Παρέες με διανοούμενους, νέοι και παλιοί πελάτες συνωστίζονται στα τραπεζάκια μέσα και έξω από το μαγαζί, κάτω από τις μουριές στην πλατεία των Παλιών. Το κατάστημα άνοιξε το ζεύγος Νίκου Μαστρογιάννη και Γιάννας Ξαντινίδου το 2006. Έχουν κάνει όνομα στον Βόλο και οι ντόπιοι το προτείνουν ανεπιφύλακτα. Και όχι άδικα, γιατί ό,τι φάγαμε εδώ ήταν πεντανόστιμο.
Εδώ οι καρέκλες στο τραπέζι είναι γυρισμένες στο πλάι, πράγμα που σημαίνει «τώρα δεν τρώω αλλά σιγοπίνω τσιμπολογώντας». Δεν ακούγεται μουσική, γιατί στο τσιπουράδικο έρχεσαι για κουβέντα, ούτε υπάρχει τηλεόραση, γιατί η ψυχαγωγία είναι το ποτό. Και βέβαια, λειτουργεί μόνο το μεσημέρι, όπως παλιά. Τα τραπέζια είναι στρωμένα με χάρτινο τραπεζομάντιλο και πάνω του ένα μεταλλικό ποτήρι με κομμάτια λαδόχαρτου, που μπορείς να χρησιμοποιήσεις ως πιάτο μιας χρήσης ή για να σκουπίσεις τα δάχτυλά σου. Μικρά πιάτα, μικρά πιρούνια, μικρά ποτηράκια, ένα μαχαίρι-φόρος τιμής στους πρώτους τσιπουράδες, ψωμιέρα και νερό, είδος απαραίτητο γιατί στο τσιπουράδικο δεν έρχεσαι για να μεθύσεις αλλά για να αφήσεις πίσω σου την καθημερινότητα και να χαλαρώσεις.
Καθόμαστε και έρχεται η πρώτη γύρα τσίπουρου. Παραδοσιακά το τσίπουρο στον Βόλο πίνεται μεσημέρι. Αυτό κρατάει από παλιά, τότε που πριν γυρίσουν στο σπίτι από τη δουλειά έκαναν μια στάση στο τσιπουράδικο, για να πιουν και να τσιμπήσουν, ώστε να ανοίξει η όρεξη για το μεσημεριανό γεύμα στο σπίτι. Τώρα το τσιπουράδικο έχει εξελιχθεί σε προορισμό. Είναι το μεσημεριανό διάλειμμα των Βολιωτών.
καραβίδες με χοντρό αλάτι στα κάρβουνα και το τηγανητό μπαρμπουνάκι ξεκινούν ιδανικά την τσιπουροποσία. Ακολουθούν οι ωμές γυαλιστερές, τα τσιτσίραβλα και οι βλαστοί άγριας φτέρης, που σερβίρονται σκέτα ή μαζί με παστό ψάρι. Όσο περνάει η ώρα, τα πιάτα στοιβάζονται στο τραπέζι. Ο σερβιτόρος δεν αποσύρει τα πιάτα γιατί αν έχει μείνει έστω και λίγος μεζές, ξέρει ότι εκεί είναι όλη η νοστιμιά. Δεν σε εξυπηρετεί, αλλά σε φροντίζει. Ο σκοπός του είναι να περάσεις ευχάριστα τον χρόνο σου και να φύγεις κεφάτος. Ξέρει πάντα σε ποια γύρα βρίσκεσαι και τι μεζέδες πρέπει να έρθουν στην επόμενη, ακόμη και αν το μαγαζί είναι γεμάτο. Το θέμα δεν είναι να χορτάσεις αλλά να τσιμπολογάς για ώρα, όσο διαρκέσει η τσιπουροποσία. Οι μεζέδες είναι έτσι κι αλλιώς πολλοί. Και επειδή έρχονται στο τραπέζι χωρίς να τους παραγγείλεις, θεωρούνται προσφορά, ένα δώρο του μαγαζιού στον πελάτη, ένα κοινωνικό πάρε-δώσε. Στην επόμενη γύρα έρχονται οι ουρές πεσκανδρίτσας –μπρασκοουρές στην ντοπιολαλιά–, ψητές στη σχάρα, το χταποδάκι, επίσης στα κάρβουνα και τα αλίπαστα με ψιλοκομμένα τουρσάκια ή λάχανο. Τηγανητά καλαμαράκια, ταραμοσαλάτα, κουτσομούρα, σαλάχι. Στους μερακλήδες πελάτες σερβίρουν και πιο ιδιαίτερες λιχουδιές, όπως συκώτι πεσκανδρίτσας ή αστακομακαρονάδες.
Στο τραπέζι καταφτάνουν οι μεζέδες. Κάθε γύρα περιλαμβάνει 3-4 διαφορετικούς. Είναι απελευθερωτικό να μη χρειάζεται να σκεφτείς τι θα παραγγείλεις. Κάθε τσιπουράδικο έχει την ταυτότητά του, ανάλογα με τους μεζέδες που σερβίρει. Στο Νίκος και Γιάννα φημίζονται για τα κάρβουνα και για τους απλούς μεζέδες που είναι γεμάτοι νοστιμιά. Οι φρέσκεςΠλανόδιοι μουσικοί παίζουν κλαρίνο και τουμπερλέκι, κάνουν κέφι, τραγουδάνε και ξεσηκώνουν τους πελάτες. Στο τέλος περνούν διακριτικά από κάθε τραπέζι και ζητούν χρήματα, μια εικόνα συνηθισμένη. «Πίνω, τσιμπάω, μιλάω και περνάω καλά, αυτό είναι η τσιπουροποσία. Αν ακολουθήσεις αυτό το τελετουργικό, θα ξυπνήσεις χωρίς χανγκόβερ», μας συμβουλεύει ο σερβιτόρος.