ΕΞΟΔΟΣ

Στους τοίχους του καφενείου του Σαρανταυγά «διαβάζεις» όλη την ιστορία του Ηρακλείου

Ένα αστικό αιωνόβιο καφφενείον με δύο φι -έτσι το γράφει η ταμπέλα- επί της οδού 1866 στην παλιά κεντρική αγορά, από όπου έχει περάσει όλο το παλιό και το σύγχρονο Ηράκλειο.

10.08.2023
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παππάς
Στους τοίχους του καφενείου του Σαρανταυγά «διαβάζεις» όλη την ιστορία του Ηρακλείου

Δύο γεμάτες ημέρες που τις περάσαμε στο Ηράκλειο, τις ρουφήξαμε σαν καλόπιοτη ρακή και τις ευχαριστηθήκαμε όπως ένα πιάτο φαγητό που επιστρέφει στην κουζίνα έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό του, γυαλισμένο, δίχως απομεινάρια μέσα. Ξυπνούσαμε όχι και πολύ νωρίς το πρωί, διασχίζαμε τον παλιό δρόμο της αγοράς, την οδό 1866 (χρονολογία της Κρητικής Επανάστασης), και πίναμε καφέ στον Σαρανταυγά, που στρίμωχνε τα 5-6 τραπεζάκια του στον μικρό χώρο που του αναλογεί ανάμεσα στους πάγκους των διπλανών καταστημάτων με τα μαγνητάκια στο κατοψικό σχήμα της πόλης, τις χρωματιστές κούπες με τον χάρτη του Ηρακλείου, τα αγαλματίδια του Ιδαίου Ηρακλή και της ξώστηθης Θεάς των Όφεων. Αργότερα περιδιαβαίναμε τους νοικοκυρεμένους πεζόδρομους του κέντρου, χαζεύαμε τα τουριστομάγαζα με την πολυκοσμία από τα κρουαζιερόπλοια και τους πρώτους ταξιδιώτες του καλοκαιριού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΗ στραπατσάδα του ΣαρανταυγάΗ στραπατσάδα του ΣαρανταυγάΈνα πρωινό, πριν ξεκινήσει η πολλή κίνηση, μπήκαμε στο κατάστημα με τα βότανα του κ. Κωστή Σταθάκη, δυο δρασκελιές μακριά απ’ του Σαρανταυγά. Ανιψιός του αείμνηστου, μας διηγήθηκε την οικογενειακή ιστορία και πώς βγήκε το ιδιόμορφο παρανόμι. «Ξέρεις, δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις παρατσούκλι», ξεκίνησε τη διήγηση. «Ο παππούς μας ήταν παπάς στο Σμάρι Πεδιάδος, μα πέθανε νωρίς, 45 χρονών. Μια φορά λοιπόν, όπως συνηθίζεται μετά τη λειτουργία της Ανάστασης, το Πάσχα το πρωί, παίρνανε τα πιτσιρίκια και πηγαίνανε στο καφενείο μαζί όλοι οι χωριανοί. Λέει τότε ένας χωριανός στον θείο μου: “Έι, Γιωργιό, έλα να σου δώσω ένα κόκκινο αυγό”. Τότε του απάντησε ο παπάς: “Άσ’ τονε μωρέ κι έχει σαράντα φαγωμένα σήμερα”. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ήταν κάποιος που βγάζει τα παρατσούκλια του χωριού. “Ρε Γιωργιό, τόσα αυγά έφαγες, βρε συ; Πού τα έβαλες, μωρέ, σαράντα αυγά;”. Ακούσανε τότε τα άλλα πιτσιρίκια κι αρχίσανε και τον κορόιδευαν, κι έτσι του έμεινε το παρατσούκλι Σαρανταυγάς. Όλη η Μεσαρά μάς ξέρει Σαρανταυγάδες, κάποιοι μας έλεγαν και Παπαδάκηδες, επειδή ήμασταν παιδιά παπά, μα Σταθάκη δεν μας είπε ποτέ κανείς».

Κατσίκα κοκκινιστή

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΚολοκυθοκεφτέδες αρωματικοίΚολοκυθοκεφτέδες αρωματικοίΤον καφενέ τον άνοιξε το 1924 ο Γιώργης, στην αρχή μαζί με τον αδερφό του τον Μανώλη (πατέρα του κ. Κωστή), όμως του Μανώλη δεν του άρεσε το καφενιλίκι κι έτσι το άφησε στον αδερφό του και έγινε έμπορος σε δέρματα, τυριά κι εγχώρια προϊόντα. Ύστερα από τον Γιώργη, το μαγαζί το πήρε ο γιος του ο Σταύρος. «Ο Σταύρος δέκα η ώρα είχε βγάλει το μεροκάματο, έκανε καφέδες σε όλη την αγορά κι έστελνε στα μαγαζιά πριν καν του το ζητήσουν», θυμάται ο κύριος Κωστής. Ο Σταύρος πέθανε νέος και με τη σειρά του τον καφενέ ανέλαβε ο γιος του, ο Γιώργος Σταθάκης, και αργότερα και ο εγγονός του ο Σταύρος, ώσπου το 2020 πουλήθηκε στους τρεις τωρινούς ιδιοκτήτες, τον Στέφανο Διάκο, τον Μάκη Βούρβαχη και τον Νίκο Καρασάββα. «Εκείνα τα χρόνια, όταν λέγαμε ότι θα συναντηθούμε, εννοούσαμε όλοι στου Σαρανταυγά τον καφφενέ. Τουαλέτα τότε δεν είχε το μαγαζί, μια σούδα τόση δα ήταν πάντα. Έστελναν τους πελάτες απέναντι στον κουμπάρο του Γιώργη που είχε τουαλέτα και λίγο παραπέρα στα ψαράδικα, που επέτρεπαν στους θαμώνες του Σαρανταυγά να περάσουν στο δικό τους αποχωρητήριο. Τώρα βέβαια τα παιδιά κάνανε και μια τουαλέτα. Μπράβο τους που το προσέξανε το μαγαζί, εγώ το χαίρομαι όποτε περνάω και συγκινούμαι».

Από αριστερά προς τα δεξιά, οι τρεις συνέταιροι που ανέλαβαν τον καφενέ από το 2020: ο μάγειρας Νίκος Καρασάββας, ο Στέφανος Διάκος και ο Μάκης Βούρβαχης.

Με σαράντα αυγά κάνεις συνταγή για στραπατσάδα για είκοσι άτομα. Τόσους χωράει μέσα έξω στα τραπεζάκια του ο μικροσκοπικός αυτός καφενές

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΚατσίκα κοκκινιστήΚατσίκα κοκκινιστήΤα απογεύματα καθόμασταν ξανά στου Σαρανταυγά και παραγγέλναμε ρακές. Όταν έκλειναν τα γειτονικά μαγαζιά, τα τραπεζάκια άπλωναν και άλλαζε η εικόνα του κατστήματος. Με τις ρακές λυνόταν η γλώσσα και οι παλιοί θαμώνες μάς αφηγούνταν πώς ο Γιώργης ο Σαρανταυγάς που έγινε καφετζής μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι αφού επέστρεψε από τη θητεία του ως χωροφύλακας στη Σμύρνη, άνοιξε το μαγαζί στη γειτονιά, που ήταν γνωστή ως Γρουσουζάδικα. Ήταν λέει μετρίου αναστήματος, με χοντρά γυαλιά μυωπίας, ευγενικός άνθρωπος, καλόκαρδος, υπομονετικός με τους πελάτες και καλοπερασάκιας. «Παλιά ο καφενές σέρβιρε μόνο τα βασικά. Καμιά ελίτσα, λίγο τυράκι, ένα παξιμάδι και τίποτα παραπάνω», μου εξηγούσαν. Και οι τωρινοί ιδιοκτήτες βέβαια δεν φτιάχνουν και πολλά, μόνο καμιά δεκαριά μεζέδες στην γκαζιέρα τους. Σάμπως χωράει και τίποτα παραπάνω έτσι μικρό που είναι το κουζινάκι τους… Στους τοίχους του Σαρανταυγά «διαβάζεις» όλη την ιστορία του Ηρακλείου.

Στον καφενέ του Σαρανταυγά τσουγκρίσαμε ρακές και συζητήσαμε για λογοτεχνία παρέα με τον συγγραφέα και πρώην καφετζή Μιχάλη Αλμπάτη.

Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα είχαμε ραντεβού με τον συγγραφέα Μιχάλη Αλμπάτη, που κατάγεται από τον εύφορο Ζαρό με τα πολλά νερά, νοτιοδυτικά του Ηρακλείου. Πιάσαμε το ένα και μοναχικό τραπεζάκι που βρίσκεται στο εσωτερικό του μαγαζιού, κόντρα στην πράσινη τζαμόπορτα και στους τοίχους που είναι ντυμένοι με φωτογραφίες και πορτρέτα θαμώνων από όλο το παλιό Ηράκλειο. Μαζί με τη δεύτερη γύρα με ρακές μάς έφεραν σταφιδολιές, αγγούρια και ντομάτες, κολοκυθοκεφτέδες χρυσαφένιους και κατσίκα κοκκινιστή. Ο Μιχάλης δοκίμασε και έγνεψε επιδοκιμαστικά, κάνοντας χρήση της δεύτερης ιδιότητάς του, του έμπειρου μάγειρα και ιδιοκτήτη καφενέ για πολλά χρόνια στην περιοχή του Λάκκου. Το τρίτο βιβλίο του, από τις εκδόσεις Νήσος, Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, με συντρόφευε μέρες τώρα και κόντευα να το ξεκοκαλίσω, αργά μεν, μα διψασμένα. Ένα ευφυές μυθιστόρημα που διηγείται τη ζωή του νεαρού Φανούρη Νιδεράκη τη δεκαετία του ’50, ενός συνεσταλμένου εφήβου από ένα χωριό της Μεσαράς, ο οποίος ανακαλύπτει πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των πεθαμένων και περιοδεύει στην ενδοχώρα και στη μεγάλη πόλη μαζί με τον θείο του, αναλαμβάνοντας με το αζημίωτο να γίνει διερμηνέας των νεκρών. Ο Φανούρης, όπως εμείς και πολλοί άλλοι, σαν έφτασε στην πόλη, ανακάλυψε τον καφενέ του Σαρανταυγά κι εκεί «στη μέση μέση της αγοράς, έπινε με όλη την επισημότητα ενός ενήλικα τον τούρκικο καφέ του, παρακολουθώντας το ακατάπαυστο ανθρωπομάνι να κυλάει εμπρός του». Ο Σαρανταυγάς έχει την τιμητική του στο βιβλίο του Μιχάλη, ως τοπόσημο συναναστροφής, χώρος αναψυχής και ταυτόχρονα πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων. Φυλλομετρώντας το βιβλίο και σχολιάζοντας την πλοκή, δοκιμάσαμε ακόμη μια υπέροχη παλαιωμένη, πρόβεια γραβιέρα απ’ τη Γαλιά, φάβα, κεφτέδες και στραπατσάδα με μπόλικα αυγά.

Καφενείο Σαρανταυγάς

Παλιά αγορά (Γρουσουζάδικα), οδός 1866 61, Ηράκλειο

*Οι τιμές και το μενού των εστιατορίων είναι αυτά που ίσχυαν κατά τη χρονική περίοδο συγγραφής και δημοσίευσης του άρθρου και ενδέχεται να έχουν αλλάξει.

*Τα ρεπορτάζ αγοράς και τα προϊόντα που προτείνουμε στον Γαστρονόμο είναι επιλογές των συντακτών και δεν έχουν εμπορικό σκοπό ούτε αποφέρουν διαφημιστικό έσοδο.

Μεζεδοπωλεία - Ουζερί

Ηράκλειο

Κρήτη

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών