Το Σεράνο ήταν κάποτε μπαρ-ζαχαροπλαστείο, ενώ από το 1965, ή ίσως και παλαιότερα, έγινε σιγά σιγά γνωστό για τους λουκουμάδες του. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 το μαγαζί πέρασε στα χέρια της οικογένειας Σουράνη, και τότε οι λουκουμάδες άρχισαν να κάνουν θραύση στους εκατοντάδες προσκυνητές που περνούσαν κάθε χρόνο από μπροστά του, για να ανάψουν ένα κεράκι στην Παναγιά. «Τα πρώτα χρόνια είχαμε “πλατεία” όλον τον πεζόδρομο. Βγάζαμε εδώ απ’ έξω 150 καρέκλες», μου διηγείται η κυρία Τερέζα, μια εκ των ιδιοκτητών. «Το Σεράνο ήταν μαγαζί πολυτελείας, το πρώτο που έβαλε ταμειακή μηχανή στην Τήνο, το ‘74, μια μικρή, σαν μπαουλάκι. Τώρα πια σερβίρουν και άλλα μαγαζιά λουκουμάδες, εμείς όμως τους κάνουμε όπως παλιά, με τον παραδοσιακό τρόπο, χωρίς μηχάνημα, ούτε καν κουτάλι, με το χέρι».
Τέλειοι, από χέρι
Πριν τους δοκιμάσω, μου κάνουν μια μικρή επίδειξη της παρασκευής τους. Αναπιάνουν το προζύμι κάθε τόσο, μαζί προσθέτουν και λίγη μαγιά. Είναι σημαντικό το ζυμάρι να είναι αραιό, αλλά αυτό πια το κρίνουν με το μάτι. «Μια φορά είχα τηγανίσει σερί 1.100 λουκουμάδες», θυμάται η κυρία Τερέζα, που τους φτιάχνει τυφλοσούρτη. Βάζουν μια αλουμινένια λεκάνη στη φωτιά της γκαζιέρας. «Τηγανίζει καλά αυτό το λεκανάκι, πλένεται εύκολα, παίρνει και πιο λίγο λάδι, για να μπορούμε να το αλλάζουμε συχνά – με καλής ποιότητας ηλιέλαιο τηγανίζουμε, που είναι ελαφρύ, αλλά τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι τρεις φορές πιο ακριβό», μου λέει ο κύριος Γιώργος, σύζυγος της Τερέζας.
Οι λουκουμάδες δεν βγαίνουν ομοιόμορφοι, παρόλο που τα χέρια που τους φτιάχνουν έχουν πάρει το κολάι και είναι σαν καλούπια. «Όταν τους φτιάχνει η Τερέζα, τους κάνει πιο μικρούς», εξηγεί ο κύριος Γιώργος, για να συμπληρώσει εκείνη ότι «το ζυμάρι είναι καλό όταν τρέχει από το χέρι σου. Αν είναι άγουροι, δηλαδή δεν έχει ωριμάσει καλά το ζυμάρι, το καταλαβαίνεις όταν τους βγάλεις από το τηγάνι, που δεν είναι λεία η κρούστα τους». Όταν ροδίσουν, τους βγάζουν με την τρυπητή κουτάλα και τους αφήνουν για λίγο στο πλάι για να στραγγίσουν τα λάδια, και ύστερα, όπως είναι ζεστοί ακόμα, τους σερβίρουν με σιρόπι θυμαρίσιου μελιού και κανέλα. «Κάποιοι μας ζητούν να τους πασπαλίσουμε με σουσάμι καβουρδισμένο, τριμμένο για όσους έχουν ψεύτικα δόντια», μου λέει ο κύριος Γιάννης, που είναι σερβιτόρος εδώ από το ‘96 – όταν μάλιστα έχει όρεξη η κυρία Τερέζα του φτιάχνει λουκουμάδες αμέλωτους, γιατί του αρέσει να τους τρώει με φέτα.
Χρυσές μπουκιές
Καθίσαμε σε ένα από τα μπροστινά τραπεζάκια με θέα στο λιμάνι και μας έφεραν δύο μερίδες λουκουμάδες με τρύπα στη μέση. «Αυτοί οι λουκουμάδες είναι στο μικρασιάτικο στιλ, οι παραδοσιακές τηγανίτες όπως τους έλεγαν παλιά. Και να ξέρεις ότι οι λουκουμάδες έχουν ίσια και ανάποδη πλευρά», μου λέει η κυρία Τερέζα που έχει εντρυφήσει ύστερα από τόσα χρόνια. Μπορεί να μην είναι ολόιδιοι σε μέγεθος και σχήμα, αλλά είναι τακτοποιημένοι από την καλή μεριά τους. Μοσχομυρωδάτοι, ψωμένιοι και κυψελωτοί, με τραγανή κόρα. Η μία μερίδα είναι λουσμένη με μελοσίροπο, η άλλη πασπαλισμένη με ζάχαρη. Οι διπλανοί μας τους τρώνε με μερέντα – o tempora, o mores!