Σε έναν κάθετο δρόμο στη λεωφόρο Κηφισίας, χωμένο σε μια γειτονιά στο Κάτω Χαλάνδρι, βρίσκεται «Ο Καυτερός», ένα σουβλατζίδικο ανάμεσα σε γραφεία και πρεσβείες, κάτω από μια παλιά πολυκατοικία με παράξενη στοίχιση στους ορόφους της. Βλέποντας το μαγαζί από μακριά μετά τις 7 το απόγευμα καταλαβαίνεις ότι κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει εκεί: ο κόσμος περιμένει σε ουρά για να εξυπηρετηθεί ή για να πάρει «πακέτο» για το σπίτι. Στον Καυτερό χρειάζεται να είσαι οπλισμένος με υπομονή, γιατί όλα φτιάχνονται τη στιγμή που τα παραγγέλνεις. Αυτό είναι ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του. Το άλλο είναι η κόκκινη σάλτσα που έγινε από την αρχή η σπεσιαλιτέ του.
Το μαγαζί το άνοιξε το 1968 ο Ιορδάνης, αυτός που εφηύρε την περίφημη καυτερή σάλτσα, η οποία έκανε τότε, το μαγαζί διάσημο σε όλη την Αθήνα. Η γυναίκα του Ιορδάνη ήταν από την Κωνσταντινούπολη και η σάλτσα ήταν δική της πατέντα, εμπνευσμένη από την πολίτικη κουζίνα. Είναι η ίδια σάλτσα που σερβίρεται και σήμερα, απαράλλαχτη, παρόλο το μαγαζί άλλαξε χέρια εδώ και χρόνια.
Ο Βασίλης που είναι ο σημερινός ιδιοκτήτης του αγόρασε τη μυστική συνταγή μαζί με το μαγαζί το 1986 και από τότε φτιάχνει ένα από τα πιο ιδιαίτερα σουβλάκια των βορείων προαστίων. Γέννημα-θρέμμα Κηφισιώτης, ανέλαβε το μαγαζί σε πολύ νεαρή ηλικία, μόλις τέλειωσε το σχολείο. «Είχα δώσει πανελλήνιες και είχα περάσει Λογιστική σε μια σχολή στις Σέρρες», θυμάται. «Δεν ήθελα να πάω, το ανακοίνωσα στον πατέρα μου και του είπα “Θα ψάξω να βρω μια δουλειά στην Αθήνα”. Αυτός πρότεινε να με βοηθήσει να ανοίξω δικό μου μαγαζί. Πήρα μια εφημερίδα και ψάχνοντας στις αγγελίες είδα ότι πουλούσαν διάφορα σουβλατζίδικα: σουβλατζίδικο με κήπο, σουβλατζίδικο σε όροφο, ξαφνικά είδα μία αγγελία που έγραφε απλά “πωλείται σουβλατζίδικο”», λέει και γελάει. «Μου κέντρισε το ενδιαφέρον, πήρα τηλέφωνο, έμαθα ότι είναι στο Χαλάνδρι, πήγα, το είδα και από τότε είμαστε εδώ» λέει ο Βασίλης. «Δεν με γέλασε το ένστικτό μου γιατί δεν περνάει μέρα που ο Καυτερός να μην έχει κόσμο».
Η συνταγή για τη σάλτσα είναι επτασφράγιστο μυστικό και την ξέρουν μόνο ο Βασίλης και η μητέρα του, που την ετοιμάζει κάθε μέρα σε μια μεγάλη κατσαρόλα. Το μόνο που αποκαλύπτει είναι ότι έχει διάφορα πιπέρια και είναι καυτερή. Παρόλο που είναι μια σάλτσα για μυημένους και φανατικούς του καυτερού, είναι εθιστική από την πρώτη φορά που τη δοκιμάζεις, ακόμα και αν δεν σου αρέσουν τα πικάντικα. Με την πρώτη μπουκιά προκαλεί ένα έντονο αλλά γλυκό κάψιμο που μετά από λίγο περνάει και θέλεις κι άλλο.
Εκτός από την μητέρα του Βασίλη στο σουβλατζίδικο δουλεύουν και άλλες γυναίκες που αποτελούν την πλειονότητα των εργαζομένων, πράγμα σπάνιο σε σουβλατζίδικο. Έχουν αναλάβει πόστα στο ψήσιμο, στο τύλιγμα και στο σέρβις και όλα λειτουργούν ρολόι. Τα πάντα ψήνονται στα κάρβουνα. Βοηθάει και ο πατέρας του Βασίλη με ετοιμασίες όπως το καθάρισμα του κρεμμυδιού.
«Είμαι μέσα-έξω συνέχεια» λέει, «θέλω να τσεκάρω τι τρώει ο πελάτης, αν έχει παράπονα, αν είναι ευχαριστημένος. Οι πιο πολλοί έρχονται από παιδιά εδώ και ξέρω τις ιδιαιτερότητες όλων. Έρχονται διάφορες διασημότητες να φάνε, μια φορά είχε έρθει και ένας από τους γιους του τέως βασιλιά».