ΕΞΟΔΟΣ

Στο Καφενείο του Λαμπογιώργη οι μερακλίδικοι μεζέδες συναγωνίζονται την απίθανη θέα

Φημισμένοι μεζέδες του τηγανιού, παϊδάκια στα κάρβουνα, βραστό με πιλάφι και θέα που κόβει την ανάσα. Στην είσοδο του Οροπεδίου του Ομαλού, στα 530 μ. υψόμετρο, ο Λαμπογιώργης συνεχίζει να μαγειρεύει στον καφενέ του όσα του έμαθε ο πατέρας του.

08.08.2023| Updated: 16.02.2024
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου
Στο Καφενείο του Λαμπογιώργη οι μερακλίδικοι μεζέδες συναγωνίζονται την απίθανη θέα

«Από που προέρχεται το “Λαμπογιώργης”;» ρώτησα τον Γιώργο Μαυριδάκη όταν φτάσαμε στο καφενείο του στου Καράνου, στην είσοδο του Οροπεδίου του Ομαλού, στα 530 μ. υψόμετρο. «Τούτο το καφενείο ήταν του παππού μου, Χαράλαμπου Μαυριδάκη», απαντά. «Μετά το ανέλαβε ο πατέρας μου ο Μιχάλης, που τον έλεγαν Λαμπομιχάλη, δηλαδή ο γιος του Λάμπη, του Χαραλάμπη. Έτσι κι εγώ λέγομαι Λαμπογιώργης, δηλαδή ο Γιώργης ο απόγονος του Χαραλάμπη», απαντά καθώς σερβίρει ελληνικό καφέ ψημένο στο πετρογκάζ. «Το καφενείο το ανέλαβα το 1980, μόλις απολύθηκα από τον στρατό». Δεν έχει πια εικόνες και μνήμες από τα χρόνια που κρατούσε το μαγαζί ο παππούς του, θυμάται όμως καλά την εποχή που το ανέλαβε ο πατέρας του, όταν το καφενείο ήταν μαζί και μπακάλικο. «Έβρισκες εδώ σαρδέλες, αλεύρια, όσπρια. Θυμάμαι που κάθε Σάββατο ο πατέρας μου σέρβιρε αρνίσια συκωτάκια μεζέ στο τηγάνι, όταν σφάζανε, και οι πελάτες το έτρωγαν όρθιοι, εκεί στον πάγκο, με το κρασάκι τους. Δεν είχε ρεύμα τότε το χωριό κι όταν σφάζανε κανένα ζωντανό, έπρεπε να μαγειρέψουν κάπως τα εντόσθια, γιατί δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν αλλιώς. Μαγείρευε ωραία ο πατέρας μου και λίγο λίγο άρχισε να μαγειρεύει κι άλλα κρεατικά, όπως το βραστό με πιλάφι, το κοκκινιστό, το τσιγαριαστό και τα παϊδάκια. Έτσι το συνέχισα κι εγώ, με τα λίγα πιάτα, του καφενέ».

Ο Γιώργος Μαυριδάκης, γνωστός ως «Λαμπογιώργης», γιος και εγγονός καφετζήδων, πάνω από τα τηγάνια του καφενέ.
Καφενείο Λαμπογιώργη Καρανού Καφενείο Λαμπογιώργη Καρανού

Καθόμαστε στον εξώστη του καφενείου, κάτω από τη «μουρνιά» (μουριά) με τον παχύ ίσκιο, με την εκπληκτική θέα του φαραγγιού και την απέναντι πλαγιά του Κυδωνιού, κατάφυτη με ορεινές ελιές και πουρνάρια. Ο Λαμπογιώργης έχει φέρει ήδη στο τραπέζι το τσιγαριαστό, λουκάνικο ξιδάτο στο τηγάνι και μαζί αγκιναροκούκια, τηγανητές πατάτες και καλιτσούνια με βλίτα, που σερβίρει όλο το καλοκαίρι. Το πιο ονομαστό του πιάτο, όμως, και κράχτης του καφενέ ήταν και παραμένει το πιλάφι. Ετοιμάζει πρώτα δυνατό ζωμό με σχεδόν 3 κιλά αρνί και μέσα σε αυτόν βράζει ένα ωραίο κιτρινωπό πιλάφι, έξτρα νοστιμισμένο από το αρνίσιο λίπος. Τα κρεατικά έρχονται όλα από το χωριό, εκτός από τα λουκάνικα. Τα τυριά είναι του τυροκομείου Μπαλαντίνος στα Χανιά, ενώ τα κηπικά όλα από το περιβόλι του Λαμπογιώργη και τα χόρτα είναι άγρια, μαζεμένα από το φαράγγι. Το καλοκαίρι, τα κρεατικά ετοιμάζονται μόνο επί παραγγελία, όταν πρόκειται να ανηφορίσει εδώ κάποια παρέα. «Η δουλειά μας είναι κυρίως χειμωνική», εξηγεί ο Λαμπογιώργης. «Το χωριό είναι ορεινό και ο κόσμος, κυρίως από την πόλη των Χανίων, έρχεται εδώ πάνω μόνο τον χειμώνα και την άνοιξη, ιδιαίτερα άμα βρέχει ή χιονίζει, γιατί έχει μπροστά του όλη αυτή τη θέα στα φαράγγια των Μποριανών και του Κυδωνιού. Πίνει το κρασάκι του και τρώει τους μεζέδες του, ό,τι τύχει να φτιάξω εκείνη τη μέρα. Τώρα το καλοκαίρι όμως προτιμούν τις παραλίες και η δουλειά μας μειώνεται. Αλλά, αν μια παρέα παραγγείλει, ετοιμάζουμε τα πάντα, όλο και περνάνε από δω στον δρόμο για το μεγάλο φαράγγι της Σαμαριάς, κυρίως ομάδες από ορειβατικούς συλλόγους», συμπληρώνει.

Έχει πιστούς θαμώνες το καφενείο, κυρίως ξένους πεζοπόρους που ακολουθούν το μονοπάτι που διασχίζει τα δύο φαράγγια, και η στάση στου Λαμπογιώργη είναι ό,τι πρέπει για μεζέ, για θέα και για απόλυτη ηρεμία. «Οι ξένοι έρχονται κάθε χρόνο! Να δεις οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί πώς τρώνε τα παϊδάκια! Ερχόταν εδώ κόσμος από τα Χανιά, την πόλη. Τους άρεσε ο μεζές, το λέγανε σε φίλους κι έτσι, από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε. Είναι η καλύτερη διαφήμιση! Τώρα πια οι πελάτες είναι σταθεροί και τακτικοί, ντόπιοι και ξένοι. Οι ντόπιοι που έρχονται καθημερινά είναι λίγοι, μια δεκαπενταριά. Έρχονται μόνο το βραδάκι, παίζουνε το χαρτάκι τονε, πίνουν το κρασάκι τονε ή καμιά τσικουδιά και τρώνε μεζέ. Τον χειμώνα είναι περισσότεροι, μαζεύονται εδώ μετά τις ελιές [σ.σ. λιομάζωμα]».

Καφενείο Λαμπογιώργη Καρανού
Μεζέδες με θέα στο καφενείο του Λαμπογιώργη

Το τσιγαριαστό θέλει σιγανό μαγείρεμα, για να ψηθεί στο ζουμί του

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΛασίθι: 150 χρόνια Κωτσόβολος, ένας καφενές εγγύησηΛασίθι: 150 χρόνια Κωτσόβολος, ένας καφενές εγγύηση Το χωριό ακολούθησε τη μοίρα των ορεινών οικισμών: ερημώνει χρόνο με τον χρόνο. Έχουν μείνει περίπου 80 κάτοικοι και από αυτούς νέοι είναι μόνο πέντε έξι. Ο ίδιος ο Λαμπογιώργης έχει τρία παιδιά που τα σπούδασε και τα οποία μένουν στην Αθήνα. Έρχονται μόνο το καλοκαίρι, όπως σήμερα, που υποδέχτηκε την κόρη για το Σαββατοκύριακο. Για χάρη της, η γυναίκα του, η κυρία Ευτυχία, ετοίμασε μελανούρι στην κατσαρόλα με ντομάτα και δεν μας χάλασε το χατίρι: μας έδωσε τη συνταγή και κατέβασε από το σπίτι την κατσαρόλα με το ζουμερό φαΐ της κόρης, για να το φωτογραφίσουμε.

Μελανούρι στην κατσαρόλα με ντομάτα

Καλιτσούνια με βλίτα

Ο Λαμπογιώργης Μαυριδάκης με τη γυναίκα του, Ευτυχία. Από τα χέρια τους βγαίνουν θαυμάσιοι μεζέδες της τοπικής αγροτικής κουζίνας.

«Κάποτε το χωριό είχε τρία καφενεία και ήταν και τα τρία γεμάτα κάθε μέρα, είχε ζωντάνια», λέει ο Λαμπογιώργης σκεπτικός. «Εγώ είμαι ο τελευταίος της οικογένειας που συνεχίζει το καφενείο. Τα παιδιά μου έχουν άλλες δουλειές. Τι να τους πω, που έχουν σπουδάσει και μένουν στην πόλη; Αφήστε τα όλα κι ελάτε στο χωριό; Εδώ κάθε χρόνο μειώνονται τα εισοδήματα, βγάζουμε ολοένα και λιγότερο λάδι ή κεράσια, που έδιναν κάποτε ένα καλό εισόδημα. Όμως δεν ασχολείται πια ο κόσμος με τα αγροτικά, φεύγει για την πόλη. Έχει αλλάξει κι ο καιρός, όλο καταστροφές γίνονται, οι βροχές του Μάη σαπίσανε όλα τα κεράσια πάνω στα δέντρα, δεν έμεινε ούτε ένα! Ό,τι παράγουμε πια φτάνει ίσα για μας». Έχει μείνει ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη του, αλλά θυμάται ότι πρέπει να φέρει και τους υπόλοιπους μεζέδες. Σηκώνεται και βάζει στο ένα τηγάνι τα λουκάνικα, στο άλλο τις πατάτες, ντόπιες και κομμένες στο χέρι. Σκυμμένος πάνω από τα τηγάνια, γυρνά προς το μέρος μου. «Εσείς πώς μάθατε για το καφενείο;» ρωτά. Όταν του εξηγώ ότι ήταν πρόταση από τρεις καλούς φίλους Χανιώτες, μερακλήδες και καλοφαγάδες, γελά και λάμπει ολόκληρος. «Να ’στε καλά, κι εσείς κι αυτοί!»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣφακιά: Στο καφενείο του Τσιτσιρίδη σερβιρίστηκε για πρώτη φορά σε μαγαζί το αρνάκι με τη στάκαΣφακιά: Στο καφενείο του Τσιτσιρίδη σερβιρίστηκε για πρώτη φορά σε μαγαζί το αρνάκι με τη στάκα

Καφενείο του Λαμπογιώργη

Φαράγγι Μποριανών, Καρανός, Χανιά

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 208.

Καφέ

Μαγειρεία - Ταβέρνες

Μεζεδοπωλεία - Ουζερί

Κρήτη

Χανιά

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών