«Έτος ίδρυσης» και αφετηρία καινούργιας ζωής. Για ορισμένους αυτά τα δύο είναι ταυτόσημα. Πόσο ανθεκτική μπορεί να είναι μια επιχείρηση που έχει αναδυθεί μέσα από το κύμα της προσφυγιάς κι από την πύρινη ζώνη της καταστροφής, για να αντέξει στη συνέχεια και πόλεμο και Εμφύλιο, σφοδρές πολιτικές αναταράξεις και άγριες οικονομικές κρίσεις, με επιστέγασμα μια πρωτοφανή πανδημία; Από τι υλικό είναι φτιαγμένοι εκείνοι που τελικά τα κατάφεραν; Έχουν άραγε λάβει μια αναγνώριση εφάμιλλη των κατορθωμάτων τους; Φιλολογικά ερωτήματα που έρχονταν και επανέρχονταν τους τελευταίους μήνες, κάθε φορά που βρισκόμασταν με όλη την ομάδα του Γαστρονόμου γύρω από ένα τραπέζι σύσκεψης. Η κουβέντα φούντωσε ακόμα περισσότερο όταν ξεκινήσαμε να οργανώνουμε, μήνες πριν, το τεύχος του περασμένου Νοεμβρίου, που είχε θέμα τη «Μεγάλη κουζίνα της Μικράς Ασίας». Οι συζητήσεις μας με τους απογόνους Μικρασιατών, οι σοκαριστικές ιστορίες επιβίωσης, οι βουτιές στις βιβλιοθήκες, τα δεκάδες ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία που ξεκοκαλίσαμε, τα φθαρμένα διαβατήρια κι οι καμένες εικόνες που αντικρίσαμε κι ακουμπήσαμε με τ’ ακροδάχτυλά μας, όλα και καθετί, ένα ποτάμι που μας πήρε μαζί του. Φέτος λοιπόν, με αφορμή και την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αισθανθήκαμε ότι είχαμε χρέος να αφιερώσουμε τα Βραβεία Ποιότητας του Γαστρονόμου στον Μικρασιατικό ελληνισμό, που ξεκίνησε να μαγειρεύει το φαΐ στη μία πλευρά του Αιγαίου και το αποτελείωσε στην άλλη.
Ακολούθησαν ταξίδια, δεκάδες γευσιγνωσίες και έρευνα -η απαραίτητη προεργασία για τα βραβεία- με τελικό προορισμό, το μεσημέρι της Κυριακής 4 Δεκεμβρίου, τη Θεσσαλονίκη και τη μόλις ανακαινισμένη Αγορά Μοδιάνο, όπου τελέστηκαν τα 15α Βραβεία Ποιότητας. Φέτος, τιμήθηκαν 11 Έλληνες παραγωγοί τροφίμων, μεταποιητές και έμποροι αλλά και εκπρόσωποι από τον τομέα της λαογραφικής έρευνας και της συγγραφής. Όλοι τους άνθρωποι παθιασμένοι, με όραμα, κέφι και μεράκι για την τέχνη της γαστρονομίας, θεματοφύλακες μιας μεγάλης παράδοσης και μιας σπουδαίας κουζίνας, φορείς ενός πολιτισμού που ξεριζώθηκε βίαια από τις εστίες του, αλλά συνεχίζει να ζει και να απλώνει ρίζες στο παρόν.
Τόσο η «προσφυγομάνα» Θεσσαλονίκη όσο και η Αγορά Μοδιάνο ήταν συμβολικές επιλογές. «Ήταν αυτονόητο κάποια στιγμή τα βραβεία να γίνουν στη Θεσσαλονίκη, και μας αρέσει πολύ αυτή η εικόνα αυτοπεποίθησης και εξωστρέφειας της πόλης που βλέπουμε γύρω μας», τόνισε κατά τη χαιρετιστήρια ομιλία του ο διευθυντής της Καθημερινής, Αλέξης Παπαχελάς. Άλλωστε, είναι η πρωτεύουσα της γαστρονομίας της χώρας μας, «η πρώτη ελληνική πόλη που εντάχθηκε στο Παγκόσμιο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων της UNESCO στον τομέα της γαστρονομίας», όπως επισήμανε και ο παρουσιαστής της φετινής εκδήλωσης, Γιώργος Καπουτζίδης. Όσο για την Αγορά Μοδιάνο, είναι ένα πραγματικό τοπόσημο της πόλης. «Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένα μνημείο αποδίδεται σε εμπορική χρήση στους κατοίκους της», σχολίασε ο Χασδάι Καπόν, γενικός διευθυντής του Ομίλου Φάις, που ανέλαβε την αποκατάσταση του μνημείου και τη διαχείριση της αγοράς, καλωσορίζοντάς μας στη νέα εποχή της Μοδιάνο.
Λίγο πριν αρχίσει η παρέλαση των βίντεο με τις ιστορίες των βραβευμένων, που μας σύστηναν την ιστορία και το έργο του καθενός, στη σκηνή ανέβηκε ο Άγγελος Ρέντουλας, αρχισυντάκτης των γαστρονομικών εκδόσεων της Καθημερινής, για να μοιραστεί μεταξύ άλλων και μια πολύτιμη γνώση, απόσταγμα βιωμένης εμπειρίας της ομάδας του Γαστρονόμου μέσα από τα πολλαπλά ταξίδια της. «Βρισκόμαστε πριν από λίγα χρόνια στη Φλώρινα και ρωτάμε για την τοπική κουζίνα. Είναι η “πρωθιέρεια” εκεί, η γηραιότερη κυρία, που μας λέει το εξής: “Εμείς, παιδάκι μου, δεν ξέραμε να μαγειρεύουμε εδώ. Καμιά πίτα κάναμε, κανένα κρέας, κάνα τουρσί. Οι προσφυγίνες μάς έμαθαν να μαγειρεύουμε”. Αυτή τη διαπίστωση τη συναντάμε 17 χρόνια συνεχώς και δεν υπάρχει σημείο στην Ελλάδα που να μη σκοντάφτουμε πάνω στη μικρασιατική κληρονομιά μας».
Τα φετινά βραβεία ήταν μια πύρινη γιορτή χαράς. «Δεν πρόκειται για μνημόσυνο, γιατί η μικρασιατική παράδοση είναι ζωντανή. Ζει και πάλλεται μαζί μας, ιδίως εδώ στη Θεσσαλονίκη», σημείωσε ο κ. Ρέντουλας, για να προσθέσει επ’ αυτού με τη σειρά του κι ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνος Ζέρβας: «Σήμερα δεν ερχόμαστε μόνο να ανακαλέσουμε μνήμες και να νοσταλγήσουμε, αλλά και να τιμήσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που έφεραν τις παραδόσεις τους και την ποιότητα στην καθημερινότητά μας. Το παρελθόν έρχεται να γίνει παρόν και μέλλον».
Ηρωισμός, μόχθος, τρέλα και καπατσοσύνη, θάρρος και επιμονή είχαν οι άνθρωποι που βραβεύτηκαν φέτος. Τα κοντέρ των επιχειρήσεών τους, σε αρκετές περιπτώσεις, γράφουν τριψήφιο αριθμό ετών λειτουργίας. Η τέταρτη γενιά «κυβερνάει» πλέον το ούζο Veto της Ποτοποιίας Σπέντζα, το ζαχαροπλαστείο Παπαπαρασκευά εξακολουθεί την οικογενειακή παράδοση με την τρίτη γενιά, η οικογένεια Ατλαμάζογλου είναι πέμπτης γενιάς παστουρματζήδες και λένε πως «αυτόν τον παστουρμά δεν τον πειράζουμε, έχουμε ευθύνη να διατηρήσουμε τη συνταγή αναλλοίωτη, όπως ήρθε από την πατρίδα των προγόνων μας, την Καππαδοκία».
Τη σπουδαιότητα της διατήρησης αυτής της παρακαταθήκης ενσαρκώνει η βραβευθείσα με το τιμητικό βραβείο κ. Σούλα Μπόζη με το πολύτιμο συγγραφικό έργο της. Το ίδιο τόνισαν και άλλοι βραβευμένοι, απόγονοι Μικρασιατών. «Αυτό το βραβείο ανήκει δικαιωματικά στον πατέρα μου, που με πολλή δουλειά κράτησε ζωντανή τη μικρασιατική παράδοση των προγόνων μας», είπε ο Ηλίας Γουναρίδης από το εργαστήριο φύλλου και πίτας «Δήμητρα Γουναρίδη». Ενώ και ο Βασίλης Παπαδόπουλος, τέταρτης γενιάς χαλβαδοποιός, μας συγκίνησε με λίγες κουβέντες που ξεχείλιζαν ευγνωμοσύνη: «Προσπαθώ να κουβαλήσω αυτό το δύσκολο έργο, είμαι πολύ περήφανος για τη δουλειά μου και εύχομαι μελλοντικά να πάρω κι εγώ το βραβείο που μου αξίζει. Αυτό το βραβείο ανήκει στον πατέρα μου».
«Οι πρόγονοί μας μέσα στην καταστροφή κράτησαν και μας μετέδωσαν τους θησαυρούς που έφεραν στο μυαλό και στην ψυχή τους», είπε η λουκουμοποιός δεύτερης γενιάς Ντίνα Συκουτρή, παραλαμβάνοντας μαζί με τους συναδέλφους της το ειδικό βραβείο που δόθηκε στις έξι λουκουμοποιίες της Σύρου για τη συνέχιση της παραγωγής αυτού του παραδοσιακού προϊόντος-συμβόλου ενός ολόκληρου νησιού. Η κ. Βασιλική Αδαμίδου, διευθύντρια Επικοινωνίας και Εταιρικής Υπευθυνότητας της Lidl Ελλάς, τους απένειμε το βραβείο, σχολιάζοντας πως το λουκούμι, η «εθνική μας γεύση», είναι ένα προϊόν που «ταξιδεύει την Ελλάδα και τις Κυκλάδες στα πέρατα του κόσμου».
«Γιορτάζει το υγιές επιχειρείν, γιορτάζει κι η γαστρονομία», σχολίασε ο Σταύρος Καλαφάτης, υφυπουργός Εσωτερικών, καθώς ακολούθησαν οι βραβεύσεις επιχειρήσεων που, με εφαλτήριο την παράδοση, καινοτομούν ποιοτικά και προοδεύουν σταθερά, όπως το ξηροκαρπάδικο «Ο Ηρακλής», η μελισσοκομική μονάδα Bee Naturalles, το καφεκοπτείο Mokka και το Κεφίρ Υγιεία. Ως επίλογο της απονομής, ο κ. Σάμι Φάις, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Φάις, είπε: «Ο Γαστρονόμος δεν είναι απλώς ένα περιοδικό, αλλά ένας θεσμός ο οποίος υποστηρίζει τη γαστρονομική παράδοση της Ελλάδας».
Τι γεύση μάς άφησαν τα φετινά βραβεία; Όπως πολύ όμορφα τοποθετήθηκε η αντιπεριφερειάρχης Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, η Ολυμπιονίκης Βούλα Πατουλίδου, «η Αγορά Μοδιάνο είναι ένας χώρος συγκερασμού ιστορίας, ένα κράμα λαών που μπόρεσαν να συμβιώσουν, να συνυπάρξουν και να δημιουργήσουν μνήμες. Και ξέρετε ποια μνήμη είναι πολύ δυνατή; Η μνήμη της γεύσης. Ποτέ δεν ξεχνάς τη γεύση που έχει ένα πολύ αυθεντικό υλικό». Με τέτοια υλικά και συνταγές εμπνευσμένες από τα μικρασιατικά προικιά μας, οι σεφ του Γαστρονόμου Λευτέρης Λαζάρου, Χριστόφορος Πέσκιας, Νένα Ισμυρνόγλου, Αστέριος Κουστούδης, Σωτήρης Ευαγγέλου, καθώς επίσης και οι σεφ Βαγγέλης Αλούπης, Σάκης Βενέτης, Γιώργος Βαγιωνάς κατά το δεύτερο σκέλος της εκδήλωσης ετοίμασαν και κέρασαν τους παρευρισκομένους μεζέδες που μας ταξίδεψαν στη μνήμη της γεύσης.
Στη φωτογραφία ανοίγματος: Οι φετινοί βραβευμένοι παραγωγοί και επιχειρηματίες σε μια αναμνηστική φωτογραφία μπροστά στην είσοδο της Αγοράς Μοδιάνο. Για πρώτη φορά τα βραβεία πραγματοποιήθηκαν «εκτός έδρας» στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη, και συνέπεσαν με τα εγκαίνια της Αγοράς.