Άλλοτε, η Καλλιθέα είχε και τη θέα. Στις Τζιτζιφιές έβλεπες ψαροκάικα και δίχτυα. Η παραλία μπαζώθηκε, η λεωφόρος απομάκρυνε τη θάλασσα, ο αέρας όμως φέρνει ακόμη πού και πού τη μυρωδιά της και η ψαροφαγία καλά κρατεί. Έχει μπόλικα θαλασσινά στέκια εδώ. Η περιοχή είχε τα ταβερνάκια της από τότε που τα σπίτια ήταν όλα χαμηλά· στα Προσφυγικά, στο πλάι του Ιπποδρόμου, ξανάχτιζαν τη ζωή τους Μικρασιάτες και Πόντιοι που ήρθαν μετά την Καταστροφή του ’22, και στα μικρομάγαζα και τα καπηλειά βασίλευαν το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς. Το ρεμπέτικο τραγούδι άνθισε στη γειτονιά. Ακούστηκαν πολλές πενιές. Καταναλώθηκαν πολλές οκάδες ρετσίνας.
Πεζούλα για ψαρόσουπα, όταν, αργά πια, σώπαιναν τα όργανα. Μετά τη δυναμωτική ψαρόσουπα βέβαια, καμιά φορά, τα μπουζούκια και οι τζουράδες ξανάβγαιναν και το γλέντι συνεχιζόταν εκεί μέχρι το πρωί. Σήμερα, παλιοί και νέοι θαμώνες εξακολουθούν να παραγγέλνουν την ψαρόσουπα που φτιάχνεται με την ίδια ακριβώς συνταγή, την επίσης κλασική βραστή σαλάτα με πατάτα, κολοκύθι και κρεμμυδάκι και, φυσικά, κάποιο από τα ψάρια ημέρας. Η ζουμερή, τηγανητή καραβιδόψιχα, τα αχνιστά μύδια αλλά και κάποια «νέας γενιάς» ωμά που μπήκαν τα τελευταία χρόνια στο μενού είναι και αυτά δημοφιλείς επιλογές. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ήταν εκεί το 1951 όμως, όταν ο παππούς Παναγιώτης Πεζούλας και η γιαγιά Παναγιώτα άνοιξαν πίσω από τον Ιππόδρομο ένα μικρό αναψυκτήριο που εξυπηρετούσε τους αναβάτες και τους επισκέπτες των αγώνων. Σιγά σιγά το μαγαζί μεταμορφώθηκε σε οινομαγειρείο, όπου σέρβιραν το δικό τους κρασί, και έπειτα σε ψαροταβέρνα. Ο εγγονός του πρώτου ιδιοκτήτη, που έχει αναλάβει τον Πεζούλα σήμερα, μαζί με τη σύζυγό του Κατερίνα, θυμάται ακόμα τις ιστορίες που αφηγούνταν ο παππούς για τους θαμώνες του Ιπποδρόμου. Συχνά, όπως λέει, οι «ιπποδρομιάκηδες», προτού πάνε στους αγώνες, περνούσαν από το μαγαζί και άφηναν στον παππού χρήματα για το φαγητό τους και τα εισιτήρια της επιστροφής, για να σιγουρευτούν ότι δεν θα τα έπαιζαν και αυτά.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που μεγάλωσε στις Τζιτζιφιές, και άλλοι μεγάλοι μπουζουξήδες της εποχής πήγαιναν μαζί με άλλους ξενύχτηδες στονΤο 1989, που ο Γιώργος και η Ντίνα Λουκή άνοιξαν τον Θαλασσινό, εκείνοι και οι πελάτες τους έβλεπαν συχνά τα άλογα να περνούν. Απέναντι από το μαγαζί ήταν ένα πεταλωτήριο και λίγο παραπέρα, επί της Λυσικράτους, προς τη Λάμπρου Κατσώνη, στάβλοι. Πολλοί, ανάμεσά τους δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, έρχονταν στη γειτονιά του Ιπποδρόμου –ο οποίος γνώρισε μεγάλες δόξες, παρήκμασε όμως με τα χρόνια– για τον «αγυάλιστο» χαρακτήρα της, τα ίχνη της παλιάς Αθήνας, που τράβηξαν αργότερα τον κόσμο και στου Ψυρρή ή στον Βοτανικό, και για το φαγητό, που δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Όπως λέει η Ντίνα Λουκή, ο πρώτος τους μάγειρας, ο μπαρμπα-Γιάννης, που δούλευε από τα 15 του στα μαγειρεία της Κωνσταντινούπολης και είχε περάσει από μαγαζιά όπως ο περίφημος Γεροφοίνικας και ο Όμιλος Βουλιαγμένης, έφτιαχνε ιδιαίτερα πράγματα: από coquilles Saint Jacques με μπεσαμέλ μέχρι κιουνεφέ και σεκέρ παρέ. Εκείνη η γαριδοσαλάτα με το καρότο, τη σπιτική μαγιονέζα και τη γούστερ σος, τα μύδια σαγανάκι και τα τηγανητά με καρυδάτη σκορδαλιά, που σερβίρονται και τώρα στην τσαγαλί σάλα, είναι δικές του συνταγές. Στα 35 χρόνια του μαγαζιού προστέθηκαν πολλά ακόμη. Το μενού έχει ίχνη διαφόρων μαγείρων που πέρασαν από εκεί. Φάβα με χέλι του Γείτονα, σουπιά ψητή με το μελάνι της ή μαγειρευτή με χόρτα και βέβαια ψάρι (έρχεται από τη Λήμνο και τη Μυτιλήνη), στο τηγάνι και στη σχάρα –ο Βασίλης Κολοβέας, που ήταν και πιο παλιά στην κουζίνα και επέστρεψε, είναι καλός ψήστης– είναι μόνο μερικά από όσα βλέπεις στα τραπέζια.
Από τον ιππόδρομο στον Νιάρχο
γαύρο με τις χοντρές φέτες κρεμμυδιού, τον μπακαλιάρο σκορδαλιά και τις χερίσιες πατάτες. Γνωστή και η κυρία Αντωνία, της ομώνυμης οικογενειακής ψαροταβέρνας, η οποία με το έμπειρο τηγάνι της, τις τροφαντές γαρίδες και τις γενναιόδωρες μερίδες της προσελκύει κόσμο από όλη την Αθήνα.
Οι εποχές που κάποιοι πήγαιναν τα πιτσιρίκια να δουν τα άλογα στις Τζιτζιφιές έχουν περάσει – ο Ιππόδρομος το 2004 μετακόμισε στο Μαρκόπουλο. Τώρα, πολλά περισσότερα παιδιά χοροπηδάνε στα σιντριβάνια και τρέχουν με τα πατίνια τους δίπλα στις λεβάντες του πάρκου στο Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, ενώ οι μεγάλοι κάνουν τις βόλτες στο κανάλι. Εκεί, παραδίπλα βρίσκεται και η Γιαγιά Ελισάβετ, με τα τραπέζια απλωμένα στο πεζοδρόμιο, σαν σε παραλία, ενώ οι δρομείς και οι ποδηλάτες σκάνε σαν κυματάκι ανά τακτά διαστήματα. Η Ελισάβετ Αλεξανδρή είχε τιμηθεί ως γυναίκα-σύμβολο της προσφυγιάς και της επιβίωσης. Γεννημένη στο Σοχούμ του Πόντου, είχε γνωρίσει την εξορία στο Καζακστάν και, όταν τη δεκαετία του ’80 έφτασε στην Ελλάδα, άνοιξε την ταβέρνα της στην περιοχή σερβίροντας θαλασσινές λιχουδιές, ανάμεικτες με τις ποντιακές της σπεσιαλιτέ. Η οικογένειά της έχει πάρει πλέον τη σκυτάλη και φροντίζει για τα απλά αλλά καλοφτιαγμένα που σερβίρονται σήμερα στο μαγαζί: από τα τραγανά μπαστουνάκια κολοκυθιού και το τηγανητό γαριδάκι μέχρι τον ξιδάτοΗ Κακαβιά ο Νίκος, σε κοντινή απόσταση κι αυτή, είναι πιο παλιά. Ο Νίκος Αγγελόπουλος, που είχε μεγαλώσει στα Προσφυγικά της περιοχής, και η γυναίκα του η Αργυρώ έστησαν την ταβέρνα το 1968. Ο πατέρας της ψάρευε όσα έβαζε στο τηγάνι και στην κατσαρόλα. Πίσω από το Ωνάσειο μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η ταβέρνα μετακόμισε λίγο παραπέρα, όταν στη θέση της υψώθηκε μια πολυκατοικία. Ψήλωσε, άλλωστε, η περιοχή. Ήδη από τότε που το Ίδρυμα Νιάρχος ανακοίνωσε τον ερχομό του Κέντρου Πολιτισμού, άρχισε η οικιστική ανάπτυξη. Στα χέρια του ενός από τους γιους του Νίκου συνεχίζει με κλασικά θαλασσινά και ψάρια, ενώ σπεσιαλιτέ είναι πάντα η κακαβιά – κι είναι από τα πιο ωραία που θα φας. Στρίβοντας στη γωνία με τη Σωκράτους και περπατώντας μερικά βήματα παραπέρα, πετυχαίνεις την άλλοτε Ψαροπούλα, άλλη γνωστή ψαροταβέρνα της περιοχής, που πριν από μερικά χρόνια άλλαξε χέρια και στιλ. Η ταμπέλα πλέον γράφει Psaropoula Fish Meze και έχει πιο μοντέρνο ψαροντεκόρ και ρεπερτόριο. Και γλεντζέδικα μεσημέρια Κυριακής.
Συκώτια πεσκανδρίτσας ή γκόγκλιες με καραβίδες;
Στο ταμπλό της ψαροφαγίας παίζουν και τα Άργουρα, που άνοιξε το 2010 δυο βήματα από τη Θησέως ο Νίκος Μιχαήλ. Έχοντας περάσει από πολλές κουζίνες της Αθήνας, θέλησε να κάνει κάτι δικό του. Περιπλανήθηκε στη γειτονιά μέχρι που βρήκε παρατημένη μια παλιά ταβέρνα που λεγόταν Κουφονήσια και έστησε εκεί το ιδιόμορφο μαγαζί με τα παλιακά έπιπλα, τις φωτογραφίες από το Αργυρό (το χωριό του στην Εύβοια) στους τοίχους και το χαρακτηριστικό φύρδην μίγδην – ένα σωρό αντικείμενα βλέπεις τριγύρω. Με πλαστικό ήταν κλεισμένο στην αρχή, έμπαζε με τα κρύα. Το 2018 που το ’κλεισε με ξύλο και μέταλλο, τα μαρινάτα του, που τα κέρναγε στην αρχή, που πολύς κόσμος δεν τα είχε ακόμη συνηθίσει, είχαν πια φίλους από όλη την πόλη.
Πολλοί, ανάμεσά τους και πολλοί σεφ, έρχονται μέχρι τις Τζιτζιφιές για τον σαργό με το περγαμόντο, τον ωμό μπακαλιάρο σκορδαλιά, τις γαρίδες Κοιλάδος, που αυτή την εποχή τις μαρινάρει με φράουλες, και τα άλλα ασυνήθιστα που βγαίνουν από τη μικρή κουζίνα: από βραστά συκώτια πεσκανδρίτσας και μπακαλιάρου μέχρι στρειδόχτενα και θαλάσσιες ανεμώνες. Και τις αρβανίτικες γκόγκλιες του με τις καραβίδες αξίζει να δοκιμάσει κανείς, είναι μια αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του κι αυτές. Εκεί στο χωριό έπαιζε πιτσιρίκος κάτω από τζιτζιφιές. Στη νέα του γειτονιά που φέρει το όνομά τους, πάνε χρόνια πολλά που δεν υπάρχουν πια. Αλλά το παρελθόν είναι εκεί, ακόμη κι όταν δεν το βλέπεις. Στην πολυκατοικία πάνω από τα Άργουρα μένουν τα παιδιά του Γιάννη Παπαϊωάννου. Είπαμε, έχει πολλούς παράλληλους βίους εδώ.
Πεζούλας, Πεισιστράτου 11, Τζιτζιφιές, Τ/ 210-94.22.684
Γιαγιά Ελισάβετ, Ναυάρχου Βότση 2, Τ/ 210-94.10.227
Αντωνία, Ισμήνης 36, Τ/ 210-94.04.508
Θαλασσινός, Λυσικράτους 32, Τ/ 210-94.04.518
Άργουρα, Αγησιλάου 49-51, Τ/ 217-71.73.200
Κακαβιά ο Νίκος, Σωκράτους 231 και Ταγμ. Πλέσσα, Τ/ 210-94.11.002
Psaropoula Fish Meze, Σωκράτους 237, Τ/ 210-94.31.209