Έχοντας διασχίσει μια απόσταση 19 ναυτικών μιλίων από την Αιγιάλη Αμοργού έως την Κίναρο, δέσαμε μετά από κάνα δίωρο στο λιμανάκι Πνιγκό και αποβιβαστήκαμε μπροστά στο σπίτι της κυρα-Ρηνιώς. Κρατούσα ένα κουτί με πάστες κι εκείνη είχε μαγειρέψει κατσικομακαρονάδα. Κάναμε βεγγέρα μες στη μέση της θάλασσας, σε ένα νησί με μία μόνο κάτοικο. Το νιώσαμε κατόρθωμα, αλλά μόνο μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιήσαμε πως το αληθινό κατόρθωμα είναι να ζεις 365 μέρες τον χρόνο ολόμονος σε μια βραχονησίδα, σε σχεδόν πρωτόγονες συνθήκες και με αρκετές από τις στοιχειώδεις ανάγκες ενός σύγχρονου ανθρώπου να καλύπτονται εξαιρετικά ανεπαρκώς. Αλλαγή δεδομένων λέγεται αυτό. Ανατολικά της Αμοργού και δυτικά της Λέρου και της Καλύμνου, στο αρχιπέλαγος των Δωδεκανήσων. Είναι εύκολο να εντοπίσεις την Κίναρο στον χάρτη, αλλά εξαιρετικά δύσκολο να την προσεγγίσεις, γιατί είναι ανοιχτό πέλαγος και τα μελτέμια είναι δυνατά. Μετά από ένα θαλασσοδαρμένο, δύσκολο ταξίδι, καθισμένοι πια στην αυλή της, που είναι μαζί αποθηκευτικός χώρος, καθιστικό, τραπεζαρία και κουζίνα, μας έβγαλε νεράκι δροσερό και καφέ ελληνικό και μας διηγήθηκε την ιστορία της.
Η μοναδική σημερινή κάτοικος της Κινάρου ζει σε έναν παλιό καφενέ ψαράδων, μια κάμαρη όλη κι όλη, στερεωμένη στον τσιμεντένιο ντόκο όπου τα καλοκαίρια δένουν τα ψαράδικα. Γεννήθηκε το 1945 στην Αμοργό, ήταν μία από τις έξι κόρες του Γιώργου και της Ακαθής Θηραίου, γεωργών και κτηνοτρόφων, μόνιμων κατοίκων της Κινάρου. Η κυρα-Ρηνιώ ήρθε 9 ημερών στο νησί και εκεί έκανε τα πρώτα της βήματα σε χώματα τραχιά και άγονα, σπαρμένα με πέτρα, σε έναν ακατέργαστο τόπο που δεν χαρίζεται, που θέλει κόπο και σκληρή δουλειά για να τον κατακτήσεις. Εκεί, στα κατσάβραχα, πρέπει να έχει κανείς γερά κότσια για να τα βγάλει πέρα δίχως καν τρεχούμενο νερό και αποχετευτικό σύστημα, με ρεύμα που τροφοδοτείται από φωτοβολταϊκά, επικοινωνία με τον «έξω κόσμο» μόνο μέσω δορυφορικού τηλεφώνου και, αν ο καιρός το επιτρέψει και προσεγγίσει το καΐκι του επιδοτούμενου δρομολογίου από την Αμοργό, με τις βασικές προμήθειες να καταφθάνουν στην καλύτερη περίπτωση μία φορά την εβδομάδα.
Από την αυγή έως το σούρουπο
Όταν έχει απανεμιά, η κυρα-Ρηνιώ κάθεται κι αγναντεύει με τις ώρες την μπούκα του στενού κόλπου Πνιγκό, στο βάθος του οποίου βρίσκεται το σπιτάκι της, πλάι σε μια μικρή παραλία. Με τις μπουνάτσες απαγκιάζουν εκεί καΐκια με φίλους ψαράδες ή και σκάφη αναψυχής που φουντάρουν αρόδου, αλλά με τις φουρτούνες μπορεί να κάνει μήνες να δει άνθρωπο. Άλλες φορές πάλι, δεν της φτάνουν οι ώρες της ημέρας για να κανονίσει τις δουλειές της. Ώσπου να βάλει δυο πετρόψαρα στην παλιά κατσαρολίτσα στην γκαζιέρα της αυλής της να βράσουν με αλμυρό νερό για να τα κάνει σούπα, πρέπει να σκαρφαλώσει τρέχοντας στις δύσβατες πλαγιές του ξερόβραχου για να ποτίσει και να ταΐσει τα ζώα της, πριν πέσει το σούρουπο. Εκτός από τη σκυλίτσα της τη Σίβα, η κυρα-Ρηνιώ έχει στο κοτέτσι της μία ντουζίνα κότες και σκόρπια στις πλαγιές βόσκουν καμιά διακοσαριά σκληροτράχηλα κατσικοπρόβατα, κάποια φερτά, κάποια ντόπια, άγρια και ήμερα μαζί, μπασταρδεμένα όλα πια. Κατά τα άλλα, «τίποτα δεν φυτρώνει πια εδώ», όπως λέει η ίδια, «ο ήλιος τα καίει όλα». Πέρα από μια χαρουπιά, φραγκοσυκιές, κάτι αγριοσυκιές, φρύγανα και μερικές αμπελιές με Μοσχάτα, Φράουλες, Βουδόματα και σταφίδες, η Κίναρος είναι κρανίου τόπος.
Μέρες νοσταλγίας
Είναι κι εκείνες οι μέρες που η νοσταλγία είναι κατάφωρη. Θυμάται τον άντρα της τον Μικέ, που τον έχασε το 2013. Ανηφορίζει προς τον παλιό, εγκαταλελειμμένο οικισμό πιλαλώντας σαν το κατσίκι. Εκεί, στη μικρή βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του 1878, που την έχτισε ο προπάππους της Μιχάλης Δαβής, ανάβει μέρα παρά μέρα ένα κεράκι εις μνήμην. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς έχει στηθεί και το μνημείο για τους υποπλοιάρχους Αναστάσιο Τουλίτση και Κωνσταντίνο Πανανά, και τον χειριστή ραντάρ επιφανείας σημαιοφόρο Ελευθέριο Ευαγγέλου, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους στις 11 Φεβρουαρίου του 2016, όταν συνετρίβη στην Κίναρο το ελικόπτερο Agusta Bell 212 του Πολεμικού Ναυτικού. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται κι ερημώνει το παλιό σπίτι όπου έμενε όταν ήταν παιδί και ζούσαν οι γονείς της, και τα γκρέμια τώρα πια, που ήταν τα σπίτια των τότε γειτόνων τους.
Ανεμίζει κι εκείνη δίπλα στη σημαία της
Στο δύσκολο ταξίδι της επιστροφής μας σκεφτόμουν πως η κυρα-Ρηνιώ με το γάργαρο γέλιο της, που αντηχούσε κελαρυστό σε ολόκληρο το νησί, πήρε μια απόφαση γενναία: έμεινε εκεί πεισματικά να φυλάει Θερμοπύλες, να καλοδέχεται κόσμο και ύστερα πάλι να κουνάει μαντίλι. Όσο υπάρχει κι αναπνέει πάνω στο νησί που έχει από μόνη της αναλάβει το χρέος να περιφρουρεί, η Κίναρος δεν είναι απλώς μια σταγόνα στον ωκεανό, αλλά ένα κομμάτι παλλόμενης Ελλάδας. Την παρατηρούσα όπως ξεμακραίναμε με το καΐκι, ντυμένη με μια πολυφορεμένη μαρινιέρα να στέκει περήφανη στην ακροθαλασσιά. Μου φάνηκε ίδια με ελληνική σημαία.
«Κυρα-Ρηνιώ, γιατί δεν φεύγετε από εδώ, δεν σας πειράζει η μοναξιά; Δεν φοβάστε;» τη ρώτησα λίγο πριν μπω στο καΐκι. Η απάντησή της δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες: «Δεν φεύγω, κόρη μου, το σπίτι μου είναι εδώ. Κι ένα τσουβάλι με λίρες να μου έδιναν, εγώ θα το έδινα στους φτωχούς και δεν θα πήγαινα πουθενά». Τι πάθος, τι πείσμα, τι αγάπη είναι αυτή για τον τόπο της! Και πράγματι, ούτε στα Βραβεία μας κατόρθωσε να έρθει, παρότι ήταν ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα της βραδιάς. Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν είχε πού να αφήσει τα ζώα της, που τώρα γεννούσαν κι ήθελαν συνεχή φροντίδα. Μας έστειλε όμως την κόρη της, την Ακάθη, από την Κάλυμνο μαζί με τους χαιρετισμούς και την αγάπη της.