Όλοι θυμούνται την πρώτη τους φορά στο Galaxy. Χειμώνας ήταν, μπορεί και να έβρεχε. Έβρεχε; Ήταν μετά το σινεμά στο Άστυ. Τι ταινία, έχω ξεχάσει. Θυμάμαι τι ήπια. Dry martini, κρυστάλλινο, διαυγές και παγωμένο. Ο κόσμος γύρω μας μάς έριχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια. Τώρα έχει πέσει ο μέσος όρος ηλικίας, μεγάλωσαν οι παλιοί και αραίωσαν, κάποιοι έχουν φύγει πια. Μαζί με το ποτό μάς φέρανε και τα περιποιημένα συμπαρομαρτούντα: φρυγανισμένο ψωμί, λίγο τυράκι, ελιές, μουστάρδα, αγγουράκι, καρότο. Άλλοτε τσιπς και φυστίκια. Εκείνη την πρώτη φορά το μενού είχε σίγουρα αγγούρι. Θυμάμαι πόση έκπληξη μου έκανε, άκρον άωτον της φροντίδας και της περιποίησης μου φάνηκε. Μεγαλύτερη έκπληξη μου έκανε η ευγένεια των ανθρώπων, το καλοδέξιμο, η γραβάτα που φορούσαν. Και κάτι άλλο. Είχε οικογενειακό κλίμα το μαγαζί, ήταν εμφανές και στον αμύητο ότι εδώ έμπαινες σε ιερή λέσχη και έπρεπε να παίξεις με κάποιους όρους. Έδινες κι εσύ τα διαπιστευτήριά σου ως πελάτης, για να πάρεις το εισιτήριο για θαμώνας.

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
Κάποτε το Galaxy άνοιγε από το πρωί, τώρα ανοίγει συνήθως στις 5 μ.μ., την ώρα που τα άλλα μαγαζιά της στοάς κλείνουν. Τα φώτα και η ταμπέλα ανάβουν, δίνοντας το σήμα ότι όλα είναι έτοιμα. Δεν περνάει πολλή ώρα και οι πρώτοι απογευματινοί πελάτες καταφθάνουν.

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣAbstract: το νέο μπαρ στο Παγκράτι που φτιάχνει μαργαρίτες με λίγο από Τζάκσον ΠόλλοκAbstract: το νέο μπαρ στο Παγκράτι που φτιάχνει μαργαρίτες με λίγο από Τζάκσον Πόλλοκ Δεν έχουν αλλάξει πολλά στο Galaxy από τότε, σχεδόν είκοσι δύο χρόνια πριν, που πρωτοπάτησα το πόδι μου. Ούτε και από το 1972 που άνοιξε τις πόρτες του έχουν αλλάξει πολλά, και ας μετακόμισε κάποια στιγμή πέντε νούμερα πιο πέρα. Το αρχικό Galaxy άνοιξε πριν από 50 χρόνια στη Σταδίου 5 από τους αδερφούς Αλαμπάνους, τον Τζίμη και τον Γιάννη. Λειτούργησε εκεί για 17 χρόνια και, όταν το κτίριο πουλήθηκε, ξήλωσαν όλο το μαγαζί και το μετέφεραν στον αριθμό 10, μέσα στη στοά, στη θέση που το ξέρουμε. «Από το 5 στο 10… ήταν μια αναβάθμιση», μου λέει ο Γιάννης Αλαμπάνος ένα απόγευμα που τον συναντήσαμε στο μπαρ.

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
Το παλιό μαύρο τηλέφωνο με το «ντριν» μεταλλικού ξυπνητηριού είναι σήμα κατατεθέν του Galaxy. Κάποτε χτυπούσε ασταμάτητα και οι πελάτες έκαναν νόημα «δεν είμαι εδώ».

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
Προσθήκη των τελευταίων χρόνων, τα τραπέζια έξω ήταν μια αναγκαιότητα μετά την απαγόρευση του καπνίσματος στους εσωτερικούς χώρους αλλά και μετά τα μέτρα κατά του συνωστισμού που είχαν επιβληθεί λόγω Covid-19.

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
Ο Γιάννης Αλαμπάνος με τον γιο του Κώστα, ο οποίος έχει αναλάβει την μπάρα.

Προκειμένου να γίνει σωστά η δουλειά, πήραν τους ίδιους μαστόρους που το είχαν στήσει εξαρχής. Δεν είναι παίξε-γέλασε η ατμόσφαιρα ενός μπαρ. Αν πετύχει η συνταγή, δεν την αλλάζεις, κι αυτό τα δύο αδέλφια το ήξεραν και το σέβονταν. Όχι όπως σήμερα που οι ανακαινίσεις γίνονται κάθε λίγα χρόνια και πουθενά δεν βλέπεις την πατίνα του χρόνου. «Εδώ δεν γνωρίζουν την αξία του παλιού», σχολιάζει ο κ. Γιάννης. «Αν κάτι έχει παλιώσει, λένε “να το αλλάξουμε, να το φτιάξουμε καινούργιο”». Εκείνος και ο αδερφός του, όμως, είχαν άλλη άποψη. Είχαν φτιάξει ένα μπαρ ακριβώς όπως το είχαν ονειρευτεί, ζεστό και οικείο, με τη βοήθεια του σκηνογράφου Πέτρου Καπουράλη. Μεγάλη ξύλινη μπάρα με δερμάτινες προσθήκες, σκαμπό βολικά από το ίδιο δέρμα, με πλάτη για να ακουμπάς και βιδωμένα στο πάτωμα, ώστε να μην μπορείς να τα μετακινήσεις παρά μόνο να τα στρίψεις. Έχει κι αυτό την εξήγησή του: πρέπει να μένει ζωτικός χώρος για τους όρθιους πελάτες, να υπάρχει μια τάξη μέσα στη γοητευτική αταξία της νύχτας.

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΑπεριτίφ: Εδώ το Παγκράτι πίνει spritz κάτω απ’ τον πλάτανοΑπεριτίφ: Εδώ το Παγκράτι πίνει spritz κάτω απ’ τον πλάτανο Τα δύο αδέρφια είχαν εργαστεί σε διάφορα πόστα, σε μπαρ και εστιατόρια, πριν αποφασίσουν να ανοίξουν κάτι δικό τους, μου λέει ο κ. Γιάννης. Εκείνος ξεκίνησε να δουλεύει από 17μιση χρονών. Μια εποχή εργαζόταν στο Ελιζέ στο Σύνταγμα, οδός Φιλελλήνων και Μητροπόλεως. Μαζί με το Σίτι στην Όθωνος ήταν τα δύο ξενυχτάδικα της περιοχής, αμφότερα ένα περίεργο κράμα καφετέριας, ζαχαροπλαστείου, εστιατορίου και ξενυχτάδικου. Στην αρχή της Ερμού ήταν και το ζαχαροπλαστείο Παπασπύρου. «Όλα αυτά τα μαγαζιά που υπήρχαν τη δεκαετία του ’60 και του ’70, όλη αυτή η ατμόσφαιρα του Συντάγματος έχει αλλάξει. Ήταν πιάτσα διασκέδασης. Τώρα έγιναν όλα φαστφουντάδικα», λέει. «Αργότερα, όταν άνοιξε το Galaxy, υπήρχαν εδώ μερικά μαγαζιά στο ίδιο στιλ με εμάς κι οι πελάτες πήγαιναν από το ένα στο άλλο, σήμερα εδώ, αύριο εκεί, και γίνονταν στόμα με στόμα γνωριμίες.

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
Ο Γιάννης Αλαμπάνος με τη φωτογραφική μηχανή του

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
O τοίχος πίσω από το μπαρ έχει καλυφθεί με τα πορτρέτα των πελατών που έχει φωτογραφίσει κατά καιρούς. Κάθε τόσο τα αλλάζει, φέρνοντας μπροστά κάποια άλλα.

Τότε δουλεύαμε από το πρωί ως καφέ και από το μεσημέρι έρχονταν για να πιουν το ουζάκι τους ή μια μπίρα και να φάνε έναν μεζέ ή ένα τοστ. Είχαμε και κρύα φαγητά: χοιρινό καπνιστό, πέστροφα, σολομό, σαλάτες. Ο κόσμος ήταν διαφορετικός, πιο συντηρητικός. Πρόσεχε το ντύσιμό του, τη συμπεριφορά του. Τα μπαρ ήταν κυρίως ανδρικά μέρη. Οι γυναίκες δεν κάθονταν στα σκαμπό, μόνο στα τραπέζια. Για να καθίσουν στο μπαρ, έπρεπε να συνοδεύονται. Τώρα είναι αλλιώς». Σε άλλα μπαρ απέφευγε να πάει. «Πού να πάω; Έχω το Galaxy, είμαι χορτάτος. Μαζί με τους πελάτες διασκεδάζω κι εγώ».

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
«Ο πατέρας μου μού έδειξε τον δρόμο, πώς λειτουργεί το μαγαζί, και ακολουθούμε αυτό το μοτίβο», λέει ο Κώστας Αλαμπάνος

Τότε δουλεύαμε από το πρωί ως καφέ και από το μεσημέρι έρχονταν για να πιουν το ουζάκι τους ή μια μπίρα και να φάνε έναν μεζέ ή ένα τοστ. Είχαμε και κρύα φαγητά: χοιρινό καπνιστό, πέστροφα, σολομό, σαλάτες. Ο κόσμος ήταν διαφορετικός, πιο συντηρητικός. Πρόσεχε το ντύσιμό του, τη συμπεριφορά του. Τα μπαρ ήταν κυρίως ανδρικά μέρη. Οι γυναίκες δεν κάθονταν στα σκαμπό, μόνο στα τραπέζια. Για να καθίσουν στο μπαρ, έπρεπε να συνοδεύονται. Τώρα είναι αλλιώς». Σε άλλα μπαρ απέφευγε να πάει. «Πού να πάω; Έχω το Galaxy, είμαι χορτάτος. Μαζί με τους πελάτες διασκεδάζω κι εγώ». Τη λάτρεψε τη δουλειά του ο κύριος Γιάννης, δεν την έκανε τυπικά, γι’ αυτό και δημιούργησε φιλίες μέσα από το μπαρ. Κι από το Galaxy πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Θρυλικό δημοσιογραφικό στέκι από την εποχή που οι πε- ρισσότερες εφημερίδες είχαν τα γραφεία τους στο κέντρο, παραμένει τέτοιο έως σήμερα. Πίσω από τον πάγκο, ο κύριος Γιάννης ήταν το πρότυπο του μπάρμαν: ψυχολόγος και εξομολόγος μαζί. «Όταν έχεις χρόνο, είσαι υποχρεωμένος να συζητάς με έναν πελάτη. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ενδιαφέροντες και περιμένεις να τελειώσεις ό,τι κάνεις για να πας να συνεχίσεις την κουβέντα. Παλιά υπήρχαν και πελάτες που ήταν μονήρεις – χωρισμένοι, ναυτικοί κ.λπ. Ήταν κόσμος που ερχόταν στο μπαρ για να συζητήσει, να πιει και να περάσει την ώρα του. Αυτή ήταν η ρουτίνα τους». Το Galaxy έχει τη στόφα αυτού που λέμε «στέκι». Οι πελάτες έρχονταν γιατί ήξεραν ότι εδώ θα βρουν γνωστούς τους, καλό ποτό και σέρβις. Σιγά σιγά κάποιοι έγιναν μέρος του σκηνικού. Κυριολεκτικά. Στον τοίχο πίσω από την μπάρα κρέμονται παντού φωτογραφίες πελατών. Όλο αυτό ξεκίνησε όταν μια πελάτισσα χάρισε την κάμερά της στον κύριο Γιάννη κι εκείνος άρχισε να φωτογραφίζει πρόσωπα. Όποιον του έκανε κλικ. «Εγώ αποφασίζω πότε κάποιος είναι ώριμος για φωτογραφία. Άλλοι με ρωτάνε: “Εμένα πότε θα με βγάλεις;”. “Σιγά σιγά, λέω, θα έρθει η ώρα σου”»
Εκείνος ετοίμασε για εμάς πέντε κλασικά κοκτέιλ: Negroni και Old Fashioned, Daiquiri, Dry Martini και Amaretto Sour.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣDry Martini: Το πιο κομψό απ’ όλα τα κοκτέιλ είναι ξανά μόδαDry Martini: Το πιο κομψό απ’ όλα τα κοκτέιλ είναι ξανά μόδα Τη λάτρεψε τη δουλειά του ο κύριος Γιάννης, δεν την έκανε τυπικά, γι’ αυτό και δημιούργησε φιλίες μέσα από το μπαρ. Κι από το Galaxy πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Θρυλικό δημοσιογραφικό στέκι από την εποχή που οι περισσότερες εφημερίδες είχαν τα γραφεία τους στο κέντρο, παραμένει τέτοιο έως σήμερα. Πίσω από τον πάγκο, ο κύριος Γιάννης ήταν το πρότυπο του μπάρμαν: ψυχολόγος και εξομολόγος μαζί. «Όταν έχεις χρόνο, είσαι υποχρεωμένος να συζητάς με έναν πελάτη. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ενδιαφέροντες και περιμένεις να τελειώσεις ό,τι κάνεις για να πας να συνεχίσεις την κουβέντα. Παλιά υπήρχαν και πελάτες που ήταν μονήρεις – χωρισμένοι, ναυτικοί κ.λπ. Ήταν κόσμος που ερχόταν στο μπαρ για να συζητήσει, να πιει και να περάσει την ώρα του. Αυτή ήταν η ρουτίνα τους». Είναι κι αυτό ένα από τα έθιμα του Galaxy. Κάθε μπαρ έχει τα δικά του. Συνήθειες που παγιώνονται και διαμορφώνουν την ιδιοσυγκρασία του. Από τα πιο ωραία τέτοια έθιμα είναι την προπαραμονή Πρωτοχρονιάς που γίνεται πάντα λοταρία και ο τυχερός κερδίζει ένα καλάθι με ποτά. Μέρες πριν, οι πελάτες σημειώνουν τα ονόματά τους σε ένα βιβλίο. Παλιότερα η διαδικασία είχε πολύ γούστο και κρατούσε δύο-τρεις ώρες, καθώς το βράδυ εκείνο ένας ένας τραβούσε λαχνό και όποιου το όνομα έμενε τελευταίο ήταν ο νικητής. Όποιον έκαιγες έπρεπε να τον κεράσεις. Αν έκαιγες τον εαυτό σου, σε κέρναγε το μαγαζί. Από όταν μπήκαν τραπέζια έξω για τους καπνιστές και ο κόσμος μοιράστηκε, το άλλαξαν. Η λοταρία εξακολουθεί να γίνεται, απλώς κερδίζει ο πρώτος λαχνός που τραβιέται. «Πέρυσι, είχε καλαμπούρι. Τράβηξε μια κοπέλα κι έτυχε τον πατέρα της. Δεν είχε ξαναγίνει!» μας λέει.

Τότε δουλεύαμε από το πρωί ως καφέ και από το μεσημέρι έρχονταν για να πιουν το ουζάκι τους ή μια μπίρα και να φάνε έναν μεζέ ή ένα τοστ. Είχαμε και κρύα φαγητά: χοιρινό καπνιστό, πέστροφα, σολομό, σαλάτες. Ο κόσμος ήταν διαφορετικός, πιο συντηρητικός. Πρόσεχε το ντύσιμό του, τη συμπεριφορά του. Τα μπαρ ήταν κυρίως ανδρικά μέρη. Οι γυναίκες δεν κάθονταν στα σκαμπό, μόνο στα τραπέζια. Για να καθίσουν στο μπαρ, έπρεπε να συνοδεύονται. Τώρα είναι αλλιώς». Σε άλλα μπαρ απέφευγε να πάει. «Πού να πάω; Έχω το Galaxy, είμαι χορτάτος. Μαζί με τους πελάτες διασκεδάζω κι εγώ». Τη λάτρεψε τη δουλειά του ο κύριος Γιάννης, δεν την έκανε τυπικά, γι’ αυτό και δημιούργησε φιλίες μέσα από το μπαρ. Κι από το Galaxy πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Θρυλικό δημοσιογραφικό στέκι από την εποχή που οι πε- ρισσότερες εφημερίδες είχαν τα γραφεία τους στο κέντρο, παραμένει τέτοιο έως σήμερα. Πίσω από τον πάγκο, ο κύριος Γιάννης ήταν το πρότυπο του μπάρμαν: ψυχολόγος και εξομολόγος μαζί. «Όταν έχεις χρόνο, είσαι υποχρεωμένος να συζητάς με έναν πελάτη. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ενδιαφέροντες και περιμένεις να τελειώσεις ό,τι κάνεις για να πας να συνεχίσεις την κουβέντα. Παλιά υπήρχαν και πελάτες που ήταν μονήρεις – χωρισμένοι, ναυτικοί κ.λπ. Ήταν κόσμος που ερχόταν στο μπαρ για να συζητήσει, να πιει και να περάσει την ώρα του. Αυτή ήταν η ρουτίνα τους». Το Galaxy έχει τη στόφα αυτού που λέμε «στέκι». Οι πελάτες έρχονταν γιατί ήξεραν ότι εδώ θα βρουν γνωστούς τους, καλό ποτό και σέρβις. Σιγά σιγά κάποιοι έγιναν μέρος του σκηνικού. Κυριολεκτικά. Στον τοίχο πίσω από την μπάρα κρέμονται παντού φωτογραφίες πελατών. Όλο αυτό ξεκίνησε όταν μια πελάτισσα χάρισε την κάμερά της στον κύριο Γιάννη κι εκείνος άρχισε να φωτογραφίζει πρόσωπα. Όποιον του έκανε κλικ. «Εγώ αποφασίζω πότε κάποιος είναι ώριμος για φωτογραφία. Άλλοι με ρωτάνε: “Εμένα πότε θα με βγάλεις;”. “Σιγά σιγά, λέω, θα έρθει η ώρα σου”».
Ο Γιάννης Αλαμπάνος με τη δημοσιογράφο του «Γ», Χριστίνα Τζιάλλα.

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας
Κοκτέιλ και τα περιποιημένα συνοδευτικά: φρυγανισμένο ψωμί, αγγούρι, καρότο, λίγο τυράκι με μουστάρδα.

Το Galaxy έχει τη στόφα αυτού που λέμε «στέκι». Οι πελάτες έρχονταν γιατί ήξεραν ότι εδώ θα βρουν γνωστούς τους, καλό ποτό και σέρβις. Σιγά σιγά κάποιοι έγιναν μέρος του σκηνικού. Κυριολεκτικά. Στον τοίχο πίσω από την μπάρα κρέμονται παντού φωτογραφίες πελατών. Όλο αυτό ξεκίνησε όταν μια πελάτισσα χάρισε την κάμερά της στον κύριο Γιάννη κι εκείνος άρχισε να φωτογραφίζει πρόσωπα. Όποιον του έκανε κλικ. «Εγώ αποφασίζω πότε κάποιος είναι ώριμος για φωτογραφία. Άλλοι με ρωτάνε: “Εμένα πότε θα με βγάλεις;”. “Σιγά σιγά, λέω, θα έρθει η ώρα σου”».

Galaxy, μπαρ από το 1972: Κλασικά κοκτέιλ από την πιο σοφιστικέ μπάρα της Αθήνας

Τότε δουλεύαμε από το πρωί ως καφέ και από το μεσημέρι έρχονταν για να πιουν το ουζάκι τους ή μια μπίρα και να φάνε έναν μεζέ ή ένα τοστ. Είχαμε και κρύα φαγητά: χοιρινό καπνιστό, πέστροφα, σολομό, σαλάτες. Ο κόσμος ήταν διαφορετικός, πιο συντηρητικός. Πρόσεχε το ντύσιμό του, τη συμπεριφορά του. Τα μπαρ ήταν κυρίως ανδρικά μέρη. Οι γυναίκες δεν κάθονταν στα σκαμπό, μόνο στα τραπέζια. Για να καθίσουν στο μπαρ, έπρεπε να συνοδεύονται. Τώρα είναι αλλιώς». Σε άλλα μπαρ απέφευγε να πάει. «Πού να πάω; Έχω το Galaxy, είμαι χορτάτος. Μαζί με τους πελάτες διασκεδάζω κι εγώ». Τη λάτρεψε τη δουλειά του ο κύριος Γιάννης, δεν την έκανε τυπικά, γι’ αυτό και δημιούργησε φιλίες μέσα από το μπαρ. Κι από το Galaxy πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Θρυλικό δημοσιογραφικό στέκι από την εποχή που οι πε- ρισσότερες εφημερίδες είχαν τα γραφεία τους στο κέντρο, παραμένει τέτοιο έως σήμερα. Πίσω από τον πάγκο, ο κύριος Γιάννης ήταν το πρότυπο του μπάρμαν: ψυχολόγος και εξομολόγος μαζί. «Όταν έχεις χρόνο, είσαι υποχρεωμένος να συζητάς με έναν πελάτη. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ενδιαφέροντες και περιμένεις να τελειώσεις ό,τι κάνεις για να πας να συνεχίσεις την κουβέντα. Παλιά υπήρχαν και πελάτες που ήταν μονήρεις – χωρισμένοι, ναυτικοί κ.λπ. Ήταν κόσμος που ερχόταν στο μπαρ για να συζητήσει, να πιει και να περάσει την ώρα του. Αυτή ήταν η ρουτίνα τους». Το Galaxy έχει τη στόφα αυτού που λέμε «στέκι». Οι πελάτες έρχονταν γιατί ήξεραν ότι εδώ θα βρουν γνωστούς τους, καλό ποτό και σέρβις. Σιγά σιγά κάποιοι έγιναν μέρος του σκηνικού. Κυριολεκτικά. Στον τοίχο πίσω από την μπάρα κρέμονται παντού φωτογραφίες πελατών. Όλο αυτό ξεκίνησε όταν μια πελάτισσα χάρισε την κάμερά της στον κύριο Γιάννη κι εκείνος άρχισε να φωτογραφίζει πρόσωπα. Όποιον του έκανε κλικ. «Εγώ αποφασίζω πότε κάποιος είναι ώριμος για φωτογραφία. Άλλοι με ρωτάνε: “Εμένα πότε θα με βγάλεις;”. “Σιγά σιγά, λέω, θα έρθει η ώρα σου”».
Πατέρας και γιος Αλαμπάνος με τον Στέλιο, άλλη μία φιγούρα που έχουμε συνδέσει με το Galaxy.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤα καλύτερα κοκτέιλ μπαρ στην ΑθήναΤα καλύτερα κοκτέιλ μπαρ στην Αθήνα Σήμερα, πίσω από την μπάρα θα συναντήσουμε συνήθως τον γιο του, τον 33χρονο Κώστα. Δουλεύει εκεί από τα 19 του. Η επόμενη γενιά Αλαμπάνου έχει την ίδια αγάπη για το Galaxy και καμία βλέψη να το αλλάξει. «Δεν θα το πείραζα ποτέ, ούτε για να προσθέσω ούτε για να αφαιρέσω», λέει με έμφαση και παράλληλα ετοιμάζει για εμάς πέντε κλασικά κοκτέιλ με τον τρόπο που τα φτιάχνουν εδώ. Μην περιμένετε infusions και αβανγκάρντ αναμείξεις. Εδώ δεν υπάρχουν μόδες στο ποτό. Οι θαμώνες θα πιουν συνήθως ουίσκι, τζιν ή βότκα. Είναι ένα στρέιτ ποτάδικο, ένα κλασικό μπαρ που κάθε μεγαλούπολη οφείλει να έχει.

Σταδίου 10, Αθήνα, Τ/210-32.27.733. 

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών