Είναι πρωί Σαββάτου και στο σπίτι της Αθηνάς Κουμπρίδου-Λιβανού οι ετοιμασίες για τα γενέθλια της κόρης της Ελεονώρας, που κλείνει τα δύο, έχουν ξεκινήσει από νωρίς. Η μικρή τρέχει χαρούμενη με το φρουφρουδένιο της φόρεμα να μας υποδεχτεί. Ο μεγάλος της αδελφός Γιάννης βοηθάει φέρνοντας τα σκεύη στη μαμά του. Η γιαγιά Ελεονώρα συντονίζει τις εργασίες και η προγιαγιά Ντίνα κάθεται στωικά, παρακολουθεί και, όταν χρειάζεται, δίνει οδηγίες ως πιο έμπειρη μαγείρισσα. Τέσσερις γενιές μιας αγαπημένης οικογένειας ετοιμάζουν νόστιμα εορταστικά γλυκά, μοιράζονται τις απίστευτες αναμνήσεις τους από τη ζωή τους σε δύο ηπείρους και μας διηγούνται τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις λιχουδιές που ετοιμάζουν.

εποικιστική ρωσική πολιτική– είχε απευθύνει πρόσκληση σε ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εγκατασταθούν στα νεοαποκτηθέντα της εδάφη, που εκτείνονταν από τις εκβολές του Δούναβη έως την Αζοφική Θάλασσα, φέρνοντας μαζί τους τις συνήθειές τους, τα ήθη και τα έθιμά τους και συνεισφέροντας στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας. Υπάρχει ακόμη αυτή η κοινότητα Ελλήνων στην περιοχή. Μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, πολλοί Έλληνες εκδιώχθηκαν και στάλθηκαν μαζικά στο Καζακστάν. Όλη η οικογένεια της γιαγιάς Ντίνας αναγκάστηκε τότε να μεταναστεύσει. Στο Καζακστάν γνώρισε τον σύζυγό της Πολυχρόνη, επίσης Έλληνα μετανάστη από τον Πόντο, και έζησαν εκεί μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Η κ. Ντίνα Λεβίδη γεννήθηκε το 1932 στο Κρασνοντάρ της Ρωσίας από Έλληνες γονείς με καταγωγή από τον Πόντο. Ήταν μέλη μιας εύρωστης ελληνικής κοινότητας που ζούσε στην περιοχή ήδη από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης. Η αυτοκράτειρα –ακολουθώντας μια σαφή

Στη γιαγιά Ντίνα άρεσε πάντα να μαγειρεύει, αλλά πολύ περισσότερο να φτιάχνει γλυκά. Τα έφτιαχνε όλα μόνη της και τη συνήθεια του να μαζεύονται όλοι μαζί οικογενειακώς, ειδικά σε γενέθλια και γιορτές, την είχαν από παλιά. «Είχα χάσει τη μαμά μου όταν ήμουν τριών και μεγάλωσα με τον πατέρα μου, που όμως έλειπε πολύ συχνά από το σπίτι. Προσπαθούσε να μη μένει για καιρό στο ίδιο σημείο, γιατί κινδύνευε στα χρόνια των εκκαθαρίσεων του Στάλιν να τον πιάσουν. Δεν θα γυρνούσε αν τον έπιαναν. Κανείς δεν γύρισε. Ο πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει όταν μετακομίσαμε με τον πατέρα μου από το Κρασνοντάρ στην πρωτεύουσα της Γεωργίας, το Τμπιλίσι [Τιφλίδα].




Από εκεί έχω τις πρώτες μου αναμνήσεις από μαζώξεις και αυτοσχέδιες γιορτές. Ζούσαμε σε ένα σπίτι που είχε μια μεγάλη αυλή και θυμάμαι μαζευόμασταν όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς. Ήμασταν όλοι από 8 έως 12 χρονών, Ρώσοι, Ουκρανοί, Έλληνες, Γεωργιανοί. Προσπαθούσαμε να ψυχαγωγήσουμε ο ένας τον άλλο, να ξεχαστούμε γιατί ο πόλεμος είναι δύσκολο πράγμα. Δεν υπήρχε πολύ φαγητό εκείνα τα χρόνια, αλλά στην ατυχία μας ήμασταν τυχεροί. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας λειτουργούσε κανονικά ένας ζωολογικός κήπος. Είχε πολλά ζώα και πτηνά, τα οποία τάιζαν καθημερινά οι εργαζόμενοι. Πηγαίναμε λοιπόν κρυφά και κλέβαμε ό,τι φαγητό μπορούσαμε. Ξηρούς καρπούς από τους παπαγάλους, μπανάνες από τις μαϊμούδες, είχε και βουβάλια και οι πιο τολμηροί μπαίναμε στα κλουβιά και τα αρμέγαμε, πιάναμε και σπουργίτια.
|
|
Ύστερα μαζευόμασταν στην αυλή ο καθένας με τη “λεία” του και τρώγαμε, παίζαμε, τραγουδούσαμε και γελούσαμε. Τα βράδια βέβαια ήταν εφιαλτικά και σκοτεινά, αλλά επιβιώσαμε. Στο Καζακστάν, όταν πια παντρεύτηκα με τον σύζυγό μου Πολυχρόνη, βρέθηκα σε μια πολυπολιτισμική κοινότητα με οικογένειες εκτοπισμένες από τον Στάλιν. Βρεθήκαμε σε μια καινούργια χώρα, σε μια καινούργια ήπειρο και εκεί φτιάξαμε τις ζωές μας. Οικογένειες Ελλήνων, Τσετσένων, Γερμανών, Ρώσων τα βγάζαμε όλοι δύσκολα πέρα, αλλά είχαμε ο ένας τον άλλο και περνούσαμε καλά. Μαζευόμασταν με κάθε αφορμή, γενέθλια, γάμους, βαφτίσεις, και κάναμε γιορτές. Εκεί έμαθα να μαγειρεύω και να ετοιμάζω γλυκά. Ο άνδρας μου δούλευε ως οδηγός και πάντα έφερνε τρόφιμα στο σπίτι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια Πρωτοχρονιά που είχε φέρει τόσα πορτοκάλια –δυσεύρετα τότε– που είχε γεμίσει όλη η αυλή.
![]() ![]() |
![]() ![]() |
Τα τραπεζώματα ήταν συχνά και κάναμε ετοιμασίες μέρες πριν. Είχαμε εδέσματα από διάφορες χώρες και πολιτισμούς. Δεν έλειπαν από το τραπέζι μας κρέατα –οι Γερμανοί θυμάμαι έφτιαχναν μπέικον και λουκάνικα, μαγειρευτά, γαλακτοκομικά δικά μας, τουρσιά και φυσικά τα γλυκά. Δεν ψήναμε τούρτες, τότε ετοιμάζαμε φουρνιστές λιχουδιές στον ξυλόφουρνο. “Πιερογκί” τα λέγαμε. Τις ζύμες τις έφτιαχνε η γειτόνισσά μου η Νάστιενκα. Ήταν μαστόρισσα και μου έμαθε κι εμένα. Στα πιερογκί βάζαμε φράουλες, βατόμουρα, φραγκοστάφυλα, σταφύλια, μήλα. Όλα αυτά τα μαζεύαμε από τον κήπο μας. Ήταν πεντανόστιμα κι ακόμη θυμάμαι τη μυρωδιά από αυτά τα τσουρέκια.
![]() ![]() |
![]() ![]() |
Δεν θα ξεχάσω ποτέ που έφτιαχνα τις ζύμες από το προηγούμενο βράδυ και τις άφηνα κάπου ζεστά για να φουσκώσουν και το πρωί που ξύπναγα, έπιανα τη μικρή μου κόρη Ελεονώρα να τσιμπάει από τα υπερχειλισμένα σκεύη. Ήθελε να δοκιμάσει και της φώναζα», θυμάται η γιαγιά Ντίνα. «Και τώρα βλέπω τη δισεγγονή μου, πάλι Ελεονώρα, να δοκιμάζει από τη ζύμη της τούρτας και συγκινούμαι. Δεν της φωνάζω, τη χαίρομαι, την αφήνω να το ευχαριστηθεί», λέει. Φαίνεται πως η Ελεονώρα (η μεγάλη) κληρονόμησε την αγάπη της για τα γλυκά από τη μητέρα της. «Ήμουν πάντα στην κουζίνα και έβλεπα τη μαμά μου να ετοιμάζει γλυκά. Ήθελα και εγώ να μάθω», θυμάται. «Τη βοηθούσα με τις ζύμες και τις κρέμες και πολύ γρήγορα άρχισα να φτιάχνω τα δικά μου γλυκά.
![]() ![]() |
![]() ![]() |
Το να σπουδάσω ζαχαροπλαστική ήταν το όνειρό μου, κάτι που πραγματοποίησα. Έμαθα πολλές συνταγές στη σχολή, αλλά αυτές που μου έμειναν ήταν τα τσουρέκια που μου έμαθε η μαμά και μια μηλόπιτα που μου έμαθε η γειτόνισσά μας, μια Καζακστανή κυρία, πολύ καλή και ευγενική, που δεν είχε δικά της παιδιά και ό,τι γλυκά έφτιαχνε τα έφερνε σε εμάς. Θυμάμαι και την πρώτη συνταγή που ετοίμασα ποτέ ως παιδί. Ήταν το καρτόσκι, ένα μπισκοτογλυκό που σε σχήμα και χρώμα θυμίζει στα παιδάκια πατάτες, κι αυτό σημαίνει και το όνομά του στα ρωσικά».
|
|
Η τούρτα που φτιάχνουν σήμερα όλοι μαζί για τα γενέθλια της μικρής Ελεονώρας είναι μια συνταγή που έμαθε από την πεθερά της. «Η συνταγή είναι της γιαγιάς Βαλεντίνας, λέγεται “κουντριάς” και είναι μία από τις κλασικές συνταγές για τούρτα που έφτιαχναν οι νοικοκυρές στην πρώην Σοβιετική Ένωση», μας λέει. Η ονομασία προέρχεται από την εμφάνιση της τούρτας, αφού τη στόλιζαν με υπολείμματα της ψίχας από τα παντεσπάνια. «Κουντριάς» στα ρωσικά σημαίνει «σγουρός». «Έχω ακόμη γραμμένη τη συνταγή από την πεθερά μου», λέει η Ελεονώρα. «Δεν ζει πια, αλλά όταν τη φτιάχνω, τη θυμάμαι με πολλή αγάπη και χαίρομαι που η κόρη μου Αθηνά την έχει μάθει και τη φτιάχνει στα δικά της παιδιά».
Η Αθηνά ήταν μόλις επτά χρονών όταν με την οικογένειά τους ήρθαν στην Ελλάδα το 1990 ως Έλληνες παλιννοστούντες. Δεν θυμάται πολλά από τη ζωή της στο Καζακστάν, αλλά της αρέσει που φτιάχνει τις αγαπημένες συνταγές της μαμάς. Νιώθει ότι έτσι συνεισφέρει στη διάσωση των γλυκών που έχουν συνοδεύσει την οικογένειά της σε χαρούμενες στιγμές. «Είχα κάνει πολλές προσπάθειες στην αρχή για να καταφέρω να φτιάξω σωστά την τούρτα», θυμάται. «Θέλει σωστή τεχνική και προσοχή στη λεπτομέρεια. Η μητέρα μου ήταν πάντα εκεί να με βοηθάει. Και τώρα είναι εδώ, αλλά πλέον τη φτιάχνω μόνη μου και την έχω εξελίξει και λίγο. Διατηρώ τη ζύμη ίδια, αλλά μου αρέσει να πειραματίζομαι με την κρέμα. Έχω δοκιμάσει διάφορες παραλλαγές και τώρα τελευταία φτιάχνω μια κρέμα με cookies. Τα παιδιά μου τρελαίνονται γι’ αυτήν», λέει την ώρα που η μικρή Ελεονώρα και ο Γιαννάκης έχουν πασαλειφθεί ολόκληροι με την κρέμα.
![]() ![]() |
![]() ![]() |
Την τρώνε κατευθείαν από τους αναδευτήρες του μίξερ και το διασκεδάζουν. Η τούρτα τούρτα, αλλά η γιαγιά Ντίνα έχει παραγγείλει στην κόρη της και μηλόπιτα. Η Ελεονώρα δεν μπορεί να χαλάσει χατίρι στη μαμά της. «Της αρέσει, γιατί της θυμίζει την πόλη όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, το Αλμάτι (πρώην πρωτεύουσα του Καζακστάν). “Αλμάτι” σημαίνει στα καζακστανικά “η πόλη των μήλων”, και είναι όντως γεμάτη μηλιές», λέει η Ελεονώρα. Διαβάζοντας για το Αλμάτι, έμαθα ότι η μηλιά είναι ένα δέντρο που πρωτοεμφανίστηκε στα σύνορα με το Καζακστάν και την Κίνα και πως σπόροι από το Καζακστάν μάς έδωσαν τα σύγχρονα μήλα. Όλα τα μήλα του κόσμου προέρχονται από το Καζακστάν, λοιπόν!
|
|
Νέα Σμύρνη έφτασε στο τέλος του.
Σε αντάλλαγμα η γιαγιά Ντίνα υποσχέθηκε να μάθει στη δισεγγονή της να φτιάχνει τα καρτόσκι, ένα γλυκάκι που μπορούν πολύ εύκολα να φτιάξουν όλα τα πιτσιρίκια. Κάπως έτσι, ανάμεσα σε πυρετώδεις ετοιμασίες, κρέμες, ζύμες, γέλια, κλάματα, στρατιωτάκια και κούκλες, πασαλειμμένα πρόσωπα και σοκολατένιες δαχτυλιές στους τοίχους και αφού σημείωσα προσεκτικά όλες τις συνταγές, τους άφησα να συνεχίσουν τις ετοιμασίες για το πάρτι. Ένα όμορφο, νοσταλγικό και πολύ νόστιμο γαστρονομικό ταξίδι στη Ρωσία, έπειτα στο Καζακστάν και τέλος στην Ελλάδα, στην Αθήνα και στη