ΕΞΟΔΟΣ

Τα μπαρ με τα βινύλια: σ’ αυτά τα αθηναϊκά στέκια οι δίσκοι γυρίζουν και πάλι

Είναι κάποια μπαρ στην πόλη που προτιμούν τον αναλογικό ήχο από τον ψηφιακό. Που την ώρα που που σου βάζουν ποτό, βάζουν κι ένα βινύλιο να παίζει.

29.05.2023| Updated: 08.06.2023
Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος
Τα μπαρ με τα βινύλια: σ’ αυτά τα αθηναϊκά στέκια οι δίσκοι γυρίζουν και πάλι

Εδώ και χρόνια τη μουσική την έχουμε συνδέσει με λάπτοπ και κοντρόλερ, λίστες και αρχεία υπολογιστή. Και όμως, εν έτει 2023, τα βινύλια τραγουδούν ακόμη. Πας σε ένα μπαρ και βλέπεις δίσκους να γυρίζουν. Παλιούς και νέους φαν να γνέφουν συναινετικά στον δισκοθέτη. Το βινύλιο ξανακάνει αισθητή την παρουσία του.

Ο Zώης Χαλκιόπουλος, ή αλλιώς Mr. Z, που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τον πετύχεις να παίζει ένα eclectic κράμα jazz, funk, ηλεκτρόνικα, ροκ, ντίσκο, σε διάφορα μαγαζιά, στο Βaba au Rum στο κέντρο, στο Line στα Πετράλωνα, στο Birdman στο Σύνταγμα, στο Pharaoh στα Εξάρχεια ή στις Vinyl Sundays του Μπελ Ρέυ στο Κουκάκι, μου λέει ότι υπάρχει ζήτηση αυτή τη στιγμή σε εστιατόρια και σε μπαρ. Μπορεί να παίξει με βινύλια και τρεις φορές την εβδομάδα. Πολλά χρόνια DJ, έχει κουβαλήσει πολλούς δίσκους. Έχει πάρει πολλές φορές τον δρόμο για το σπίτι, αντί να πάει για ποτό, για μην πάθουν κάτι. Επισημαίνει ότι η τεχνολογία έχει τις ευκολίες, αλλά οι δίσκοι «είναι κάτι που το αγοράζεις και σου μένει. Είναι μια κληρονομιά που πάει στον επόμενο. Είναι όμως και φοβερά ευπαθείς. Μπορεί να χαλάσουν, να γρατζουνιστούν. Αν τους παίξεις πολλές φορές, δεν παίζουν τόσο καλά όσο τις πρώτες. Ένας δίσκος που παίρνεις από δεύτερο χέρι και έχει κάτι γραμμένο πάνω του έχει μια ιστορία. Μπορεί να παίξεις μουσική, να ταλαιπωρήσεις έναν δίσκο και να θυμάσαι γιατί τον ταλαιπώρησες και πού». Ίσως γι’ αυτό συλλέκτες, DJs, θιασώτες του αναλογικού ήχου έχουν αρχίσει να στήνουν μαγαζιά γύρω του, επιστρέφοντας σε μια, ας το πω έτσι, πιο χειροπιαστή σχέση με τη μουσική, που κάποτε ήταν μονόδρομος και τώρα είναι επιλογή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΓιατί το μπαρ Kolokotroni 9 μπορεί να γίνει το μπαρ σαςΓιατί το μπαρ Kolokotroni 9 μπορεί να γίνει το μπαρ σας

Ποτά και χρουτς χρουτς

Ο Χρήστος Καλυβωκάς και ο Γιάννης Βαγενάς ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Θέλησαν να φτιάξουν ένα μπαρ με 100% αναλογική μουσική. Μέσα στην καραντίνα πήραν την άδεια. Το Smoking Barrels άνοιξε με τα ηχεία του παροπλισμένα και τον κόσμο να μπαίνει με μάσκα, να παίρνει το ποτό του και να ξαναβγαίνει στην Ηρακλειδών. Από τότε που τελείωσαν οι περιορισμοί, μπαίνεις και βλέπεις τη ραφιέρα με τους δίσκους στα αριστερά και τον DJ πλάτη στους θαμώνες. Αυτό ήθελαν. Να είναι σαν να βρίσκεται στο σπίτι του, με τους φίλους του – δεν είναι δύσκολο άλλωστε να γυρίσει να σου μιλήσει. Τις μέρες που δεν παίζει κάποιος, μπορεί κανείς να πιει ένα ποτό, να ψάξει τη δισκοθήκη, να διαλέξει κάτι. Καμιά φορά μπορεί να ακούσεις μια ολόκληρη πλευρά ενός δίσκου.

Ο Χρήστος ασχολείται είκοσι χρόνια με τη συλλογή βινυλίου και έχει παίξει μουσικές σε πολλά μπαρ της πόλης. Μου λέει ότι ο καθένας σε αυτό το μπαρ που έχει διαλέξει για μότο το «καθαρά ποτά, βρόμικα τραγούδια» έρχεται με τους δίσκους του και κάνει το σετ του: reggae και dub, πολύ funk, πολύ soul, αρκετό indie rock, dark wave, new wave, post punk, ακόμη και βραδιές με ρεμπέτικα που κυκλοφόρησαν μέχρι το ’55 μπορεί να πετύχεις. «Παρότι θα ακούσω ένα κομμάτι στον υπολογιστή, το ψηφιακό μοντέλο το έχω απορρίψει εδώ και χρόνια. Το βινύλιο έχει αυτό το χρουτς χρουτς [σ.σ. αυτό εννοεί όταν λέει «βρόμικα τραγούδια»], ακόμη και η χαρακιά σού βγάζει κάτι ζωντανό. Είναι σαν να παίρνεις ένα βιβλίο, όταν το ανοίγεις μυρίζει χαρτί, είναι σαν να έχεις στα χέρια σου το artwork ενός γραφίστα, ενός φωτογράφου, και ο ήχος του είναι διαφορετικός. Δεν το λέω φετιχιστικά, δεν λέω ότι είναι καλύτερο – ο καθένας μπορεί να έχει οποιοδήποτε μέσο για να ακούει μουσική. Είναι αυτό μου μου ταιριάζει εμένα. Έχουμε δύο πικάπ, έναν μίκτη και that’s it». Όπως οι άλλοι διοργανώνουν βραδιές βινυλίου, εκείνοι έχουν μία φορά τον μήνα το Smoking Barrels go digital, με τους disc jockeys να φέρνουν τις σιντιέρες ή τα λάπτοπ τους.

Αnalog Ηλιούπολη

Κάπως έτσι λειτουργεί και το πιο αποκεντρωμένο Ραντάρ, το ολοήμερο μπαρ που άνοιξαν στον χώρο ενός επί είκοσι χρόνια κλειστού ξυλουργείου ο Θα- νάσης Μπεσίνης, που έχει παίξει σε διάφορα μαγαζιά και πάρτι σε όλη την Αθήνα –εγώ εκείνον πέτυχα επί το έργον–, και οι Νικόλας Αναστασάκος και Στέλιος Ράππος, που έχουν γράψει χιλιόμετρα στις μπάρες. Αστάρωσαν και βερνίκωσαν τους τοίχους, αφήνοντάς τους λίγο «άγριους», να παραπέμπουν στο παρελθόν, έφτιαξαν ένα χαμηλό μπαρ με τσιμεντοκονία και σπασμένο μάρμαρο Τήνου, έστησαν ένα booth με δύο πικάπ ΜΚ2 και έναν old school μίκτη, custom made, που ήρθε από την Αμερική. Στόχος τους ήταν όλοι να τους βλέπουν όλους, να έχει μια αμεσότητα ο χώρος, ένα πάρε-δώσε.

Σε αυτό το all-day στην Ηλιούπολη, το οποίο συνδυάζει καφέ των Cafeistas, κοκτέιλ με χειρο- ποίητα συστατικά, μπίρες από μικροζυθοποιίες και bar-food με πολυεθνικές αναφορές που φτιάχνεται στην ανοιχτή κουζίνα παραδίπλα, σε έναν τοίχο βλέ- πεις τους Cramps ζωγραφισμένους από τον Lonis (Lonis Τattoo Studio), σε έναν άλλο μια αγιογραφία του Άντριου Γουέδερολ που έχει φτιάξει ο Sinke και πάνω από το μπαρ ένα έργο του Αριστομένη Θεοδωρόπουλου που λέγεται Μια μουσική. «Καθένας το μεταφράζει όπως θέλει», λέει ο Νικόλας. Συνήθως οι ήχοι είναι πιο ηλεκτρονικοί, θα πετύχεις όμως και soul, jazz, punk, rockabilly, Detroit techno, dark wave. Από τον Δεκέμβριο που μας πέρασε, από το Ραντάρ έχουν ήδη περάσει 30 DJs και το 90% παίζει με δίσκους βινυλίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΆγρυπνες νύχτες στον βορράΠού τα πίνουμε στη Θεσσαλονίκη: τα μπαρ κι οι μουσικές της πόλης

Ιznogood, ανιψιός κι ένας δίσκος να παίζει

Νομίζω την πρώτη φορά που πέτυχα τον DJ Iznogood ή αλλιώς Γιάννη Γεωργούλια στην κονσόλα ήταν στο Follie στην Κηφισίας. Μετά στο Θηρίο στου Ψυρρή, στο Bar guru bar στην πλατεία Θεάτρου και σε ένα σωρό ακόμη μέρη – πιο πρόσφατα έπαιζε στο Tarzan, στην Πλατεία Αγίων Ασωμάτων. Πριν από λίγο καιρό άνοιξε ένα μικρό μπαρ, 20 τετραγωνικά, μαζί με τον επίσης μουσικόφιλο ανιψιό του, τον Νίκο, στην Αγίας Ζώνης, στην Κυψέλη. Το Ιznogood & nephew έχει μια vintage αύρα που σε πιάνει απέξω, με το που βλέπεις τα κλώστρα, που μοιάζουν με του Hilton. Μετά βλέπεις και την μπάρα με το ραμποτέ, το πατάρι που είναι σαν χολ σπιτιού από τέλη των ’60s-αρχές ’70s, τα βιβλία στα ράφια, το Bauhaus στα κάδρα και τους δίσκους. Στο στιλ του, διάφορες εκφάνσεις της jazz, αφρικάνικη, ευρωπαϊκή, ψυχεδελική, από soundrack, σπιντάτη, ακουστική.

Ένα είναι το πικάπ. Από ό,τι μου λέει, θα κοιτάξουν να βάλουν και δεύτερο. Προς το παρόν υπάρχει ένα βοηθητικό cd player, όπου παίζουν cd γραμμένα από βινύλια. Τριάντα χρόνια DJ, τα είκοσι έπαιζε με βινύλια. Έχει 6.000 δίσκους στη δισκοθήκη του. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το μαγαζί. Όπως κι εκείνος, και ο ανιψιός, που έχει την ίδια αγάπη, βάζει μουσική και σερβίρει. «Καμία σχέση ο ηλεκτρονικός ήχος με τη χροιά του βινυλίου. Είναι η μυρωδιά του, η αφή, είναι που κάθεσαι και το διαβάζεις, κοιτάς φωτογραφίες, εξώφυλλα, εσώφυλλα. Είναι η διαδικασία να το ανοίξεις και να το καθαρίσεις. Ο κόσμος το χαζεύει, και καλά κάνει», σημειώνει. Τα κομμάτια που παίζουν δύσκολα θα τα βρεις στο Shazam, σε σπρώχνουν να ρωτήσεις. «Ένας θαμώνας που είναι μόνος του θα τα κοιτάξει, θα έρθει να σου μιλήσει. Θα πιάσεις μια συζήτηση που μπορεί μετά να πάει αλλού», λέει. Συμπληρώνει ότι κάποιοι δεν ξέρουν τι είναι το πικάπ, υπάρχει όμως και νεολαία που το πιστεύει ή έχει διάθεση να μάθει. Όπως το βλέπει ο ίδιος, το βινύλιο είναι ένας σύνδεσμος, ένας ενδιάμεσος κρίκος, ένας τρίτος άνθρωπος ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνον που κάθεται να πιει ένα ποτό.

Πικάπ και μπάρα ένα

Στη ζεστασιά του αναλογικού ήχου βάσισε το κόνσεπτ του Finos Audiophile Bar στην Αγία Παρασκευή ο Βασίλης Τσομπανίδης, που θα τον δεις τη μια να βά- ζει ποτά και την άλλη δίσκους. Δούλευε από μικρός στα μπαρ και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το F&B Management σε εστιατόρια και σε ξενοδοχεία, εντός και εκτός Αθηνών. Αλλά είχε και μια ιδιαίτερη αγάπη για τη μουσική. Ο πατέρας του μάζευε δίσκους από μικρός και εκείνος επέκτεινε την οικογενειακή συλλογή ανοίγοντάς την και σε άλλα είδη. Μπορείς να καθίσεις στην μπάρα, να δοκιμάσεις το Negroni του, ένα Aviation, το πιο πολύπλοκο New York Minutes που φτιάχνει –τώρα ετοιμάζει νέα λίστα εμπνευσμένη από ’70s και ’80s– αλλά, άμα του πιάσεις την κουβέντα, θα σου μιλήσει με περηφάνια για τον ενισχυτή Quad που είναι αναβαθμισμένος με υλικά της εποχής του –«όπως θα τον άκουγες σε ένα σπίτι των ’70s που θα τον είχαν αγοράσει καινούργιο»–, τα ηχεία Geometric Harmony που είναι κατασκευασμένα στο χέρι και το κεντρικό ηχείο, τα Hi-Fi πικάπ, τα ειδικά ηχοανακλαστικά πάνελ που κόβουν τον αντίλαλο. Διάφορα μπορείς να ακούσεις σε αυτό το μικρό μπαρ: άλλοτε διαλέγει funk από τη Σενεγάλη του ’70, άλλοτε jazz, άλλοτε νέο κύμα ή ελληνικό νεοπόπ. Ακόμη και όπερα, που άκουγαν στο σπίτι.

Πολλές φορές, την ώρα που φτιάχνει τα ποτά, θα αφήσει έναν δίσκο που του αρέσει να παίζει ολόκληρος. Άλλες φορές θα κάνει περισσότερες αλλαγές. «Καθένας έρχεται με τη δική του αύρα και τη δική του διάθεση. Προσπαθώ να το εξισώνω αυτό με κάποιον τρόπο κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Η μουσική να οδηγεί σε ένα κοινό feeling», λέει. Το καταφέρνει από ό,τι φαίνεται. Οι παρέες δεν έρχονται να πιουν ένα ποτό και να φύγουν. Έρχονται και κάθονται ώρα κάτω από μια τεράστια αφίσα του The Divorcee, ενός ασπρόμαυρου φιλμ του ’30, που την έχει ζωγραφίσει ο παππούς του, ο οποίος έφτιαχνε τις γιγαντοαφίσες μεγάλων κινηματογράφων της Αθήνας – ήταν ο τελευταίος στην Ευρώπη που ζούσε από αυτό το επάγγελμα.

Στον δρόμο των βινυλίων

Είναι κι άλλα μπαρ που παίζουν βινύλια τακτικά. Το Beatniks Road Bar στα Εξάρχεια, το Τarzan κοντά στον σταθμό του Ηλεκτρικού του Θησείου, που λέ- γαμε παραπάνω, και όχι μόνο. Και πολλά ακόμη, που στήνουν βραδιές με πικάπ πού και πού. Είναι λίγο μόδα –θα δεις δίσκους να γυρίζουν και σε ένα opening ενός ρουχάδικου–, αλλά είναι από τις καλές. Ο κόσμος που ψάχνει αναλογική μουσική έχει τη δυνατότητα να κινηθεί ανάλογα με τα γούστα του. Αν κάποιους τους τραβήξει η φάση και μετά προσπεράσουν, αν κάποιοι πλησιάσουν για να κάνουν ένα στόρι για τα social με ένα πικάπ να γυρίζει αντί να κάτσουν να ακούσουν τι παίζει αυτό το πικάπ, δεν έγινε και τίποτα στο τέλος της ημέρας. Έτσι πάει μ’ αυτά. Θα υπάρχουν και αυτοί που θα κοντοσταθούν, που την επομένη θα βρεθούν σε ένα δισκάδικο –έχουν κάνει κι αυτά comeback– είτε είχαν καιρό να το κάνουν είτε δεν το είχαν κάνει ποτέ. Μπορείς, εκτός από το να μπαίνεις στο Spotify, να βάζεις πού και πού κι έναν δίσκο να παίζει. Γιατί όση μουσική έχεις, σε όποιο φορμάτ, και όση μουσική μάθεις μόνο καλό θα κάνει.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ», τεύχος 1043.

Μπαρ

Αγία Παρασκευή

Αθήνα

Αθήνα | Βόρεια Προάστια

Αθήνα | Κεντρικά + Νότια Προάστια

Ηλιούπολη

Θησείο

Κυψέλη

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών
MHT