Έχει κι ατμόσφαιρα και ωραία ενέργεια το The Dalliance House, που βρήκε το πόστο του πριν από εννιά χρόνια σ’ ένα όμορφο κηφισιώτικο αρχοντικό του 1890. Σ’ ένα δικό του μεσοδιάστημα κάπου ανάμεσα στο κλασικό και στο μοντέρνο, στο παλιό και στο καινούργιο, στο πολυτελές και στο πιο χαλαρό, αυτό το καφέ, μπαρ κι εστιατόριο στήνει μικρά σκηνικά σε κάθε του γωνιά, μπλέκοντας χρώματα, στιλ και εποχές. Τα χαλιά που είναι στρωμένα μπροστά στο μπαρ, οι τοίχοι με τα κόμικς παραμέσα, οι animal print πολυθρόνες δίπλα στο τζάκι που καίει στο πάνω επίπεδο τώρα με τα κρύα – όπου και να κοιτάξεις το βλέμμα σου τραβάει κάτι διαφορετικό. Τελευταία o χώρος ανανεώθηκε, προσθέτοντας νέα στοιχεία και στα δύο του επίπεδα. Παράλληλα άλλαξε κι η κουζίνα, από την οποία έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια διάφοροι σεφ, στρέφοντάς την προς διάφορες κατευθύνσεις. Την επιμέλειά της ανέλαβε ο Γιάννης Παρίκος, από τα χέρια του οποίου έχουμε φάει σε ουκ ολίγα γαστρονομικά εστιατόρια, δίνοντας της μοντέρνο διεθνή χαρακτήρα και διανθίζοντας τα πιάτα με ελληνικά υλικά.
Το βραδινό μενού (το μεσημεριανό, παρότι μοιράζεται μαζί του κάποιες συνταγές, είναι πιο χαλαρό) ανοίγει τα χαρτιά του με ζουμερά χτένια που πάντα τα αγαπούσε ο σεφ. Έρχονται σκεπασμένα με πούδρα τόνου, που τους δίνει μια αλμυρή νοστιμάδα και ισορροπεί όμορφα με τις γήινες νότες του ραγού μανιταριών και του τοπιναμπούρ σε τρεις εκδοχές – πουρέ, πίκλα και τσιπς. Ένα άλλο πιάτο όπου συναντούνται γη και θάλασσα είναι μια διαφορετική, πολύ ευχάριστη πατατοσαλάτα με όμορφα χρώματα, ένα «μωσαϊκό» με πατάτες κλασικές και μοβ, καπνιστό χέλι, ελαφρά πικάντικη κρέμα τσορίθο και πίκλες σιναπόσπορου. Το τραγανό, παναρισμένο με πάνκο αυγό, που σερβίρεται πάνω σε ραγού μανιταριών και κρέμα πατάτας, με γραβιέρα Κρήτης και τρούφα, είναι από εκείνα τα πληθωρικά πιάτα με την καθησυχαστική δύναμη του comfort food στα οποία κανείς δε λέει όχι. Μόνο στο μοσχάρι ταρτάρ έχω μια μικρή ένσταση. Είναι καλοαρτυμένο, αλλά έτσι όπως έρχεται σερβιρισμένο πάνω σε ένα βουτυράτο «μιλφέιγ» πατάτας, «χάνεται» λίγο. Η πατάτα είναι πολλή. Νομίζω ότι κάποιος που θα παραγγείλει ταρτάρ περιμένει το κρέας να έχει τον πρώτο ρόλο.
Το ριζότο με κολοκύθα, ροκφόρ και copa μαύρου χοίρου είναι ωραία χυλωμένο και γλυκοφάγωτο. Το ζουμερό φιλέτο τσιπούρας με την τραγανή κρούστα το καραμελωμένο κουνουπίδι, τις σταφίδες και τη λεπτή αρωματική σάλτσα με μάραθο και κάρι είναι μια ακόμη ενδιαφέρουσα στιγμή του μενού, ενώ και το βιολογικό κοτόπουλο με κρούστα μαντζουράνας, που σερβίρεται με fregola sarda, μανιτάρια σιτάκε και κρέμα παρμεζάνας είναι ωραίο πιάτο – αν και στην περίπτωσή μας τουλάχιστον, ήταν παραπάνω αλμυρό. Στα επιδόρπια εκείνο το καραμελωμένο τσουρέκι με τις φετούλες καραμελωμένης μπανάνας, τη γλυκόξινη σπιρτάδα των φρέσκων κόκκινων φρούτων (μύρτιλλα, φραγκοστάφυλλα και σμέουρα) και το παγωτό μπανόφι δεν μπορείς να μην το αγαπήσεις. Λέω να επιστρέψω για το κάποια στιγμή για το brunch, με το άγγιγμα του σεφ κι αυτό, για να δω το εστιατόριο και στα πιο φωτεινά του. Για κάποιο περίεργο λόγο όλες τις φορές που έχω βρεθεί στο Τhe Dalliance House ήταν αφότου σουρουπώσει.