«Ο Κωστής έχει ένα γραφικό καφενεδάκι στην Πειραϊκή ακτή, στον Πειραιά. Οι δουλειές πάνε καλά. “Κάθε βράδυ μαζευόμαστε πατριώτες και φίλοι και τα πίνουμε. Κατεβαίνω συχνά στην Κρήτη, αγαπώ το νησί μου και είμαι περήφανος για την καταγωγή μου. Όμως φεύγουν όλοι οι νέοι από το χωριό και ερημώνεται σιγά σιγά ο τόπος. Στο χωριό μας πιστεύουν πως σα μεγαλώσει το παιδί πρέπει να πάει στην πολιτεία να μάθει την τέχνη. Στο χωριό δεν βγαίνει το ψωμί, εκτός από μερικούς αμπελουργούς και μερικούς που φροντίζουν τις ελιές, άλλους δεν θρέφει”. Έτσι λοιπόν ο Κώστας ξεκίνησε για την πολιτεία για μια καλύτερη τύχη. Δούλεψε σε βιοτεχνία στρωμάτων, έκανε φυλλάδιο και πήγε στα καράβια…», αναφέρει δημοσίευμα σε ένα κιτρινισμένο απόκομμα παλιάς εφημερίδας, μοστραρισμένο στον τοίχο.
Ήμουν ναυτικός πιο πριν, στο πολεμικό. Είχαμε κατέβει στον πόλεμο του Ιράν-Ιράκ. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι οβίδες γύρω μου, είπα στον εαυτό μου: “ας τη γλιτώσω να πάω πίσω στη στεριά κι ας γίνω και λούστρος”.
Γεύση από Ελλάδα
Βρισκόμαστε στο ουζερί Όρμος της Αφροδίτης, ή αλλιώς Κώστας, από το όνομα του ιδιοκτήτη, Κώστα Αντωνοδημητράκη, ο οποίος άνοιξε το καφενεδάκι του το 1981 σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία του Πειραιά και συνεχίζει δυναμικά. Σερβίρει κάθε μέρα στους πελάτες του λιχουδιές από την πατρίδα του, την Κρήτη, φρέσκα θαλασσινά και ψαράκι, ενώ όταν δεν έχει πολύ δουλειά μπορεί να πιάσει και τη λύρα του για να παίξει καμιά μαντινάδα. «Πού να θυμάμαι την ιστορία του μαγαζιού», λέει. «Πριν από 40 χρόνια το άνοιξα, τότε που όλα τα σπίτια εδώ γύρω ήταν διώροφα, με κεραμίδια, και απαγορευόταν να χτίσουν αυτά που ήταν στη θάλασσα. Ήμουν ναυτικός πιο πριν, στο πολεμικό. Είχαμε κατέβει στον πόλεμο του Ιράν-Ιράκ. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι οβίδες γύρω μου, είπα στον εαυτό μου: “ας τη γλιτώσω να πάω πίσω στη στεριά κι ας γίνω και λούστρος”, θυμάται. «Από τότε άραξα εδώ κι ας έχω πάρει σύνταξη. Κάθε μέρα εδώ βρίσκομαι, εκτός απ’ όταν κατεβαίνω στην Κρήτη για να φέρω νοστιμιές».
Ο κύριος Κώστας, μαζί με τη γυναίκα του, τη Νίκη, έχουν φτιάξει και διατηρούν ένα περιποιημένο, απλό και αυθεντικό στέκι με πεντανόστιμο φαγητό. Δεν έχουν πολλά πράγματα, αλλά είναι όλα φρέσκα και γευστικά. Πλούσια χωριάτικη σαλάτα για αρχή, με χοντροκομμένες ζουμερές ντομάτες, τραγανά αγγούρια, μπόλικο κρεμμύδι, μυζήθρα από την Κρήτη, μικρές ελιές από το χωράφι τους και ελαιόλαδο από το ελαιοτριβείο στο χωριό τους, τα Καλύβια Μονοφατσίου στο νότιο Ηράκλειο. Ακολουθούν τα τηγανητά: Πατάτες κομμένες στο χέρι και τηγανισμένες σε φρέσκο ελαιόλαδο. Καλαμαράκια τραγανά και μαλακά και δίπλα γαρίδες, γλυκές και ζουμερές, το σήμα κατατεθέν του ουζερί. Όταν έχει, βγάζει και απάκι από το νησί. Ψαράκια ψήνει όταν ο Μιχάλης ο ψαράς, που έρχεται κάθε πρωί από τον αποκάτω όρμο, έχει πιάσει κανένα μπαρμπούνι ή άλλο μικρό. Όσο δοκιμάζουμε και χαζεύουμε τη θέα, με πλησιάζει ο κύριος Κώστας και μου λέει: «Έλα να δεις πώς κάνω τους μπουμπουριστούς! Εγώ τους μάζεψα». Σε ένα τηγάνι με ελαιόλαδο που καίει βάζει τα σαλιγκάρια, ρίχνει από πάνω μπόλικη ρίγανη και αλάτι, μετά ξύδι, ανακατεύει και σκεπάζει για λίγα λεπτά. «Έλα να σου βάλω και τσικουδιά, κατευθείαν από το καζάνι την έφερα. Πίνεις ένα σφηνάκι και μπαμ και κάτω!», αστειεύεται. Όντως, η τσικουδιά είναι γευστική, ευκολόπιοτη και ανεβάζει τη διάθεση.
Σαν εικόνα άλλης εποχής
Στο διπλανό τραπέζι κάθονται ο Θόδωρας και ο Δημήτρης, που έρχονται σχεδόν κάθε μέρα στο μαγαζί -ο ένας από το Χαλάνδρι μάλιστα-, για να δουν τον φίλο τους, να τσιμπίσουν μεζεδάκια και να θυμηθούν τα παλιά, τότε που ψαρεύανε κάτω στον όρμο. Εκεί βρίσκεται ο όμιλος ερασιτεχνών ψαράδων και μαζεύονται κάθε πρωί και απόγευμα ψαράδες και συνταξιούχοι για να πούνε τα δικά τους. Κάποιοι κάνουν και μπάνιο, ειδικά το καλοκαίρι. Είναι όμορφα και γραφικά και το λευκό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου με τις γαλάζιες λεπτομέρειες μας ταξιδεύει σε νησί. Τουρίστες σταματάνε για να βγάλουν φωτογραφίες, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής απολαμβάνουν τη βόλτα τους. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, χαιρετιούνται, σταματάνε για να αγναντέψουν τη θάλασσα, να πάρουν μια ανάσα και να συνεχίσουν τη μέρα τους.
«Τον καιρό εκείνο ήταν αλλιώς τα πράγματα, όχι καλύτερα ή χειρότερα, απλά διαφορετικά», μας λέει ο κυρ Θόδωρας, ενώ αρχίζουν και έρχονται οι πελάτες. Τα σαββατοκύριακα γίνεται χαμός εδώ, αλλά τις καθημερινές τα πρωινά συχνάζουν αυθεντικοί τύποι που πίνουν νες καφέ καραβίσιο από τα χεράκια του κύριου Κώστα, λένε ιστορίες και πετάνε πειραιώτικες ατάκες.