Αν έμενα στο Ηράκλειο τις Κυριακές θα ήμουν από τους πρώτους που θα εξέδραμαν στις ωραίες εξοχές και θα έκαναν συναναστροφές του παλιού καιρού. Στη Γέργερη, στον Ζαρό, στις Αρχάνες, στη Νύβριτο, αλλά και πιο νότια, σε μικρά και μεγάλα χωριά του Νομού Ηρακλείου, στην πράσινη ενδοχώρα και στις ζαφειρένιες ακτές του Λιβυκού. Τη μέρα που κινήσαμε από το Ηράκλειο με προορισμό τον Νότο, κάναμε μια μεγάλη στάση στη Νύβριτο, που βρίσκεται στα 500 μέτρα υψόμετρο, στις ρίζες του βουνού Αμπελάκια, και που όπως το λέει η μαντινάδα είναι: «ωσάν τη Νύβριτο χωρίο, δεν το πιστεύω να ’ναι, μέσα στα άνθη βρίσκεται και στο βουνό κοντά ’ναι».

Λιγότερο από μία ώρα οδήγηση, γύρω στα 40 χιλιόμετρα από τη μεγάλη πόλη, μας πήρε για να φτάσουμε στο χωριό των 180 κατοίκων, σε ένα ξέφωτο από πεύκα, ελαιόδεντρα, φασκομηλιές και πολλών λογιών άλλα βοτάνια. Τουλάχιστον οι μισοί από τους καταγεγραμμένους μόνιμους κατοίκους του χωριού το έχουν δίπορτο.


Κάποιες μέρες μένουν στο Ηράκλειο και κυρίως τα Παρασκευοσαββατοκύριακα επιστρέφουν στο χωριό για δουλειές ή για ξεκούραση. Όλοι εκεί ξέρουν τον Δημήτρη Τσακαλάκη και το πάθος που έχει για τα βότανα. Ένας άνθρωπος λιγόλογος, ταγμένος στις ωραίες μυρωδιές τους, από παλιά συνέλεγε άγρια βότανα απ’ τα βουνά και τα λαγκάδια της περιοχής κι αργότερα φύτεψε και τις δικές του καλλιέργειες. Ξέρει και τα μαζεύει σωστά τα μυρωδικά, να μη χαλάει το φυτό, κι ύστερα τα ξεραίνει πολύ προσεκτικά, με νοιάξιμο για να κρατάνε τις μυρωδιές και το φωτεινό τους χρώμα. «Στο παρελθόν όλο το χωριό μάζευε βότανα. Έχει πολλά και δυνατά μυρωδικά ο τόπος μας και το καλύτερο φασκόμηλο του κόσμου όλου. Οι ταράτσες του χωριού τα παλιά χρόνια ήταν γεμάτες φασκόμηλα, απλωμένα στον ήλιο να στεγνώσουν. Κι ύστερα τα φορτηγά στην αγορά του Ηρακλείου παίρνανε σειρά και κάνανε ουρές ολόκληρες για να ξεφορτώσουν».


![]() ![]() |
![]() ![]() |
Παράλληλα με τα βοτάνια του, ο Δημήτρης έχει στο κέντρο του χωριού, δίπλα στον Ναό της Παναγίας, και τον καφενέ του. Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα άτυπο πολυκατάστημα. Καφενείο-μπακάλικο-βοτανοπωλείο, όλα μαζί κι από όλα λίγο. Κάποτε μαθαίνω πως ήταν παράλληλα και κρεοπωλείο και κουρείο. Το άνοιξε προπολεμικά ο Γεώργιος Τσακαλάκης, ο παππούς του Δημήτρη, ψηλά στην απάνω μεριά του χωριού. Στην ίδια θέση που είναι τώρα το έφερε αργότερα ο πατέρας του Στυλιανός, μετά το τέλος του πολέμου, το ’50. Εκείνα τα χρόνια δούλευαν είδος με είδος. Αγόραζαν χοχλιούς, φασκόμηλα, δέρματα, λάδια, ελιές, χαρούπια απευθείας από τους παραγωγούς και πολλές φορές η πληρωμή ήταν ανταλλακτική και γινόταν σε είδος. Τότε το μπακάλικο ήταν φίσκα με αγαθά, πλέον έχει μόνο τα είδη βασικής ανάγκης, μια και είναι το μοναδικό κατάστημα που έχει απομείνει να εξυπηρετεί το χωριό.
Η κυρία Κούλα στέκεται στο πλάι του Δημήτρη εδώ και 46 ολόκληρα χρόνια, από τότε που ήταν γείτονες και αγαπήθηκαν. Προσηνής, ντροπαλή και μετρημένη, το χαμόγελό της δεν το σπαταλάει, μόνο αν το κερδίσεις σ’ το χαρίζει διάπλατα, κι είναι μια γυναίκα με μαγειρικό χάρισμα. Από όλα τα καφενεία της Κρήτης που επισκέφτηκα τούτη τη φορά, από τα χρυσά χεράκια της Κούλας έφαγα τα νοστιμότερα φαγιά. Ασκορδουλάκους γλυκόξινους, πικρούς και τραγανούς, χοχλιούς στιφάδο σκέτο μέλι, ομελέτα με βλίτα, πιλάφι και βραστό, ντολμαδάκια-χειροτέχνημα, σουτζουκάκια σπουδαία, τα ωραιότερα γαρδουμάκια της οικουμένης, όλα μαγειρεμένα με ελαιόλαδο ντόπιο. Μέχρι να γίνει το φαγητό και πριν αρχινίσουμε τις ρακές, μας έβρασαν δύο φλιτζάνια μαλοτήρα, δίκταμο, φασκόμηλο και μαντζουράνα, τα ρουφήξαμε μονοκοπανιά, αναζωογονηθήκαμε και ύστερα από αυτό το ιδιότυπο απεριτίφ, πεινασμένοι πια, περάσαμε στο παρασύνθημα. Με τις πρώτες ρακές μάς έφεραν ανθόγαλα, που κάπου σε έναν άλλο καφενέ άκουσα ότι δρα αφροδισιακά, αγκιναράκια φρέσκα, ωμά με λαδολέμονο, σταφιδολιές και μηλολιές, κουκόφαβα. «Ό,τι έχουμε βρισκούμενο, αυτό θα φάμε εμείς, αυτό θα φάτε κι εσείς», εξηγήθηκαν.
Στο τραπέζι όπου μοιραστήκαμε το φαγητό, πιάσαμε κουβέντες πολιτικές, ακούσαμε και τα παράπονά τους. «Ερήμωσαν τα χωριά μας. Ο κόσμος πάει στις πόλεις τώρα πια. Χαθήκανε τόνοι λάδι, πέσανε οι ελιές και κανείς δεν έσκυψε να τις μαζέψει. Οι εποχές άλλαξαν, οι δουλειές που κάναμε παλιά τελειώσανε. Τώρα πια το καφενείο συντηρείται κυρίως με ξένους, με περαστικούς, αλλά και με θαμώνες από τα γύρω χωριά και το Ηράκλειο.


Δώσαμε αγώνα για να κρατηθούμε». Αν και είναι ανοιχτά από το πρωί, ο κόσμος μαζεύεται κυρίως το βράδυ. Φεύγοντας ανεβήκαμε να ανάψουμε ένα κεράκι στον Άγιο Μεθόδιο, το εκκλησάκι που γιορτάζει στις 25 Ιουνίου κι είναι χτισμένο μέσα στον βράχο ψηλά στις Καλύβες, στην κορυφή του χωριού. Λίγο πιο πέρα, ακόμα πιο ψηλά, ένα ρημάδι εγκαταλελειμμένο πια είναι ένα από τα παλιά καφενεία της Νυβρίτου, σωστό παρατηρητήριο που βλέπει όλο τον κάμπο και που στο παρελθόν, όταν το χωριό είχε ακόμα πέντε καφενέδες, ευημερούσε κι αυτό, όπως και τα άλλα, και πέρασε ένδοξες εποχές. Αποχαιρετιστήκαμε και του λόγου μας πήραμε τον δρόμο για τις Μοίρες. Ο Δημήτρης κίνησε για τη Γέργερη, για να κάνει τα ψώνια του μαγαζιού. Έχει έναν σύντεκνο εκεί, μας είπε, που του λέει να σφάξει ένα αρνί όταν περιμένει κόσμο, και στο μεταξύ πετάγεται να το φορτώσει.