια ήταν κεφαλοχώρι με 1.200 κατοίκους, είχαν σχολείο εξαθέσιο με 100 παιδιά κι είχαν και λυρατζήδες. Εκείνα τα χρόνια ο καφενές του Περαντωνάκη έβγαζε μέχρι και 100 καρέκλες στην πλατεία, τόσο κόσμο είχε. Τώρα οι χωριανοί έχουν μειωθεί, οι νέοι είναι ελάχιστοι. Το καφενείο του Αλέκου και της Βικτωρίας όμως πήγαινε πάντα καλά κι έτσι συνέχισε, όταν πια το ανέλαβε ο γιος του Μανώλης με τη γυναίκα του, Ελένη.
νερόπιτες της Βικτωρίας, αγκινάρες δικές τους στο λάδι και ελιές, μπουμπουριστοί χοχλιοί, τυρί δικό τους, χορτοπιτάκια της Ελένης και μια ομελέτα-ποίημα με αυγά από τις κότες τους και τα τελευταία βρουβοβλάσταρα, ένα γλυκόπικρο αριστούργημα. Τον χειμώνα η ομελέτα φτιάχνεται με τσιμούλια (παραπούλια του λάχανου) και λένε πως είναι λουκούμι. Οι χοχλιοί, τέλεια ψημένοι στο τηγάνι, είναι από τα πιάτα που δεν λείπουν σχεδόν ποτέ από το καφενείο. «Τους κάνουμε άλλοτε μπουμπουριστούς, άλλοτε στο τσικάλι με πατάτες, άλλοτε με ρύζι ή με ξινόχοντρο και ντομάτα», λέει η Βικτωρία και συμπληρώνει πως οι καλύτεροι χοχλιοί είναι οι χοντροχοχλιοί οι πετρογυριστοί, που μαζεύονται στις αρχές καλοκαιριού, τότε που «κλείνουν» με μια λεπτή μεμβράνη και χώνονται όλοι μαζί, σχεδόν μια μάζα κολλημένη, κάτω από τις πέτρες, χορτάτοι και μπαμπάτσικοι, για να βγάλουν το καλοκαίρι και να αντέξουν τη ζέστη. Εκεί αποβάλλουν όλες τις ακαθαρσίες τους από το μπόλικο ανοιξιάτικο φαΐ και είναι η ιδανική εποχή για συλλογή και μαγείρεμα. «Οι χοχλιοί της Τριόπετρας [σ.σ. η ανατολική, παραθαλάσσια άκρη του χωριού, με τρεις μεγάλους βράχους στην άκρη της παραλίας] έχουν εντελώς άλλη γεύση από τους χοχλιούς εδώ στα ορεινά. Εκείνοι είναι πολύ πιο νόστιμοι, γιατί τους νοστιμίζει η άλμη. Είναι λιγότεροι βέβαια, ενώ στο χωριό είναι πολύ περισσότεροι, αφού έχουμε περιβόλια και μαζεύονται πλήθος. Αλλά οι θαλασσινοί είναι πολύ, πολύ ανώτεροι», διαβεβαιώνει ο Μανώλης.
Η οικογένεια των Περαντωνάκηδων είναι αγρότες, εκτρέφουν αιγοπρόβατα, κουνέλια και κότες κι έτσι τα καλά δεν έλειψαν ποτέ και φτάνουν πάντα αγνά και μπόλικα στα πιάτα του καφενέ. Μας υποδέχτηκαν όλοι μαζί και μας έστρωσαν ένα βασιλικό γεύμα: ντολμαδάκια καιΤα τυριά τους τα πήζουν οι ίδιοι με γάλα στην εποχή του μόνο, από τα πρόβατά τους, εκτός από μικρές ποσότητες από κατσικίσιο τυροζούλι που το φτιάχνουν ολοχρονίς. Ένα τέτοιο ωριμασμένο μάς έβγαλαν για υποδοχή και ήταν μεζές έξοχος με τη ρακή. Μαζί με φέτα, γραβιέρα και ξηρό ανθότυρο φτιάχνει η Ελένη τις σαρικόπιτες, γκραν σουξέ του καφενέ. Το μποστάνι τοuς παρέχει όλα τα καλά για τους μεζέδες: από ντομάτες, πιπεριές και αγγουράκια μέχρι φασόλια και μελιτζάνες για λαδερά και τηγάνι. Το μάζεμα των χόρτων, που γίνεται χειμώνα και άνοιξη, αλλά και των σαλιγκαριών είναι δουλειά του Μανώλη. Ξέρει καλά τα «βρετά» άγρια χόρτα του τόπου του και εξηγεί πως «είναι άλλα τα χόρτα για βραστά και άλλα για τις πίτες. Χόρτα για βραστά είναι το ραδίκιο, η βρούβα, η σταρίδα, η γαλατσίδα, η πετσέτα, η καυκαλήθρα, η σταφυλινάκη και το καλοκαίρι τα βλίτα. Είναι χόρτα πιο χοντρά και σκληρά, ανθεκτικά στο βράσιμο, ενώ τα άλλα για τσιγαριαστά είναι τρυφερά και λεπτοκαμωμένα, σαν τα λαγουδόχορτα, τα χατζίκια, τα παπούλια και τα αγριομαϊντανά». Μέχρι και το κρασί είναι δικό τους, από σταφύλια λιάτικα και ερυθρά λοΐσιμα. Από αυτά φτιάχνουν και τη ρακή τους, γλυκόπιοτη και αρωματική. «Η ρακή του καφενείου είναι για παρέα, όχι για να μεθάς, δεν πρέπει να είναι δυνατή», λέει η Βικτωρία καθώς τσουγκρίζουμε τα ποτηράκια. «Να ξανασμίξομε με υγεία!»