Η Μικρή Σαρακοστή που ξεκινά την 15η Νοεμβρίου και τελειώνει την Παραμονή των Χριστουγέννων είναι η δεύτερη μεγάλη νηστεία που θεσπίστηκε επίσημα, με σκοπό την προετοιμασία των πιστών για την έλευση των Χριστουγέννων. Είναι λιγότερο αυστηρή από τη Μεγάλη Σαρακοστή αλλά με εξίσου σημαντικά έθιμα και συνήθειες. Η προηγούμενη ημέρα, η 14η Νοεμβρίου, γιορτή του γεωργικού Αγίου Φιλίππου, λέγεται και Μικρή Αποκριά και είναι η τελευταία ημέρα που επιτρέπεται η κατανάλωση κρέατος.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φίλιππος, φτωχός γεωργός, απόκρευε εκείνη την ημέρα στο χωράφι του: «ο φτωχός ο Φίλιππος όλη μέρα δούλευε και το βράδυ απόκρευε», λέει η χρονογεωργική παροιμία. Το βράδυ που γύρισε κουρασμένος σπίτι του, έδεσε τα βόδια του στο παχνί κι έκατσε να φάει, μα η γυναίκα του, λυπημένη, του είπε πως οι συγχωριανοί του είναι τόσο φτωχοί που δεν έχουν κρέας απόψε στο τραπέζι κι αύριο αρχίζει η νηστεία των Χριστουγέννων. Αμέσως ο Φίλιππος σηκώνεται, πάει στο παχνί, σφάζει το καλό του βόδι, το λιανίζει και το μοιράζει στους χωριανούς για να αποκρέψουν καταπώς πρέπει. Έφαγε κι ο ίδιος κι έπεσε να κοιμηθεί μα την άλλη μέρα σηκώνεται και τι να δει! Στο παχνί βρίσκει ολοζώντανο και γερό το βόδι που έσφαξε το προηγούμενο βράδυ. Θαύμα! Ο Θεός τον αντάμειψε για την καλοσύνη, τη γενναιοδωρία και για την αλληλεγγύη του απέναντι στους φτωχούς, όπως ο ίδιος, συγχωριανούς του.
Οι διατροφικοί κανόνες της Μικρής Σαρακοστής
Παραδοσιακά οι πιστοί αποφεύγουν το κρέας, τα αυγά και τα γαλακτοκομικά. Τις πρώτες 33 ημέρες (όσες και τα χρόνια του Χριστού), μέχρι δηλαδή τις 17 Δεκεμβρίου, επιτρέπεται το ψάρι εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές αλλά και στις 21 Νοεμβρίου, στα Εισόδια της Παναγίας. Από τις 18 Δεκεμβρίου μέχρι την Παραμονή των Χριστουγέννων καταλύεται ο οίνος και το λάδι, εκτός από Τετάρτη και Παρασκευή.
Σημασία δεν έχει τόσο αυτό το σχετικά αυστηρό πρόγραμμα όσο το γεγονός ότι το Σαρανταήμερο αυτό είναι η περίοδος που ξεκινά ο βαρύς χειμώνας με τα μεγάλα κρύα και τις ατέλειωτες νύχτες του: «του Σαραντάμερου η μέρα καλημέρα–καλησπέρα», λένε για την πικρή διαπίστωση του πόσο έχει μεγαλώσει πια η νύχτα.
Είναι μια μελαγχολική εποχή πένθους όπου οι Χριστιανοί αναθυμούνται τους νεκρούς τους και γίνονται τα Σαρανταλείτουργα ή Σαραντάρια, για τη μνημόνευση από τους παπάδες των ονομάτων των νεκρών κάθε οικογένειας, η οποία προσφέρει στην εκκλησία λειτουργιά (πρόσφορο), κρασί, λιβάνι και κεριά. Παλαιότερα, τα Σαρανταλείτουργα γίνονταν και στα μικρά αναρίθμητα ξωκλήσια της υπαίθρου, όχι μόνο για τη μνημόνευση των νεκρών αλλά και για να μην ξεχνιούνται οι άγιοι σε αυτά τα απομακρυσμένα και μοναχικά εκκλησάκια που δεν λειτουργιούνται ποτέ παρά μόνο αυτές τις μέρες της μικρής Σαρακοστής.
Πολυσπόρια και βαρβάρα
Στα Εισόδια της Παναγίας (Παναγιάς Πολυσπορίτισσας ή Μεσοσπορίτισσας) στις 21 Νοεμβρίου μαγειρεύουν πολυσπόρια (ανάμνηση της αρχαιοελληνικής «πανσπερμίας» προς τιμή της θεάς των δημητριακών Δήμητρας αλλά και των θεών των νεκρών). Όσπρια και δημητριακά συμμαγειρεύονται σε πιάτα αλμυρά ή γλυκά και καταναλώνονται και προσφέρονται με την ευχή για αφθονία καρπών. Είναι μία από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις όπου παραμένει ολοζώντανη μια συνήθεια στη διάρκεια αλλαγής θρησκείας, από την αρχαιοελληνική στη χριστιανική, αλώβητη και πανίσχυρη.
Ακολουθεί η γιορτή του αγίου Αντρέα όπου «αντρειώνει» το κρύο αλλά και αντρειεύουν τα σπαρτά, δηλαδή μεγαλώνουν. Από τις 4 μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου έρχονται τα Νικολοβάρβαρα, μια τριπλή γιορτή (αγίας Βαρβάρας, αγίου Σάββα και αγίου Νικολάου), με την παρετυμολογική ερμηνεία των ονομάτων τους: το κρύο «της Αγιαβαρβάρας βαρβαρώνει, του Αη Σάββα σαβανώνει, τ’ Αη Νικόλα παραχώνει». Για χάρη της αγίας Βαρβάρας εκείνη την ημέρα μαγειρεύουν –ακόμη και σήμερα– τη βαρβάρα ή ασουρέ, ένα νόστιμο κολυβοζούμι με καρύδια, ρόδια, σουσάμι και αμύγδαλα. Φτιάχνουν όμως και μελόπιτα, μια απλή αλευρόπιτα που όταν βγει από τον φούρνο την περιχύνουν με μέλι με το οποίο κάνουν κι ένα σταυρό πάνω από την εξώπορτα του σπιτιού. Ανάλογα σημαντική είναι και η γιορτή του αγίου Σπυρίδωνα στις 12 Δεκεμβρίου προστάτης της σποράς.
Τα νόστιμα φαγάκια της νηστείας
Στη νηστεία του Σαρανταήμερου, ετοίμαζαν μεν φαγητά ευθυγραμμισμένα με τις επιταγές της νηστείας, αλλά με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: να είναι θρεπτικά και θερμαντικά για να δίνουν δύναμη στην αγροτική οικογένεια που εργάζεται σκληρά αυτό το διάστημα, να είναι χορταστικά γιατί τα στόματα ήταν πάντα πολλά και να είναι νόστιμα γιατί οι νηστείες είναι άφθονες και πολυήμερες και δεν είναι δυνατόν να στερηθεί η οικογένεια την ωραία γεύση για τόσο μεγάλα διαστήματα.
Είναι η εποχή άλλωστε που υπάρχει μια ωραία ποικιλία υλικών: μανιτάρια, όσπρια, φρούτα, ξηροί καρποί, λαχανικά και δημητριακά γίνονται πίτες, ζυμαρικά, σούπες, γιαχνιστά, λαδερά, προσφάγια και σιροπιαστά και ζουμερά γλυκά τρομερής φαντασίας και έμπνευσης, σαν απάντηση στη στέρηση.