Ήταν το 1966 όταν ο Γιώργος Αυγενάκης ανοίγει στο χωριό του το Σπήλι, στα νότια του Ρεθύμνου, ένα ραφτάδικο και ένα καφενείο, το ένα απέναντι από το άλλο. Σύντομα μετέφερε το ραφτάδικο στο καφενείο, που πλέον το γνωρίζουν όλοι ως το καφενείο «του Ράφτη». Ήταν τα τελευταία χρόνια μιας ολόκληρης εποχής, όπου τα καφενεία ήταν πάντα και κάτι ακόμη: μπακάλικα, κουρεία, χασάπικα, ζαχαροπλαστεία. Ο κύριος Γιώργος έπιανε τη μια στιγμή τα μπρίκια για τον καφέ και την επόμενη έραβε στη ραπτομηχανή του, μια παμπάλαια γερμανική Pfaff, στριμωγμένη σήμερα σε μια πίσω γωνιά του καφενείου. Όχι ότι δεν λειτουργεί, απεναντίας: «Μέχρι πριν από δύο μήνες έραβα ακόμα, μέχρι που έσπασε το λουρί της και πάει…» λέει ο κύριος Γιώργος. «Σας λείπει η ραπτομηχανή;» τον ρωτάω. «Ναι!» απαντάει αμέσως. «Άμα κάτσω μια μέρα στη μηχανή, εεεε… δεν σταματάω! Είναι ηλεκτρικιά, ράβει και με ρεύμα και με το πόδι». Στην κουβέντα μας μπαίνει κι ένας γνώριμος, παλιός θαμώνας. «Πώς να την ξεχάσει τούτη τη μηχανή όταν πέρασε όλη του τη ζωή μαζί της; Σ’ αυτήν έραψε αμέτρητες κρητικές βράκες αλλά και τις στολές χωροφυλάκων, αγροφυλάκων, ταχυδρόμων – ήταν η ειδικότητά του».
Όταν ο Γιώργος Αυγενάκης άνοιξε το ραφτάδικο-καφενείο του, ο κεντρικός δρόμος του χωριού ακριβώς μπροστά ήταν ποτάμι, εγκιβωτισμένο σήμερα, που τρέχει τα νερά του πιο χαμηλά στο χωριό. Το νερό για το Σπήλι είναι η φλέβα ζωής. Διάσπαρτα βλέπεις κρήνες και πηγές με θεόρατα πλατάνια από πάνω τους, ρυάκια, βράχια με μικρούς καταρράκτες. Είναι αυτά που μετέτρεψαν το –έτσι κι αλλιώς κεφαλοχώρι– Σπήλι σε τουριστικό προορισμό. Το καφενεδάκι του Ράφτη, ζουληγμένο ανάμεσα σε τουριστικές ταβέρνες, θορυβώδεις καφετέριες και μαγαζιά με τουριστικά μπιχλιμπίδια, μοιάζει να είναι το τελευταίο γνήσιο απομεινάρι της παλιάς εικόνας του χωριού.
Στον πέτρινο νεροχύτη του καφενέ, το νερό τρέχει σε αέναη ροή, καθώς είναι νερό πηγής. Δίπλα του, ένα παμπάλαιο θολωτό φουρνάκι καίει όλη μέρα κάρβουνα για τον μεζέ-σύμβολο του καφενέ: τις οφτές πατάτες, μια λιχουδιά σπουδαία μέσα στην απλότητά της. Το φουρνάκι το έχτισε ο κύριος Γιώργος με τα χέρια του, αμέσως μόλις άνοιξε τον καφενέ του. Στις 28 του περασμένου Απρίλη, φουρνάκι και καφενές έκλεισαν τα πενήντα πέντε τους χρόνια. Εδώ και δεκαετίες ολόκληρες οι οφτές πατάτες του «Ράφτη» σερβίρονται καυτές στο πιατάκι, ψημένες με τη φλούδα τους, σπασμένες με το χέρι και αλατισμένες. Ο κύριος Γιώργος είχε δει, πιτσιρίκος, να τις ψήνουν σε ένα τέτοιο φουρνάκι σε καφενείο του Ρεθύμνου και η ιδέα του άρεσε πολύ. «Γιατί να μην το κάνω κι εγώ στο χωριό μου;» σκέφτηκε και το έκανε πράξη. Έκτοτε, τα κάρβουνα σε αυτό το φουρνάκι δεν σβήνουν σχεδόν ποτέ. Διαλέγει πατάτες μόνο από τα κρητικά οροπέδια ή από αυτές που μέχρι πρόσφατα καλλιεργούσε στο χωραφάκι του. «Οφτές», λέει, «ψήνονται μόνο οι μικρές και οι μέτριες, όχι μεγαλύτερες» και συμπληρώνει πως το ψήσιμο δεν έχει κανένα μυστικό, μόνο να γίνεται αργά και υπομονετικά. «Υπάρχουν μέρες που ψήνω ένα ολόκληρο τσουβάλι πατάτες και φεύγουν 25 κιλά ρακή!» λέει χαμογελώντας.
Σχεδόν όλη του τη ζωή ο κύριος Γιώργος την πέρασε μέσα στο ραφτάδικο-καφενέ του, ράβοντας και ψήνοντας. Ακόμη και όταν το ανέλαβε ο γιος του ο Βαγγέλης, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, πάλι στον καφενέ περνάει τη μέρα του, καθισμένος στο μικρό του τραπεζάκι, κολλητά στην τζαμαρία, εκεί όπου επί πέντε δεκαετίες ήταν στημένη η ραπτομηχανή του. Εκεί καθόταν κι έραβε, από εκεί έβλεπε το ποτάμι να κυλά και σήμερα εκεί κάθεται, με το βλέμμα έξω στον δρόμο και στην τουριστική του βαβούρα. Πριν από λίγο καιρό, ο κύριος Γιώργος είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που τον κράτησε επί τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο. Παρά τα χρόνια που κουβαλά στην πλάτη του, αποδείχτηκε πολύ γερό σκαρί. Ανάρρωσε πλήρως, «μόνο κάτι ζαλάδες στο κεφάλι έχω πότε πότε», λέει, κινείται με σβελτάδα νέου ανθρώπου και είναι πάντα πρόθυμος για κουβέντα.
Μαζί με τις οφτές πατάτες σερβίρεται εδώ, παραδοσιακά, αλατισμένο φυστίκι αράπικο στο κέλυφος, ο πατροπαράδοτος μεζές της περιοχής για ρακή. Καμιά φορά μαζί με τα φυστίκια έβαζαν και σταφίδες. Σήμερα σερβίρεται και δροσερό αγγουράκι, φρεσκοκομμένες πατάτες, τυρί, ελιές, σταρένια παξιμαδάκια από τον τοπικό φούρνο του Παπαδάκη (λένε πως είναι από τα νοστιμότερα στην Κρήτη και τα ξέρουν όλοι ως τα «παξιμάδια του Ράφτη»). Στην εποχή τους σερβίρονται ασκορδουλάκοι και κουκιά, αλλά αυτά είναι μεζέδες συμπληρωματικοί: όλοι εδώ, γέροι και νέοι, ντόπιοι και ξένοι, έρχονται για τις οφτές και το φυστίκι.
Αυτά τα πατροπαράδοτα κεράσματα τα έχει διατηρήσει στο ακέραιο ο Βαγγέλης Αυγενάκης, μαζί με την εικόνα του καφενέ: από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και τις παλιές διαφημιστικές ρεκλάμες και τους χάρτες στους τοίχους μέχρι τα σκεύη, τον παμπάλαιο νεροχύτη και, φυσικά, το φουρνάκι για τις πατάτες. «Περνάω εδώ σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο, γιατί το καφενείο δεν κλείνει ποτέ. Να ’ναι καλά οι ντόπιοι αλλά και οι νέοι και οι φοιτητές που έρχονται σταθερά, από τα γύρω χωριά και το Ρέθυμνο», λέει ο Βαγγέλης. «Είναι κουραστικά, ναι, δεν με βλέπει το σπίτι μου, αλλά ο κόσμος που έρχεται περνάει κάθε μέρα όμορφα εδώ και περνάμε κι εμείς ωραία μαζί του. Τα βράδια κιόλας αρχίζουν οι χοροί κι οι μαντινάδες. Αν δεν σ’ αρέσει, δεν την κάνεις αυτή τη δουλειά», απαντά.