Στο ισόγειο του κτιρίου του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών, στην καρδιά της Παλιάς Πόλης, ανάμεσα σε κειμήλια των προσφύγων που τα δώρισαν στο μουσείο του Συλλόγου, ο πρώην πρόεδρός του, Παρασκευάς Συριανόγλου, εξιστορεί την πορεία των 4.200 Μικρασιατών που έφτασαν στην περιοχή και τις περιπέτειες της εγκατάστασής τους.

Ο κύριος όγκος των προσφύγων, περίπου 1.500 άτομα, προερχόταν από τις Φώκαιες της Μικράς Ασίας. Πιο μικρές ομάδες έφτασαν από Βουρλά (130), άλλοι τόσοι από Κυδωνίες (Αϊβαλί), λιγότεροι από 100 ήρθαν από την Κρήνη (Τσεσμέ), τα Αλάτσατα και τα Καράμπουρνα, ενώ ακόμη λιγότεροι έφτασαν από άλλες σκόρπιες κοινότητες – συνολικά από 105 περιοχές, μεταξύ αυτών τη Σμύρνη, την Καππαδοκία, τον Πόντο. Πολλοί από αυτούς μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές της Κρήτης και στην Αθήνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΜνήμες και συνταγές από την ΚαππαδοκίαΜνήμες και συνταγές από την Καππαδοκία
Μέλη του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών με τις φορεσιές των πατρίδων τους, στο ονταδάκι του βενετσιάνικου κτιρίου που στεγάζει τον Σύλλογο. Εδώ συγκεντρώνονται, διοργανώνουν πλήθος εκδηλώσεων και δράσεων και συντηρούν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους.
Η φροντίδα στο στρώσιμο του κυριακάτικου τραπεζιού είναι σπουδαία υπόθεση. Πολλά από τα χειροποίητα κεντήματα, τραπεζομάντιλα και πετσέτες ήρθαν από τη Μικρασία και φυλάσσονται ως κόρη οφθαλμού, από γενιά σε γενιά.

Οι πρόσφυγες ήταν κατά το πλείστον μορφωμένοι και καταρτισμένοι. Μέσα σε τρία χρόνια, Αϊβαλιώτες άνοιξαν δύο μεγάλα και σύγχρονα σαπωνοποιεία, με σαπούνι ανώτερο της Μασσαλίας, ενώ το 1927 ιδρύουν το μεγαλύτερο συνεταιριστικό ελαιοτριβείο με το πρώτο οξύμετρο στην Κρήτη, εταιρικό φορτηγό μεταφορών και αγγλικές μηχανές στα πιεστήρια, που έδιναν ρεύμα και στον συνοικισμό – και έτσι, χάρη σε εκείνους, ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στο Ρέθυμνο. «Είμαστε λοιπόν η τελευταία αποικία της Φώκαιας», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Συριανόγλου, αναφερόμενος στις διαρκείς μεταναστεύσεις και αποικίσεις των Φωκιανών, αλλά και στα ελάχιστα χρόνια ελευθερίας τους στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας τους, κυνηγημένοι μόνιμα από ένα πλήθος εχθρών εξ Ανατολών και Δύσης. Εδώ λοιπόν έφεραν και εναπόθεσαν τις ζωές, τις μνήμες, τα έθιμα, τις αναμνήσεις, τα κειμήλια και τις συνταγές τους και ο Σύλλογος προσπαθεί να τα διαφυλάξει και να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη για τις επόμενες γενιές.

Ο πρώην πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών, Παρασκευάς Συριανόγλου, δεν είναι μόνο ερευνητής και συγγραφέας αλλά και προικισμένος μάγειρας. Εδώ κρατά μια πιατέλα με το πιο μπελαλίδικο κεσκέκι που έχουμε δοκιμάσει, που το έφτιαχνε επί δύο ημέρες με τα χέρια του.
Η Αδαμαντία Χατζηαποστόλου με τα πικάντικα κεφτεδάκια της, στο παράθυρο του Μουσείο του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών.

Στο βιβλίο που εξέδωσε, με τίτλο «Μνήμες Γεύσης: Συνταγές Μαγειρικής και Ζαχαροπλαστικής από τα Δυτικά Παράλια της Μικράς Ασίας» (Σύλλογος Ρεθυμνίων Μικρασιατών, Ρέθυμνο, 2022), καταγράφονται η ιστορία αλλά και τα γαστρονομικά έθιμα των Ρεθυμνιωτών Μικρασιατών. Είναι ένας αληθινός θησαυρός. «Αποφύγαμε να καταγράψουμε συνταγές που είναι κοινές με της Πόλης ή της Σμύρνης, είναι άλλωστε χιλιογραμμένες. Αντίθετα, επιλέξαμε συνταγές περιοχών από όπου προέρχεται η κοινότητά μας εδώ. Είναι πολύ ιδιαίτερες και άγνωστες», λέει ο κ. Συριανόγλου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΑπό τη Σμύρνη και την Πέργαμο στη ΣύροΣτο σπίτι της Κυβέλης, στη Σύρο, ξυπνήσαμε μνήμες της Μικράς Ασίας

Η Μικρασιάτισσα αγαπούσε το μαγείρεμα και, χωρίς να παραποιεί τις παραδεδομένες της συνταγές, έβαζε στο μαγείρεμα την προσωπικότητά της. Σπάνια εργαζόταν, ιδιαίτερα η παντρεμένη, καθώς οι οικιακές δουλειές ήταν πολλές, εξοντωτικές και τα στόματα επίσης πολλά. Όριζε εκείνη τον χρόνο που θα αφιέρωνε στο μαγείρεμα, φροντίζοντας να είναι ελεύθερη από κάθε άλλη οικιακή υποχρέωση, ώστε να του αφιερωθεί ολοκληρωτικά.

Το κυριακάτικο και γιορτινό γεύμα που ετοίμασαν οι γυναίκες του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών.
Κολοκυθοτυρόπιτα με απίθανα τριφτό φύλλο. Μια από τις νοστιμότερες πίτες που έχουμε δοκιμάσει ποτέ!

Ο… αφορισμός των γλυκών από το Πατριαρχείο

«Συνέχεια της βυζαντινής κουζίνας» αποκαλεί τη μικρασιάτικη ο κ. Συριανόγλου και την αναλύει γλαφυρά στην πλούσια εισαγωγή του βιβλίου. «Η κουζίνα από τη Φώκαια και νοτιότερα έχει επιρροές από τη Σμύρνη, μια καθαρά μεσογειακή και ελαφριά κουζίνα. Από το Αϊβαλί και βορειότερα οι επιρροές είναι πολίτικες, δηλαδή με περισσότερα γεμιστά φαγητά και μπαχαρικά», εξηγεί. «Η δε σμυρναίικη κουζίνα έχει πολλές επιρροές από την Ευρώπη. Έλεγε μια Σμυρνιά γιαγιά: “Εμείς, γιε μου, δεν βάζαμε σόδα στα γλυκά μας, βάζαμε αγγλική σκόνη” – εννοώντας το μπέικιν πάουντερ. Μιλώντας για γλυκά, θα πρέπει να σας πω ότι στα γλυκά οι κοινότητές μας είχαν αδυναμία, σχεδόν έκαναν κατάχρηση και τα ποσά που ξοδεύονταν στα σερβίτσια του γλυκού και του καφέ ήταν τεράστια, γιατί έπαιζε σπουδαίο ρόλο η παρουσίαση. “Για το φουρφουρί κουπάκι πούλησε και τ’ αλωνάκι”, γράφει η Μικρασιάτισσα συγγραφέας και αρχαιολόγος Λίζα Μιχελή. Φουρφουρί κουπάκι είναι το πορσελάνινο φλιτζανάκι του καφέ. Οι Μικρασιάτισσες δεν έβγαζαν απλώς ένα γλυκό στο τραπέζι, αλλά μια συλλογή από έξι ή επτά, για να επιλέξεις. Ήταν τέτοια τα έξοδα για σερβίτσια, που οι άντρες τους κατέφυγαν στους μητροπολίτες κι εκείνοι με τη σειρά τους στον πατριάρχη, κι έτσι έχουμε τον πρώτο αφορισμό που διαβάζεται σε όλες τις εκκλησίες, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, που απαγορεύει την κατάχρηση γλυκών και επιτρέπει κέρασμα μόνο με ένα γλυκό (με εξαίρεση γάμους και βαπτίσεις)! Μάλιστα, όποιος δεν τηρούσε τον κανόνα υπήρχε η φοβέρα ότι θα μείνει “τυμπανιαίος μετά θάνατον”, δεν θα λιώσει! Και όμως, ούτε αυτό κατάφερε να αποθαρρύνει τις Μικρασιάτισσες, που συνέχισαν να σερβίρουν πλήθος γλυκών», περιγράφει γελώντας ο κ. Συριανόγλου.

Το στρώσιμο του γιορτινού τραπεζιού ήταν για τους Φωκιανούς μια πραγματική ιεροτελεστία. Συνήθως, κάτω από το κοφτό λευκό τραπεζομάντιλο στρωνόταν η ελληνική σημαία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΠέντε γυναίκες από τη Σμύρνη θυμούνται τι έτρωγαν εκείΤι μαγείρευαν στις προσφυγικές συνοικίες της Ελλάδας του 1922;

« Ήθελαν να ξεχάσουν τις συνταγές… Πονούσε»

Η Μαρίνα Μανιάντογλου, με καταγωγή από την Παλαιά Φώκαια, θυμάται, σαν ήταν μικρό κοριτσάκι, την προσφύγισσα γιαγιά της να ακουμπά το σαγόνι στο χέρι και να τραγουδά μελαγχολικά τραγούδια. Συνταγές του τόπου της όμως δεν ήθελε να φτιάχνει, την πονούσε. Η γιαγιά ήρθε στην Ελλάδα με τον πρώτο διωγμό, του 1914, όσο ο άντρας της ήταν στο μέτωπο και πολεμούσε απέναντι στους Τσέτες. Πρώτη στάση της η Μυτιλήνη και δεύτερη και τελική η Κρήτη. Οι συνταγές ξεκλειδώθηκαν με τα χρόνια, τις έμαθε η μαμά της Μαρίνας και τις ετοίμαζε στο σπίτι. «Ήταν απλές συνταγές, όχι σπουδαία πράγματα, αλλά μοσχοβολούσαν, αυτό θυμάμαι πιο πολύ. Έχω τις μυρωδιές στη μύτη μου. Θυμάμαι επίσης την καθαριότητά της, τις μπουγάδες, τα ασπρίσματα». Η Μαρία Σαρηγιάννη, που συμμετέχει στη συζήτηση, προσθέτει: «Έλεγε μια Μικρασιάτισσα που θυμάμαι, παλιά: “Φέραμε τον ασβέστη στους Κρητικούς”. Και θύμωνα που το άκουγα. Αλλά ισχύει».

Ο πατέρας της Μαρίας γεννήθηκε στη Μυτιλήνη όταν οι γονείς του και παππούδες της Μαρίας διέφυγαν στο νησί κι εκείνοι με τον πρώτο διωγμό, για να γλιτώσουν τη σφαγή από τους Τσέτες. «Οι γονείς μου έμεναν στην πλατεία Δικαστηρίων στη Μυτιλήνη, που τότε ήταν απλώς μια έκταση με χώμα και πεύκα. Μάζευαν τότε τα κουκουνάρια, για προσάναμμα, ήταν δύσκολα χρόνια, φτώχεια. Εγώ και τα αδέρφια μου γεννηθήκαμε εδώ, στο Ρέθυμνο, όπου η οικογένειά μου εγκαταστάθηκε μόνιμα».

Κεσκέκι σπυρωτό, από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας. Η διαφορά του με τα περισσότερα κεσκέκια είναι ότι ο στάρι δεν λιώνει στο ανακάτεμα αλλά παραμένει σπυρωτό και ζουμερό, σαν ριζότο.
Κεφτεδάκια πικάντικα από τις Φώκαιες. Περιέχουν άφθονο κύμινο και γερή δόση από πιπέρι. Στο τηγάνισμα δεν αλευρώνονται για να μείνει καθαρό το λάδι και να τηγανιστούν εκεί πατάτες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣμυρναίικα γλυκά: 5 συνταγές βουτηγμένες στο σιρόπιΣμυρναίικα γλυκά: 5 συνταγές βουτηγμένες στο σιρόπι

«Όταν μαγειρεύεις, δεν το κουνάς από την κουζίνα»

Η Αδαμαντία Χατζηαποστόλου, το γένος Γλυτσού, είναι Μικρασιάτισσα τέταρτης γενιάς. Ο παππούς της, Θοδωρής Χατζηαποστόλου, ήταν από τα Αλάτσατα και η γιαγιά Διαμάντω από το Μολδοβάνι, και τα δύο στα μικρασιατικά παράλια. Η γραμμή της μητέρας της, επίσης μικρασιάτικη, κρατά από το Τομάζο, συνοικία του Κορδελιού, και από το Μολδοβάνι. Αναντάμ παπαντάμ Μικρασιάτισσα, λοιπόν, η Αδαμαντία. Θυμάται πολλά από τα μαγειρέματα των προγόνων της και της έκανε πάντα εντύπωση το πώς η γιαγιά της ανακάτευε με γυμνό χέρι σχολαστικά και υπομονετικά το βούτυρο, μέσα σε μια μεγάλη τσίγκινη λεκάνη, για να φτιάξει τα κουλούρια της Λαμπρής, μέχρι να γίνει μια κρέμα-αφρός, όπως την κάνουν σήμερα τα δυνατά μίξερ. «Καθόταν κάτω, στα γόνατα, με τη λεκάνη μπροστά της και μου έλεγε “ρίχνε μου, ρίχνε μου”, για να της ρίχνω εγώ τη ζάχαρη στα χέρια και να τη ζυμώνει με το βούτυρο. Δεν χρησιμοποιούσαν αυτές οι γυναίκες ούτε καν το απλό σύρμα, μόνο τα χέρια τους. Άνοιγε επίσης πολύ μεγάλα και λεπτά φύλλα για πίτες. Στο ζύμωμα φορούσε πάντα φακιόλι στο κεφάλι και με το ξυλίκι (τον πλάστη), που το λέγανε οκλαΐ, άνοιγε τεράστια φύλλα, που έπιαναν όλο το ξύλινο τραπέζι. “Ρίχνε αλεύρι να κάνουμε το φύλλο μεγάλο κι όπου σ’ αρέσει θα το σταματήσουμε”, μου έλεγε όταν το άνοιγε», περιγράφει. «Έφτιαχνε κάτι φουσκωτές γιαουρτόπιτες! Με το χέρι πάντα».

Θυμάται όμως και την αδερφή του μπαμπά της, τη Μαρίτσα, σπουδαία νοικοκυρά, που έφτιαχνε τα πάντα με προζύμι: πίτες, ανεβατά, τσουρέκια. Έβραζε και ωραίο γλυκό βύσσινο, συνταγή που την έχει μάθει η Αδαμαντία και μας κέρασε, μαζί με ελληνικό καφεδάκι. Το βύσσινο συνόδευε πάντα τον καφέ ή σερβιριζόταν ως επιδόρπιο μετά από ένα καλό τραπέζωμα και βέβαια ως κέρασμα στους μουσαφίρηδες. «Ό,τι ξέρω από κουζίνα το έμαθα από αυτές τις δύο γυναίκες. Και μ’ αρέσει να “κουρκουτεύω” στην κουζίνα, μου έμεινε, και αυτή την αγάπη τη μεταλαμπάδευσα και στις δύο κόρες μου. Μου έχει μείνει όμως σαν εικόνα και θα θυμάμαι πάντα τη γιαγιά και τη θεία μου, να ανάβουν τη φωτιά στο πετρογκάζ και να μην το κουνάνε από την κουζίνα. Με το που έμπαινε τσικάλι στη φωτιά, δεν υπήρχε άλλη δουλειά. Θυμάμαι ιδιαίτερα τη γιαγιά μου, η οποία πρώτα τελείωνε με όλες τις δουλειές του σπιτιού, μετά έμπαινε στην κουζίνα της και ασχολιόταν αποκλειστικά με το φαγητό. Ήταν πάντα γύρω από τη φωτιά, δεν απομακρυνόταν. Θα έπλενε ένα πιάτο, θα έριχνε λίγο νεράκι στην κατσαρόλα, θα την κουνούσε λίγο μην κολλήσει το φαγητό. Το κάνω κι εγώ αυτό και με έχει βοηθήσει. Όταν μαγειρεύεις, δεν το κουνάς από την κουζίνα», τονίζει εμφατικά.

Αριστερά, σαλάτα με πλιγούρι, που θυμίζει πολύ το ταμπουλέ. Δεξιά, σαλάτα των μπαξεβάνηδων, δηλαδή των περιβολάρηδων, με ό,τι πρασινάδα και λαχανικά βγάζει το μποστάνι και η εποχή, και με ασυνήθιστη προσθήκη τα φιλέτα αντζούγιας.

Η Βενετία Τσομπανάκη είναι επίσης Μικρασιάτισσα και από τους δύο γονείς της. Η καταγωγή του πατέρα από τις Φώκαιες, της μητέρας από το Αϊβαλί. «Το αυθεντικό επίθετο του πατέρα μου δεν ξέρουμε ποιο ήταν, ο πατέρας του δεν το αποκάλυψε ποτέ, γιατί ήταν στρατιώτης που είχε λάβει μέρος στο Κίνημα στο Γουδί και φοβόταν. «Όταν έφτασε στην Κρήτη με τα αδέρφια του, δήλωσε απλώς το επάγγελμα που ασκούσε έως τότε, τσομπάνης», εξηγεί η Βενετία. Οι γονείς της ασχολήθηκαν στην Κρήτη με αγροτικά και σαπωνοποιία. Τη Βενετία τη μεγάλωσε η Φωκιανή γιαγιά της, που της έμαθε πολλά για τη μαγειρική και το νοικοκυριό. Η άλλη της γιαγιά, η Αϊβαλιώτισσα, ήταν η «γιάτρισσα» του χωριού: έφτιαχνε αλοιφές με βότανα, ήξερε να περιποιηθεί τραύματα και να θεραπεύει. «Η μαμά μου ξέρει ακόμη να φτιάχνει μια αλοιφή, βασισμένη στη λυγαριά και στο μελισσοκέρι, ειδική για συγκάματα και εγκαύματα», τονίζει. Η 90χρονη μητέρα της, Ελένη Κουκουναρά, μένει λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ρέθυμνο, στο Ξηρό Χωριό. Ως κατεξοχήν ανταλλάξιμο χωριό, διατηρεί πολλά από τα παλιά «τούρκικα» σπίτια, χτισμένα με πέτρα, χαμηλοτάβανα, με καμάρες, χτισμένα γύρω από εσωτερικές αυλές. Άλλα μένουν ακατοίκητα και ερειπωμένα, άλλα ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν, και άλλα μένουν ως έχουν, με ελάχιστες παρεμβάσεις και προσθήκες. Σε ένα τέτοιο σπίτι μένει η κ. Κουκουναρά. Οι κάτοικοι μιλούν ακόμη τη διάλεκτό τους, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι. Ακούς για παράδειγμα συχνά το επιφώνημα «Ηυί!» (διαβάζεται «Ηβί»), που προέρχεται από το αρχαιοελληνικό επιφώνημα θαυμασμού «ευοί ευάν», μόνο που εδώ το προφέρουν πιο μακρόσυρτο και δηλώνει απελπισία, σαν το «ωιμέ!», το «ωχού!».

Χοιρινό με κυδώνια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΜαγειρέματα άσβεστης μνήμης από τη μεγάλη κουζίνα της Μικράς ΑσίαςΜαγειρέματα άσβεστης μνήμης από τη μεγάλη κουζίνα της Μικράς Ασίας

«Πίστευαν πάντα ότι θα επιστρέψουν»

Η Κούλα Κανέλου, με καταγωγή από το Μολδοβάνι στα Καράμπουρνα, έφτιαξε αρκετές συνταγές για το γιορτινό αυτό τραπέζι που μας ετοίμασαν. Το πρώτο σπίτι των γονιών της ήταν ένα υπόγειο στο Ρέθυμνο, με έναν γκαζοτενεκέ για τραπέζι και άλλους δύο για καρέκλες. Έτσι ξεκίνησε η ζωή τους, αλλά τα κατάφεραν. Όχι όμως χωρίς κόστος: οι κακουχίες στοίχισαν στη μητέρα της Κούλας μια περιτονίτιδα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κάνει παιδιά. Έτσι, μαζί με τον άντρα της, υιοθέτησαν την Κούλα. «Η μαμά μου είχε ζήσει και τον πρώτο διωγμό, του ’14, δωδεκάχρονο κορίτσι τότε, με τη γιαγιά μου έγκυο, και έφτασαν στη Μυτιλήνη», περιγράφει η Κούλα. «Έκανε μπουγάδες σε σπίτια με αμοιβή λίγα παξιμάδια ή μάζευε χόρτα από το βουνό και τα τρώγανε ανήλαγα (άλαδα). Γύρισαν κάποτε πια στη Μικρασία και τελικά έφυγαν για πάντα το ’22. Περίμεναν όμως πάντα να γυρίσουν. Θυμάμαι, μικρό παιδάκι εγώ, τους μεγαλύτερους να κάθονται στα κατώφλια με το καφεδάκι και τα κεράσματά τους και να εύχονται “καλή πατρίδα”. Πίστευαν πάντα ότι θα επιστρέψουν και γι’ αυτό αρχικά δεν ενώθηκαν με τους Ρεθυμνιώτες, δεν έκαναν γάμους μαζί τους. Με τον καιρό όμως το πήραν απόφαση».

Όταν διαπίστωσε και η ίδια η ρεθυμνιώτικη κοινωνία ότι οι πρόσφυγες δεν θα επιστρέψουν, άρχισαν να τους βοηθούν. Άνοιξαν τα σπίτια τους, δώρισαν ρούχα, μαγείρευαν φαγητό σε καζάνια. Ιδιαίτερα ο Σύλλογος Κυριών, όπως λεγόταν τότε το Λύκειον των Ελληνίδων, βοήθησε πολύ. «Τους τιμούμε γιατί δεν ξεχνούμε», επισημαίνει η Κούλα. «Δεν πρέπει. Θέλω να πάρω τα εγγόνια μου και να τα πάω στην πατρίδα», συνεχίζει αφήνοντας τα δάκρυά της, που συγκρατούσε ώρα τώρα. «Και να σκεφτείτε ότι, πριν εγγραφώ στον Σύλλογο, δεν ενδιαφερόμουν καθόλου για την ιστορία μας, αλλά, όταν μπήκα, έμαθα πολλά και τον αγάπησα. Έφερα την εγγονή μου στο μουσείο του Συλλόγου, την ξενάγησα και δεν πίστευε αυτά που έβλεπε. “Γιαγιά”, μου έλεγε σαν έβλεπε τις φορεσιές μας, “εγώ αυτό θα το φορούσα και σήμερα σαν φόρεμα”. Περνώντας τα χρόνια, άμα πέθαινε κανένας ηλικιωμένος χωρίς συγγενείς και άδειαζε το σπίτι, οι Κρητικοί συγγενείς που βρίσκανε τα ρούχα τους στα σπίτια τα πετούσανε. Βρήκαμε πολλά ρούχα μας και αντικείμενα στα σκουπίδια», λέει, δείχνοντάς μου μια παμπάλαια γραφομηχανή στο γραφείο του Συλλόγου. «Τον αγαπάμε τον Σύλλογο, γιατί σκεφτόμαστε ότι οι δικοί μας, όταν πρωτοήρθαν στο νησί, δεν είχαν έναν χώρο να κάτσουν να πιουν μαζί ένα κρασί. Είχαν τα κατώφλια τους μόνο, το πεζοδρόμιο δηλαδή έξω από την εξώπορτα. Εκεί έλεγαν τον καημό τους, τις χαρές τους, τα προβλήματά τους».

Ντολμαδάκια ορφανά και γεμιστοί κολοκυθανθοί. Κοινή γέμιση για τα δύο αυτά μεζεδάκια, με ρύζι, άφθονα μυρωδικά και ντομάτα.

«Αυτά βγάζει ο τόπος, αυτά θα φυτέψουμε»

Η Κούλα λέει για τη μαμά της ότι στη Μικρασία μαγείρευε αρνάκι γεμιστό με κουκουνάρι, γιατί είχε πολλές κουκουναριές ο τόπος και όλα τα μαγειρέματα γίνονταν με τα βρισκούμενα. Είχαν πολλά κυδώνια και σταφύλια, εξ ου και το κυδώνι ρετσέλι (σελ. 208). «Η μαμά μου έφτιαχνε και το γκιούμπαλι, δηλαδή πετιμέζι απλωμένο στον ήλιο να πήξει σαν μέλι. Ξέραιναν και τη μουσταλευριά και την κόβανε ντεγριμί (σ.σ. ορθογώνια) κομμάτια με αμύγδαλα και σουσάμι, που τα είχαν άφθονα. Ήταν το χειμωνιάτικο γλυκό μας», περιγράφει.

Τα βρισκούμενα καλλιέργησαν και στην Κρήτη όπου εγκαταστάθηκαν. Βρήκαν ότι ευδοκιμούσε το αμπέλι, η αμυγδαλιά, η ελιά, η σταφίδα. «“Είναι ευλογία, αυτά βγάζει ο τόπος, αυτά θα φυτέψουμε”, έλεγε ο μπαμπάς μου, ο οποίος είχε κερδίσει και βραβείο για τη σταφίδα του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης». Σαν τελευταία ανάμνηση θυμάται έναν παράξενο μεζέ που έφτιαχναν στο μαγκάλι: «Όταν γύριζαν το βράδυ στο σπίτι μετά τη δουλειά, έφτιαχναν μικρά μπαλάκια από ταραμά σκέτο, τα πίεζαν να πλατύνουν σαν πιτάκια και τα άφηναν να ψηθούν για λίγο στο καυτό μέταλλο του μαγκαλιού. Τα έτρωγαν μαζί με ελαφρά ζεσταμένο τουλουμοτύρι και ζυμωτό ψωμί, συνοδεύοντας με ούζο. Μοσχομύριζε το σπίτι με αυτά τα πιτάκια», θυμάται.

Στο μουσείο του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών αλλά και στα σπίτια τους, τα μέλη φυλάσσουν με ευλάβεια ένα πλήθος από κειμήλια: τα πιατάκια των αγαπημένων τους γλυκών, σεμεδάκια, τραπεζομάντιλα, μαχαιροπίρουνα, αλλά και κοσμήματα, φορεσιές, Ευαγγέλια γραμμένα στα καραμανλίδικα, φύλλα πορείας στρατιωτών, συμβόλαια, προικοσύμφωνα, περιοδικά και βιβλία, όλα φερμένα από τη Μικρασία.
Κυδώνια ρετσέλι: Ένα ιδιαίτερο επιδόρπιο με κυδώνια και μούστο με το οποίο οι Μικρασιάτες συνόδευαν τον καφέ τους.

Το άρθρο αποτελεί μέρος του αφιερώματος «Η μεγάλη κουζίνα της Μικράς Ασίας», στο οποίο οκτώ οικογένειες Μικρασιατών μοιράστηκαν μαζί μας μνήμες και οικογενειακές ιστορίες και μας μαγείρεψαν τις συνταγές με τις οποίες μεγάλωσαν.

 

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 199.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών