To 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου ξεκίνησε χθες με την ταινία «Στη Φωτιά» του σκηνοθέτη Τραν Αν Χουνγκ, δίνοντας το σύνθημα για να στηθεί, για μία ακόμη χρονιά, μια μεγάλη γιορτή στην πόλη. Διότι αυτό είναι το συγκεκριμένο Φεστιβάλ, μια γιορτή δέκα ημερών που δίνει στη Θεσσαλονίκη έναν πρωτόγνωρο παλμό κι έναν διεθνή αέρα. Φέτος, συμμετέχουν έξι αίθουσες, τρεις στο λιμάνι, δυο στην πλατεία Αριστοτέλους στο Ολύμπιον, και μία πιο ανατολικά προς τον Λευκό Πύργο, στον κινηματογράφο «Μακεδονικόν». Πέριξ των αιθουσών, από τις πρώτες μεσημεριανές προβολές μέχρι τις βραδινές, σχηματίζονται σε κοντινή απόσταση πιάτσες με σινεφίλ, όπου παρέες συζητούν για το πρόγραμμα και διασκεδάζουν μετά τις ταινίες.
Λιμάνι και Λαδάδικα
Ξεκινώντας από το λιμάνι, κλασικό στέκι για όλες τις ώρες της ημέρας είναι το Kitchen Bar (Αποθήκη Β, Λιμάνι), το οποίο σερβίρει από brunch μέχρι πίτσες και κοκτέιλ. Είναι ένας άνετος χώρος, με θέα στη θάλασσα, ευγενικό σέρβις και χαλαρή ατμόσφαιρα, ιδανική για κουβέντα. Στη νοητή ευθεία, βόρεια από το λιμάνι υπάρχουν τα Λαδάδικα, όπου ένα τους κομμάτι έχει εξελιχθεί την τελευταία τριετία σε μια πολύ ενδιαφέρουσα γαστρονομική πιάτσα. Εκεί, γειτονεύουν το ψαροφαγικό εστιατόριο Τrizoni Exclusive (Δόξης 1 & Σαλαμίνος 12), ο εσωτερικός χώρος του οποίου προσφέρει μια αναγκαία θαλπωρή για τον χειμώνα –επιβάλλεται η πηχτή ψαρόσουπα με ψάρια ημέρας στην αρχή κάθε δείπνου–, το Χαρούπι (Δόξης 4) του σεφ Μανώλη Παπουτσάκη, ο οποίος επανασυστήνει την αγαπημένη του κρητική κουζίνα, και το Συν Τροφή (Δόξης 7). Στο τελευταίο, επιμένουν να τα φτιάχνουν όλα με τα χέρια τους.
Φυσικά κρασιά, μεγάλη ποικιλία με μπίρες και συνήθως ηλεκτρονική μουσική. Εδώ θα γίνει και το πάρτι λήξης του φετινού Φεστιβάλ. Άλλη μια νεανική πιάτσα, με διάθεση για χορό και φλερτ, έχει αναπτυχθεί στην οδό Βεροίας, κάτω ακριβώς από την Φράγκων. Στον κλασικό πλέον Γορίλα (Βεροίας 3) θα απολαύσετε κάποια από τα πιο καλομαγειρεμένα κοκτέιλ της πόλης, ενώ στο ρετρό Romantzo (Βεροίας 2) θα χορέψετε ως το ξημέρωμα.
Για ποτά, το φρέσκο ΥΔΡΟ (Ναυάρχου Κουντουριώτου 11) έχει μία από τις πιο γοητευτικές ατμόσφαιρες στην πόλη, με ζευγάρια φοιτητών να μπλέκονται αρμονικά με παρέες καλοντυμένων σαραντάρηδων. Αν είστε τυχεροί, μπορεί να πετύχετε και κάποιο live. Ανηφορίζοντας την οδό Κατούνη, φτάνουμε στο Ύψιλον (Εδέσσης 5), το οποίο αποτελεί έναν από τους πυρήνες των δημιουργικών ανθρώπων της Θεσσαλονίκης.Η γειτονιά του ντιζάιν
Συνεχίζοντας να κινούμαστε βόρεια, πριν φτάσουμε στην Εγνατία, συναντούμε το μικρό στενάκι της Πάικου. Η άφιξη το 2021 του σχεδιαστικού γραφείου «Beetroot» έδωσε άλλον αέρα στη γειτονιά, αφού εκτός από την πλήρη ανακαίνιση του χάνι του Ισμαήλ Πασά, ένα κτίριο του 1905 χαρακτηρισμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «μνημείο», συνοδεύτηκε σταδιακά και με την προσθήκη δύο στυλάτων μαγαζιών. Στο ομώνυμο καφέ, που λειτουργεί από την πλευρά της Συγγρού (Συγγρού 8), και το οποίο με τη μινιμαλιστική του διακόσμηση και τις αφίσες των βραβευμένων παντζαριών θυμίζει αίθουσα μουσείου μοντέρνας τέχνης, εκτός από καφέ και φυσικά κρασιά, το μενού περιλαμβάνει και επιλεγμένες λιχουδιές του σεφ Βασίλη Χαμάμ, βασισμένες σε εποχικά υλικά -– αλησμόνητη η τάρτα πράσου με φυστίκι.
Δήμος Καλαϊτσίδης, δίνει προτεραιότητα στη γεύση. Λάτρης της κατσαρόλας, μεσημέρι-βράδυ φιλεύει τους καλεσμένους του πιάτα μαγειρευτά, όπως το χουνκιάρ.
Από την κάτω γωνία, λειτουργεί το αδελφάκι του καφέ, το εστιατόριο Poster (Πάικου & Συγγρού), όπου ο Βασίλης Χαμάμ ξεδιπλώνει καθημερινά το μαγειρικό του ταλέντο, είτε με πιάτα ημέρας είτε με σταθερές αξίες, όπως το ταρτάρ προβατίνας με κρόκο αυγού. Ενδιαφέρουσα και η λίστα με τα φυσικά κρασιά που επιμελείται η οινοποιός Χλόη Χατζηβαρύτη, ενδιαφέρον και το γεγονός ότι μπορείς να καθίσεις μόνος σου στη μικρά μπάρα μπροστά από την ανοιχτή κουζίνα και να μην αισθανθείς μοναξιά. Από την άλλη γωνία της Πάικου, όπου το βράδυ όταν την περπατάς είναι τόσο κινηματογραφική που νομίζεις ότι πρωταγωνιστείς σε ταινία, βρίσκεται το εστιατόριο Τρία Γουρουνάκια (Καποδιστρίου 7). Χαμηλών τόνων ο σεφ του με καταγωγή από τον Πόντο,Πλατεία Αριστοτέλους
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά περπάτημα, μέσω της οδού Βασιλέως Ηρακλείου, όπου αν θέλετε να τσιμπήσετε κάτι γρήγορο κάντε μια στάση στο Delifish by Trizoni (Βασιλέως Ηρακλείου 33) για χταπόδι κεμπάμπ και μπέργκερ τόνου, θα φτάσετε εκεί που χτυπάει η καρδιά του Φεστιβάλ, στην πλατεία Αριστοτέλους και στον κινηματογράφο «Ολύμπιον». Πριν ή μετά τις προβολές, θα συναντήσετε πολύ κόσμο στο Δωμάτιο με Θέα, εντός του Ολύμπιον, για ένα ποτό και κουσκούσι. Ακριβώς από κάτω, στην ανατολική γωνία της πλατείας Αριστοτέλους είναι το Ολύμπιον, άλλο ένα κλασικό στέκι που λειτουργεί από το πρωί για καφέ και πρωινό και φτάνει μέχρι αργά το βράδυ. Βρισκόμενοι στο πιο κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης, οι επιλογές σε μια ακτίνα διακοσίων μέτρων είναι πολλές.
Στην Καρόλου Ντηλ, πίνουμε ποτό στο Apallou (Καρόλου Ντηλ 10), με την πολύ ωραία μπάρα, και στο νεοφερμένο Flappers 1920’s (Καρόλου Ντηλ 22), ένα καλό κοκτεϊλάδικο με ατμόσφαιρα αμερικάνικου νότου. Για πιο ήρεμη κατάσταση, ενδείκνυται το εστιατόριο του ξενοδοχείου «MonΑsty» (Βασιλέως Ηρακλείου 45). Στο Botargo, όπου η κουζίνα κλείνει γύρω στις 22:30, θα έχετε πολλές νόστιμες επιλογές, από σούπα ημέρας μέχρι μανέστρα γαρίδας και μάγουλα μαύρου χοίρου. Στη Λεωφόρο Νίκης, μια κατηγορία μόνος του είναι ο ιστορικός Θερμαϊκός (Λεωφόρος Νίκης 21). Δεν θα μιλήσετε ακριβώς για τις ταινίες, αλλά θα πιείτε ποτά με παιχνιδιάρικα τουίστ, όπως το αξέχαστο νεγκρόνι αρωματισμένο με πιπεριά Φλωρίνης, θα ακούσετε δυνατή μουσική και θα βρεθείτε μαζί με ενδιαφέρουσες φάτσες. Και αν τυχόν νιώσετε κάποια ξαφνική μελαγχολία –συμβαίνει μετά από μια συγκινητική ταινία του Φεστιβάλ– η θάλασσα είναι εκεί για να «καπακώσει» κάθε αρνητικό συναίσθημα.
Το σύμπαν του «Μακεδονικόν»
Στην άλλη πλευρά της πόλης, γύρω από τον κινηματογράφο «Μακεδονικόν», ο οποίος στεγάζεται σε ένα διατηρητέο κτίριο του 1930, υπάρχουν διάφορα σημεία συνάντησης. Στο νεανικό Dope (Αλεξάνδρου Σβώλου 46) δίνουν έμφαση στη μουσική και στα κοκτέιλ. Στο ουζερί Λόλα (Αγαπήνου 10) απέναντι από την εκκλησία της Υπαπαντής, στήνονται μεγάλες παρέες στο πι και φι για τσίπουρο, ούζο και εκλεκτούς ψαρομεζέδες. Και λίγο πιο κάτω, στην πλατεία Ιωάννου Δέλλιου, θα πιείτε μαργαρίτες και νεγκρόνι στο Peach Boy. Αν έχει καλό καιρό, οι βραδιές στα μπλε εξωτερικά τραπεζάκια κάτω από τα δέντρα, έχουν κάτι μυστηριακό. Σαν να σταματάει ο χρόνος και να τηλεμεταφέρεσαι σε ένα ονειρικό σύμπαν, άγνωστο μα φιλόξενο. Εκεί που συναντάς τον εαυτό σου, μετά από μια καλή ταινία με ωραία συντροφιά.