Από το υλικό των ονείρων είναι φτιαγμένο το Ποσειδώνιον, στο νησί των Σπετσών, των αρωμάτων. Στερεωμένο σαν παλιά καρτ ποστάλ στη φαρδιά προμενάντ δεξιά από την Ντάπια, αγέρωχο, παράξενο κτήριο για την κλίμακα του νησιού. Όστρακο μιας περασμένης ζωής, αντανάκλαση της κοσμοπολίτικης μεγαθυμίας των αρχών του 20ού αιώνα, κορυφαία έκφραση μιας εποχής μεγάλων κραδασμών που άρτυσε τη νεαρή χώρα με ένα λούσο επινοημένου μα αναγκαίου μεγαλείου, συνώνυμο μεγάλων προσδοκιών μεγάλων επιτευγμάτων. Μια πτύχωση του τότε στο τώρα.
Αγέρωχο, σαν επιβλητική παρένθεση στο χαμηλό τοπίο – όμως τι γοητευτική η ιδέα της μυστηριώδους συνέργειας του τόπου με αυτό το -τελικώς- τοπόσημό του, δεν βρίσκετε; Ένα σύμβολο είναι το Ποσειδώνιον. Μιας εξωστρεφούς νησιωτικής αρχοντιάς. Μιας ζωής που λείπει.
Αγέρωχο, επιβλητικό κι όμως ανάλαφρο. Δροσερό. Με τη δροσιά των βαρέων υλικών του, και αυτή τη δροσιά που χαρίζει ο χρόνος στα παλιά, όμορφα πράγματα. Διασχίστε νωχελείς την είσοδο του ανακτόρου του Ποσειδώνα, ανεβείτε τη σκάλα, κατεβείτε, περιδινηθείτε στους μινωικούς διαδρόμους του, καθίστε σε εκείνο και στο άλλο σαλονάκι, δίπλα στο πιάνο ή πιο πριν, πιο μέσα ή πιο έξω. Παραγγείλτε καφέ, ένα ντρινκ, ένα οτιδήποτε, και αφουγκραστείτε λαγγεμένοι τον ψίθυρο της λεπτής πολυτέλειάς του, της μυστικής ζωής του. Θα σας κυριεύσει.
Έτσι περνούν οι μέρες στο Ποσειδώνιον. Μεστές θεών και φαντασμάτων.
Τη σημερινή του αίγλη το ζηλευτό αυτό ξενοδοχείο την οφείλει προεχόντως στον Μανώλη Βορδώνη, έναν λιγυρό εστέτ, επί πολλά έτη χρυσό στέλεχος της ελληνικής ναυτιλίας, με χρυσές σπουδές, χρυσή καριέρα και ένα μυαλό που πετάει σπίθες. Πριν χρόνια τό ‘βαλε στόχο ζωής να ξαναδώσει ζωή στο Ποσειδώνιον, μαζί με όλη τη φαμίλια του. Τους αξίζουν αίνοι δοξαστικοί, καθότι δεν χειρίστηκαν το μνημείο αυτό των Σπετσών σκηνογραφικά, μα του έδωσαν ζωή τωρινή, με γούστο λεπτό, διαχρονικό. Μια ανακαίνιση στοχαστική, ευγνώμων προς το βαρύ παρελθόν.
Χρυσούς φοίνιξ και στον Θεολόγο Αμηρά, έναν δεινό μάγειρα που έχει επιδαψιλεύσει για το εστιατόριο της ποσειδώνιας βεράντας μια κουζίνα πολυτελή και πολυεπίπεδη, μια κουζίνα αρμόζουσα στο φίνο μεγαλείο του ξενοδοχείου.
Πολυτελή μα τηρουμένων… των υλικών. Εξηγούμαι: Τα κηπικά στην πλειονότητά τους προέρχονται από το μποστάνι του ξενοδοχείου, όπερ δεν είναι επικοινωνιακό δόλωμα, μα μια ρωμαλέα πραγματικότητα. Στην ενδοχώρα των Σπετσών, σε ένα βουνί, σε ένα αυλάκι του βουνού στην πραγματικότητα, η φαμίλια έφτιαξε μαζί με τον κυρ Φώτη τον φροντιστή έναν λαχανόκηπο ασπαίροντα, λιγωτικά όμορφο. Τον περπάτησα, τον χάρηκα με τα μάτια και το στόμα μου. Δεν φτάνει ο χώρος να σας πω περισσότερα για αυτόν, ούτε για το θεσπέσιο μυστικό γεύμα που μπορείτε να κανονίσετε να πάρετε εδώ μακριά από όλους. Θα σας πω μονάχα ετούτο: το καρότο που δοκίμασα βγαλμένο από δω, ωμό, μάμα μία τι νοστιμιά, δεν έχω γευτεί γευστικότερο!
Ο κ. Αμηράς δουλεύει με αυτά τα ζαρζαβάτια και συμπληρώνει ό,τι χρειάζεται, όποτε και αν χρειάζεται. Βασίζεται κυρίως σε αυτά. Τα ψάρια είναι των κοντινών ψαρολίβαδων, που είναι, πιστέψτε με, από τα νοστιμότερα της χώρας. Κρέας, τυριά κλπ παίρνει από επιλεγμένους κοντινούς όσο γίνεται παραγωγούς.
Το μενού, λοιπόν, θα το ζήλευαν πολλά εστιατόρια. Συντονισμένο με το παγκόσμιο τώρα της γαστρονομίας, στερεωμένο στον τόπο, αξιομνημόνευτο. Δεν θα σας πω πολλά, σημειώστε μόνο τα χειροποίητα καρυκευμένα βούτυρα, το δικό του ζυμωτό ψωμί, το δικό του αυγοτάραχο. Και κάτι λίγο ακόμα: μια κακαβιά Αργοσαρωνικού με ντάμπλινγκ σφυρίδας, λαχανικά του μποστανιού και λάδι αστακού από τις θάλασσες εδώ. Μια λεπτουργημένη αθηναϊκή (πόσο ταριαστή στο αστικό σκηνικό), με ελληνικό χαβιάρι, ταραμά και αγγούρι κομμένο ψιλό. Α κι αυτές τις μακαρούνες με μπολονέζ στείρας και ροκ πέστο πικάντικης ρόκας.
Έχει περάσει καιρός από αυτό το δείπνο, από την επίσκεψή μου στο Ποσειδώνιον, το μυαλό μου όμως περνά συχνά πυκνά το κατώφλι του. Κάποιες αναμνήσεις είναι έτσι ανεξάλειπτες, θρασείς. Με το θράσος των ονείρων.
Ανοιχτό για δείπνο, είστε δεν είστε πελάτες του ξενοδοχείου. Για την εμπειρία στο Μποστάνι θα διαβάσετε τις επόμενες μέρες στο www.gastronomos.gr